Ἡ ζωή του στόν μοναχισμό
ὑπό πρωτοπρεσβυτέρου π. Κωνσταντίνου Γαλερίου
Ἡ ἐνδυμασία τοῦ Γέροντος ἦτο πάντα πολύ ἀπέριττη. Κάποτε ἔλαβε ἕνα καινούργιο ράσο. Πηγαίνοντας στό κοιμητήριο, τό ἄφησε στήν ἐκκλησία, ἀλλ᾿ ὅταν ἐπέστρεψε δέν τό εὑρῆκε. Ἐγνώριζε ὅμως ποιός τό εἶχε πάρει. Τότε προσευχήθηκε στόν ἅγιο Μηνᾶ ὡς ἑξῆς. "Ἅγιε Μηνᾶ, δῶσε μου τό ράσο πίσω".
Μετά ἀπό λίγο καιρό, κάποια νύκτα, ἄκουσε ἕνα κτύπημα στήν πόρτα του. Ποιός εἶναι τέτοια ὥρα, ἐρώτησε. "Πάτερ Ἠλία, σοῦ ἔφερα τό ράσο πίσω", καί ὁ πατήρ τοῦ ἀπήντησε "Φέρτο, πάτερ, ἀπ᾿ ἐδῶ, διότι δέν σέ γνωρίζω".
Τότε ὁ κλέφτης κατέβηκε κάτω καί, ὅταν ἔφθασε στήν αὐλή, τοῦ ἐφώναξε. "Πάτερ, φεύγω, καί πάρε τό ράσο σου".
Ἀφοῦ ἀνεχώρησε ὁ κλέφτης, ὁ π. Ἠλίας βγῆκε ἔξω στήν πόρτα καί πῆρε τό ράσο του. Δέν τό ἐφόρεσε ποτέ, ἀλλά τό ἐχάρισε σ᾿ ἕνα μοναχό.Ὁ π. 'Ηλίας ἦτο ἄνθρωπος τῆς δικαιοσύνης γι᾿αὐτό καί δέν ὑπέφερε νά βλέπη τήν ἀδικία.
Γιά νά ξεριζώση ἀπό τήν ρίζα τό κακό καί γνωρίζοντας τίς ἁμαρτίες ἀπό τίς ὁποῖες ἦσαν αἰχμαλωτισμένοι οἱ ἄνθρωποι, τούς ἔδειχνε ποιοί πραγματικά ἦσαν, χωρίς νά γλυκαίνη τά λόγια του. Ἦτο γι᾿ αὐτούς μία καυστική δοκιμασία, σάν νά περνοῦσαν μέσα ἀπό καμίνι. Ὅσοι δέν ἄντεχαν ν᾿ ἀκούσουν ποιοί ἦσαν καί νά διορθωθοῦν, ἀναχωροῦσαν ἀπ᾿ αὐτόν δια παντός.
Τό ἔτος 1977 ἐπῆγε γιά προσκύνημα στά Ἱεροσόλυμα, ὅπου καί ἔμεινε τρεῖς μῆνες. Ἐκεῖ, πολλές φορές, ὅταν ἔτρωγε, δέν ἤθελαν νά τοῦ πάρουν χρήματα καί ἐπί πλέον τοῦ ἔβαζαν φαγητό σέ πακέτο νά πάρη καί μαζί του.
Ὁ ἴδιος μᾶς ἐδιηγεῖτο "Ὅταν περπατοῦσα στόν δρόμο, ὅπου ἦσαν στρατιωτικά φυλάκια, λόγῳ τῆς ἐχθρότητος μεταξύ Ἑβραίων καί Ἀράβων, σ'᾿ ὅλους ἔκαναν ἔρευνα καί μόνο ἐμένα μέ ἄφηναν νά περάσω, χωρίς νά μέ ἐλέγχουν". Κάποτε πλανήθηκε καί δέν ἤξερε τόν δρόμο γιά νά πάη στό σπίτι πού εἶχε ἐνοικιάσει. Τότε ἕνας ἑβραῖος φαρμακοποιός τόν πῆρε μέ τό αὐτοκίνητό του καί τόν ἔφερε στό σπίτι πού ἔμενε.
Ἀγαποῦσε ὁ π. Ἠλίας τήν ἐλεημοσύνη καί, ὅσοι ἤρχοντο σ᾿αὐτόν γιά συμβουλές καί ἐξομολόγησι, τούς προέτρεπε στό ἴδιο ἔργο. Εἶχε ἕνα χονδρό τετράδιο μέ ὀνόματα χιλιάδων ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι εἶχαν βοηθήσει στίς ἐκκλησίες, καί τούς ὁποίους ἐμνημόνευε σ᾿ ὅλη τήν ζωή του.
Ἔλεγε ὁ Γέροντας: Πάντοτε, ὅταν ἔδινα ἐλεημοσύνη, ἐλάμβανα τρεῖς καί τέσσερεις φορές περισσότερα.
Ἀκόμη κι ὅταν ἐρχόταν μοναχός στό κελλί του, τοῦ ἔδινε ὅ,τι εἶχε καί ὅσο ἠμποροῦσε. Ἀπό τήν σύνταξί του ἀγόραζε διάφορα ἐκκλησιαστικά ἀντικείμενα καί τά ἐχάριζε στίς ἐκκλησίες ἤ βοηθοῦσε στήν ἀνοικοδόμησι καί ἐπισκευή τους.
Ὅταν οἱ μαθητές του ἔπαιρναν κάποιο ἱερό ἀντικείμενο γιά ἐκκλησία, ὅπως Ἅγιο Ποτήριο, Σταυρό, Εὐαγγέλιο, ἱερατικά ἄμφια κλπ καί τόν ἐρωτοῦσαν ποῦ νά τά χαρίσουν, τούς ἀπαντοῦσε. "Ἀναζητῆστε μιά ἐκκλησία ἤ ἕνα μοναστήρι πτωχό, πού ἔχουν καλόν ἱερέα καί ἐκεῖ νά τά δώσετε. Ἀλλά, ἐάν κάποιος ἀπό τήν οἰκογένειά σας, ἔδωσε σέ κάποια συγκεκριμένη ἐκκλησία, ἐκεῖ νά δώσετε καί ἐσεῖς.
Χαιρόταν πάρα πολύ ὅταν τά πνευματικά του παιδιά ἔκαναν ἐλεημοσύνη στίς ἐκκλησίες καί τούς ἔλεγε. "Μοῦ ἐδώσατε νειᾶτα γιά 20 χρόνια".
Στόν διάβα τῆς ζωῆς του ὑπέμεινε πολλές χειρουργικές ἐπεμβάσεις. Σέ δύο ἀπ᾿ αὐτές, ὅταν εὑρισκόταν σέ δύσκολη κατάστασι, δυό ἀπό τούς μαθητές του ἔδωσαν ἀπό ἕνα Εὐαγγέλιο στόν ἱερέα τοῦ νοσοκομείου. Ὅταν τούς εἶδε, ἄρχισε νά πηγαίνη ἡ ὑγεία του πρός τό καλλίτερο καί μετά ἀπό λίγες ἡμέρες ἐξῆλθε ἀπό τό νοσοκομεῖο.
Στήν τελευταία ἐγχείρησι, ἀφοῦ ὁ γιατρός εἶδε τίς ἀναλύσεις καί τά ἀκτινογραφήματα, ἐδήλωσε ἔκπληκτος. "Δέν ἠμπορῶ νά καταλάβω πῶς ζεῖ ἀκόμη αὐτός ὁ ἄνθρωπος, δεδομένου ὅτι ὅλα εἶναι κατεστραμμένα μέσα του". Κατόπιν ἐρώτησε τόν Γέροντα. "Ἡ πανοσιότης σας δέν τρώγετε τίποτε;" Μετά ἀπό ἐκείνη τήν ἐγχείρησι ἔζησε ἀκόμη δύο χρόνια.
Κάποτε ἦλθαν στόν Γέροντα μερικοί ἁπλοϊκοί ἄνθρωποι ἀπό τήν πατρίδα μας. Ἀφοῦ συνωμίλησαν, τούς ἐρώτησε. "Ὑπάρχει περίπτωσις πορνείας στίς οἰκογένειές σας; Ἐκεῖνοι τοῦ ἀπήντησαν. "Ὄχι, πάτερ". "Τότε προσέξετε τί θά κάνετε. Θά πᾶτε στόν ἱερέα τοῦ χωριοῦ σας καί νά τόν ἐρωτήσετε ἀπό τί ἔχει ἀνάγκη γιά τήν ἐκκλησία του καί ἐσεῖς, κατά τήν δύναμί σας, προσπαθῆστε ν᾿ ἀγοράσετε κάποιο ἀντικείμενο καί νά τό χαρίσετε στήν ἐκκλησία.
Ὁλόκληρα χρόνια εἶχε τό διακόνημα νά ξεθάπτη τούς νεκρούς καί νά λειτουργῆ γι᾿ αὐτούς στήν ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Λαζάρου, τελῶντας καί μνημόσυνο στό τέλος. Ἀκόμη καί ἀπό τότε πού τόν ἄλλαξαν ἀπό τό διακόνημα αὐτό, ἐπήγαινε μία φορά τήν ἑβδομάδα στό Κοιμητήριο τοῦ μοναστηριοῦ, ὅπου ἐθυμίαζε, ἄναβε κεράκια καί προσευχόταν γιά τούς νεκρούς. Ὅταν ἐπήγαινε γιά τό Κοιμητήριο, ἔπαιρνε μαζί του λίγο ψωμί καί ἐτάϊζε τά πουλάκια, τά ὁποῖα ἤρχοντο καί ἐστέκοντο ἐπάνω στόν ὦμο του.
Μερικές φορές τόν χρόνο ἐπήγαινε στό Κοιμητήριο Μπέλου τοῦ Βουκουρεστίου καί ἔκαμε "Τρισάγια" στούς τάφους τῶν ἡρώων, πού ἔπεσαν γιά τήν ἐλευθερία καί τήν ἀξιοπρέπεια τοῦ ἔθνους. Ἐπίσης ἐπήγαινε στόν τάφο τοῦ μεγάλου ποιητοῦ Μιχαήλ Ἐμινέσκου καί στούς ἄλλους μεγάλους νεκρούς. Μετά τήν ἐπανάστασι τοῦ 1989 καί τήν πτῶσι τοῦ κομμουνισμοῦ, ἐπήγαινε καί στούς τάφους τῶν ἐκεῖ θαμμένων ἡρώων καί τούς ἐμνημόνευε.
Ὁ διάβολος φθονοῦσε τόν Γέροντα γιά τήν καθαρά ζωή του καί προσπαθοῦσε νά τόν φοβήση μέ διάφορες ταραχές μέσα στό κελλί του προκαλῶντας διαφόρους ἤχους.
Ὅταν κτιζόταν ἡ ἐκκλησία στό χωριό Νταρμανέστι ὁ Γέροντας ἐχάρισε 13000 λέϊ (τότε ὁ μισθός ἦτο 1000-2000 λεϊ τόν μῆνα). Ὁ ἱερεύς ἐκείνης τῆς ἐνορίας ἔκοψε τήν ἀπόδειξι, ὅμως μία γυναῖκα ἅρπαξε μέ τρόπο τήν ἀπόδειξι τοῦ π. 'Ηλία καί μ᾿αὐτήν ἐπῆγε στόν ἱερέα τοῦ χωριοῦ λέγοντάς του ὅτι ὁ π. Ἠλίας μετάνοιωσε καί ζητεῖ πίσω τά χρήματά του. Ὁ ἱερεύς ἐκεῖνος ἐπῆρε τήν ἀπόδειξι καί ἔδωσε στήν γυναῖκα τά χρήματα.
Ὁ π. Ἠλίας, ὅταν τό ἔμαθε λυπήθηκε πάρα πολύ. Ὅμως δέν ἀνταπέδωσε τό κακό μέ τό κακό. Ἀπεναντίας, μετά ἀπ᾿αὐτό τό συμβάν, τήν βοηθοῦσε κατά καιρούς, ἀπ᾿ αὐτά πού τοῦ ἔδιναν οἱ ἄλλοι Χριστιανοί, ὅταν ἐρχόταν νά ζητήση βοήθεια. Μάλιστα τῆς ἔδινε νά πάρη καί μαζί της φαγητό.
Κάποτε τόν ἐπισκέφθηκε ἕνας νέος ἀπό τήν κοινότητα Μπουσκάνι.
Ἐπειδή ἦτο ἀνάγκη νά φύγη γιά νά λειτουργήση, ἄφησε τόν νέον μόνον του στό κελλί του καί, ὅταν ἐπέστρεψε, δέν εὑρῆκε οὔτε τόν νέον, οὔτε τόν σταυρόν πού εἶχε στό τραπέζι του. Τότε ὁ Γέροντας προσευχήθηκε ἐπίμονα νά ἐπιστρέψη ὁ νέος τόν σταυρό. Μετά ἀπό κάποιο καιρό, ὁ νέος ἐπέστρεψε μέ μελανιασμένο καί πληγωμένο τό πρόσωπό του καί ἔχοντας στά χέρια τόν σταυρό.
Διηγήθηκε στόν Γέροντα ὅτι κάθε νύκτα κάποιος τόν ξυπνοῦσε καί τόν κτυποῦσε μέ τόν κλεμμένο σταυρό. Κι αὐτός μή μπορώντας νά ὑπομείνη ἄλλο τά βάσανα καί τά κτυπήματα, ἔφερε τόν σταυρό πίσω. Ὁ Γέροντας τόν δέχθηκε, τοῦ καθάρισε τίς πληγές, τοῦ ἔδωσε νά φάγη φαγητό καί τό συνεχώρησε γι᾿ αὐτή τήν πρᾶξι του. Καί ἀπό πάνω τοῦ ἔδωσε καί χρήματα γιά τόν κόπο του. Μία μαθήτριά του τόν ἐρώτησε πόσα χρήματα τοῦ ἔδωσε καί ὁ πατήρ τῆς ἀπήντησε. "Ἔβαλα τό χέρι μου μέσα στήν τσέπη μου καί ὅσα ἔπιασα τοῦ τά ἔδωσα".
Δύο-τρία χρόνια πρίν ἀπό τόν θάνατό του, ἔλεγε. "Ἐγώ δέν πεθαίνω πλέον γιά μένα ἀλλά γιά τούς ἄλλους".
Ἐπιμέλεια κειμένου και πηγή στο Διαδίκτυο Ἀναβάσεις
Διαβάστε περισσότερα πατώντας Ἱερομόναχος Ἠλίας Τσιορούτσα
Ἁγιασμένες μορφές τῆς Ὀρθοδόξου Ρουμάνικης Ἐκκλησίας
ὑπό πρωτοπρεσβυτέρου π. Κωνσταντίνου Γαλερίου
Ἡ ἐνδυμασία τοῦ Γέροντος ἦτο πάντα πολύ ἀπέριττη. Κάποτε ἔλαβε ἕνα καινούργιο ράσο. Πηγαίνοντας στό κοιμητήριο, τό ἄφησε στήν ἐκκλησία, ἀλλ᾿ ὅταν ἐπέστρεψε δέν τό εὑρῆκε. Ἐγνώριζε ὅμως ποιός τό εἶχε πάρει. Τότε προσευχήθηκε στόν ἅγιο Μηνᾶ ὡς ἑξῆς. "Ἅγιε Μηνᾶ, δῶσε μου τό ράσο πίσω".
Μετά ἀπό λίγο καιρό, κάποια νύκτα, ἄκουσε ἕνα κτύπημα στήν πόρτα του. Ποιός εἶναι τέτοια ὥρα, ἐρώτησε. "Πάτερ Ἠλία, σοῦ ἔφερα τό ράσο πίσω", καί ὁ πατήρ τοῦ ἀπήντησε "Φέρτο, πάτερ, ἀπ᾿ ἐδῶ, διότι δέν σέ γνωρίζω".
Τότε ὁ κλέφτης κατέβηκε κάτω καί, ὅταν ἔφθασε στήν αὐλή, τοῦ ἐφώναξε. "Πάτερ, φεύγω, καί πάρε τό ράσο σου".
Ἀφοῦ ἀνεχώρησε ὁ κλέφτης, ὁ π. Ἠλίας βγῆκε ἔξω στήν πόρτα καί πῆρε τό ράσο του. Δέν τό ἐφόρεσε ποτέ, ἀλλά τό ἐχάρισε σ᾿ ἕνα μοναχό.Ὁ π. 'Ηλίας ἦτο ἄνθρωπος τῆς δικαιοσύνης γι᾿αὐτό καί δέν ὑπέφερε νά βλέπη τήν ἀδικία.
Γιά νά ξεριζώση ἀπό τήν ρίζα τό κακό καί γνωρίζοντας τίς ἁμαρτίες ἀπό τίς ὁποῖες ἦσαν αἰχμαλωτισμένοι οἱ ἄνθρωποι, τούς ἔδειχνε ποιοί πραγματικά ἦσαν, χωρίς νά γλυκαίνη τά λόγια του. Ἦτο γι᾿ αὐτούς μία καυστική δοκιμασία, σάν νά περνοῦσαν μέσα ἀπό καμίνι. Ὅσοι δέν ἄντεχαν ν᾿ ἀκούσουν ποιοί ἦσαν καί νά διορθωθοῦν, ἀναχωροῦσαν ἀπ᾿ αὐτόν δια παντός.
Τό ἔτος 1977 ἐπῆγε γιά προσκύνημα στά Ἱεροσόλυμα, ὅπου καί ἔμεινε τρεῖς μῆνες. Ἐκεῖ, πολλές φορές, ὅταν ἔτρωγε, δέν ἤθελαν νά τοῦ πάρουν χρήματα καί ἐπί πλέον τοῦ ἔβαζαν φαγητό σέ πακέτο νά πάρη καί μαζί του.
Ὁ ἴδιος μᾶς ἐδιηγεῖτο "Ὅταν περπατοῦσα στόν δρόμο, ὅπου ἦσαν στρατιωτικά φυλάκια, λόγῳ τῆς ἐχθρότητος μεταξύ Ἑβραίων καί Ἀράβων, σ'᾿ ὅλους ἔκαναν ἔρευνα καί μόνο ἐμένα μέ ἄφηναν νά περάσω, χωρίς νά μέ ἐλέγχουν". Κάποτε πλανήθηκε καί δέν ἤξερε τόν δρόμο γιά νά πάη στό σπίτι πού εἶχε ἐνοικιάσει. Τότε ἕνας ἑβραῖος φαρμακοποιός τόν πῆρε μέ τό αὐτοκίνητό του καί τόν ἔφερε στό σπίτι πού ἔμενε.
Ἀγαποῦσε ὁ π. Ἠλίας τήν ἐλεημοσύνη καί, ὅσοι ἤρχοντο σ᾿αὐτόν γιά συμβουλές καί ἐξομολόγησι, τούς προέτρεπε στό ἴδιο ἔργο. Εἶχε ἕνα χονδρό τετράδιο μέ ὀνόματα χιλιάδων ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι εἶχαν βοηθήσει στίς ἐκκλησίες, καί τούς ὁποίους ἐμνημόνευε σ᾿ ὅλη τήν ζωή του.
Ἔλεγε ὁ Γέροντας: Πάντοτε, ὅταν ἔδινα ἐλεημοσύνη, ἐλάμβανα τρεῖς καί τέσσερεις φορές περισσότερα.
Ἀκόμη κι ὅταν ἐρχόταν μοναχός στό κελλί του, τοῦ ἔδινε ὅ,τι εἶχε καί ὅσο ἠμποροῦσε. Ἀπό τήν σύνταξί του ἀγόραζε διάφορα ἐκκλησιαστικά ἀντικείμενα καί τά ἐχάριζε στίς ἐκκλησίες ἤ βοηθοῦσε στήν ἀνοικοδόμησι καί ἐπισκευή τους.
Ὅταν οἱ μαθητές του ἔπαιρναν κάποιο ἱερό ἀντικείμενο γιά ἐκκλησία, ὅπως Ἅγιο Ποτήριο, Σταυρό, Εὐαγγέλιο, ἱερατικά ἄμφια κλπ καί τόν ἐρωτοῦσαν ποῦ νά τά χαρίσουν, τούς ἀπαντοῦσε. "Ἀναζητῆστε μιά ἐκκλησία ἤ ἕνα μοναστήρι πτωχό, πού ἔχουν καλόν ἱερέα καί ἐκεῖ νά τά δώσετε. Ἀλλά, ἐάν κάποιος ἀπό τήν οἰκογένειά σας, ἔδωσε σέ κάποια συγκεκριμένη ἐκκλησία, ἐκεῖ νά δώσετε καί ἐσεῖς.
Χαιρόταν πάρα πολύ ὅταν τά πνευματικά του παιδιά ἔκαναν ἐλεημοσύνη στίς ἐκκλησίες καί τούς ἔλεγε. "Μοῦ ἐδώσατε νειᾶτα γιά 20 χρόνια".
Στόν διάβα τῆς ζωῆς του ὑπέμεινε πολλές χειρουργικές ἐπεμβάσεις. Σέ δύο ἀπ᾿ αὐτές, ὅταν εὑρισκόταν σέ δύσκολη κατάστασι, δυό ἀπό τούς μαθητές του ἔδωσαν ἀπό ἕνα Εὐαγγέλιο στόν ἱερέα τοῦ νοσοκομείου. Ὅταν τούς εἶδε, ἄρχισε νά πηγαίνη ἡ ὑγεία του πρός τό καλλίτερο καί μετά ἀπό λίγες ἡμέρες ἐξῆλθε ἀπό τό νοσοκομεῖο.
Στήν τελευταία ἐγχείρησι, ἀφοῦ ὁ γιατρός εἶδε τίς ἀναλύσεις καί τά ἀκτινογραφήματα, ἐδήλωσε ἔκπληκτος. "Δέν ἠμπορῶ νά καταλάβω πῶς ζεῖ ἀκόμη αὐτός ὁ ἄνθρωπος, δεδομένου ὅτι ὅλα εἶναι κατεστραμμένα μέσα του". Κατόπιν ἐρώτησε τόν Γέροντα. "Ἡ πανοσιότης σας δέν τρώγετε τίποτε;" Μετά ἀπό ἐκείνη τήν ἐγχείρησι ἔζησε ἀκόμη δύο χρόνια.
Κάποτε ἦλθαν στόν Γέροντα μερικοί ἁπλοϊκοί ἄνθρωποι ἀπό τήν πατρίδα μας. Ἀφοῦ συνωμίλησαν, τούς ἐρώτησε. "Ὑπάρχει περίπτωσις πορνείας στίς οἰκογένειές σας; Ἐκεῖνοι τοῦ ἀπήντησαν. "Ὄχι, πάτερ". "Τότε προσέξετε τί θά κάνετε. Θά πᾶτε στόν ἱερέα τοῦ χωριοῦ σας καί νά τόν ἐρωτήσετε ἀπό τί ἔχει ἀνάγκη γιά τήν ἐκκλησία του καί ἐσεῖς, κατά τήν δύναμί σας, προσπαθῆστε ν᾿ ἀγοράσετε κάποιο ἀντικείμενο καί νά τό χαρίσετε στήν ἐκκλησία.
Ὁλόκληρα χρόνια εἶχε τό διακόνημα νά ξεθάπτη τούς νεκρούς καί νά λειτουργῆ γι᾿ αὐτούς στήν ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Λαζάρου, τελῶντας καί μνημόσυνο στό τέλος. Ἀκόμη καί ἀπό τότε πού τόν ἄλλαξαν ἀπό τό διακόνημα αὐτό, ἐπήγαινε μία φορά τήν ἑβδομάδα στό Κοιμητήριο τοῦ μοναστηριοῦ, ὅπου ἐθυμίαζε, ἄναβε κεράκια καί προσευχόταν γιά τούς νεκρούς. Ὅταν ἐπήγαινε γιά τό Κοιμητήριο, ἔπαιρνε μαζί του λίγο ψωμί καί ἐτάϊζε τά πουλάκια, τά ὁποῖα ἤρχοντο καί ἐστέκοντο ἐπάνω στόν ὦμο του.
Μερικές φορές τόν χρόνο ἐπήγαινε στό Κοιμητήριο Μπέλου τοῦ Βουκουρεστίου καί ἔκαμε "Τρισάγια" στούς τάφους τῶν ἡρώων, πού ἔπεσαν γιά τήν ἐλευθερία καί τήν ἀξιοπρέπεια τοῦ ἔθνους. Ἐπίσης ἐπήγαινε στόν τάφο τοῦ μεγάλου ποιητοῦ Μιχαήλ Ἐμινέσκου καί στούς ἄλλους μεγάλους νεκρούς. Μετά τήν ἐπανάστασι τοῦ 1989 καί τήν πτῶσι τοῦ κομμουνισμοῦ, ἐπήγαινε καί στούς τάφους τῶν ἐκεῖ θαμμένων ἡρώων καί τούς ἐμνημόνευε.
Ὁ διάβολος φθονοῦσε τόν Γέροντα γιά τήν καθαρά ζωή του καί προσπαθοῦσε νά τόν φοβήση μέ διάφορες ταραχές μέσα στό κελλί του προκαλῶντας διαφόρους ἤχους.
Ὅταν κτιζόταν ἡ ἐκκλησία στό χωριό Νταρμανέστι ὁ Γέροντας ἐχάρισε 13000 λέϊ (τότε ὁ μισθός ἦτο 1000-2000 λεϊ τόν μῆνα). Ὁ ἱερεύς ἐκείνης τῆς ἐνορίας ἔκοψε τήν ἀπόδειξι, ὅμως μία γυναῖκα ἅρπαξε μέ τρόπο τήν ἀπόδειξι τοῦ π. 'Ηλία καί μ᾿αὐτήν ἐπῆγε στόν ἱερέα τοῦ χωριοῦ λέγοντάς του ὅτι ὁ π. Ἠλίας μετάνοιωσε καί ζητεῖ πίσω τά χρήματά του. Ὁ ἱερεύς ἐκεῖνος ἐπῆρε τήν ἀπόδειξι καί ἔδωσε στήν γυναῖκα τά χρήματα.
Ὁ π. Ἠλίας, ὅταν τό ἔμαθε λυπήθηκε πάρα πολύ. Ὅμως δέν ἀνταπέδωσε τό κακό μέ τό κακό. Ἀπεναντίας, μετά ἀπ᾿αὐτό τό συμβάν, τήν βοηθοῦσε κατά καιρούς, ἀπ᾿ αὐτά πού τοῦ ἔδιναν οἱ ἄλλοι Χριστιανοί, ὅταν ἐρχόταν νά ζητήση βοήθεια. Μάλιστα τῆς ἔδινε νά πάρη καί μαζί της φαγητό.
Κάποτε τόν ἐπισκέφθηκε ἕνας νέος ἀπό τήν κοινότητα Μπουσκάνι.
Ἐπειδή ἦτο ἀνάγκη νά φύγη γιά νά λειτουργήση, ἄφησε τόν νέον μόνον του στό κελλί του καί, ὅταν ἐπέστρεψε, δέν εὑρῆκε οὔτε τόν νέον, οὔτε τόν σταυρόν πού εἶχε στό τραπέζι του. Τότε ὁ Γέροντας προσευχήθηκε ἐπίμονα νά ἐπιστρέψη ὁ νέος τόν σταυρό. Μετά ἀπό κάποιο καιρό, ὁ νέος ἐπέστρεψε μέ μελανιασμένο καί πληγωμένο τό πρόσωπό του καί ἔχοντας στά χέρια τόν σταυρό.
Διηγήθηκε στόν Γέροντα ὅτι κάθε νύκτα κάποιος τόν ξυπνοῦσε καί τόν κτυποῦσε μέ τόν κλεμμένο σταυρό. Κι αὐτός μή μπορώντας νά ὑπομείνη ἄλλο τά βάσανα καί τά κτυπήματα, ἔφερε τόν σταυρό πίσω. Ὁ Γέροντας τόν δέχθηκε, τοῦ καθάρισε τίς πληγές, τοῦ ἔδωσε νά φάγη φαγητό καί τό συνεχώρησε γι᾿ αὐτή τήν πρᾶξι του. Καί ἀπό πάνω τοῦ ἔδωσε καί χρήματα γιά τόν κόπο του. Μία μαθήτριά του τόν ἐρώτησε πόσα χρήματα τοῦ ἔδωσε καί ὁ πατήρ τῆς ἀπήντησε. "Ἔβαλα τό χέρι μου μέσα στήν τσέπη μου καί ὅσα ἔπιασα τοῦ τά ἔδωσα".
Δύο-τρία χρόνια πρίν ἀπό τόν θάνατό του, ἔλεγε. "Ἐγώ δέν πεθαίνω πλέον γιά μένα ἀλλά γιά τούς ἄλλους".
Μετάφρασις – Ἐπιμέλεια
Ὑπό Ἀδελφῶν Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου
Ἁγίου Ὅρους Ἄθω
2002
Τό κείμενο προέρχεται ἀπό τά ἀρχεῖα τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου, τόν ὁποῖον καί εὐχαριστοῦμε θερμά γιά τήν παραχώρηση τῶν ἀρχείων, ὅπως ἐπίσης εὐχαριστοῦμε καί τόν γέροντα τῆς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου πατέρα Γεώργιο Καψάνη γιά τήν εὐλογία καί τήν ἄδεια δημοσίευσης.
Ἐπιμέλεια κειμένου και πηγή στο Διαδίκτυο Ἀναβάσεις
Διαβάστε περισσότερα πατώντας Ἱερομόναχος Ἠλίας Τσιορούτσα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου