Α. Ἡ θρησκευτικὴ ἐμπειρία.
1. «Κοινὴ θρησκευτικὴ ἐμπειρία» -Εἰσαγωγικὲς
παρατηρήσεις.
Ὑψίστης σημασίας καὶ ἀξίας γιὰ τὴν ἀλήθεια, κατὰ τὴν ἄποψη τοῦ Ἁγίου Ἀλβανίας, εἶναι ὁ ρόλος τῆς θρησκευτικῆς ἐμπειρίας. Ὅλα τὰ θρησκεύματα, συμπεριλαμβανόμενης καὶ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔχουν τὶς θρησκευτικές τους ἐμπειρίες. «Οἱ θρησκευτικὲς ... ἐμπειρίες», γράφει ὁ συγγραφεύς, «ἐκπροσωποῦν ὄχι μόνο ἐπίμονη φορὰ τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὴν ὑψίστη πραγματικότητα ἀλλ' ἀκόμη καὶ τὴν ἀπορρόφηση ἀκτινῶν τῆς θείας ἀκτινοβολίας τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο» (σ. 166).
Μὲ ἀφετηρία λοιπὸν αὐτὸ τὸ συλλογισμὸ μποροῦμε ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι νὰ κρατοῦμε τὶς δογματικὲς-θεολογικὲς διαφορὲς ἀπὸ τὶς ἄλλες θρησκεῖες, μπορεῖ ἀκόμη νὰ ὑπάρχουν διαφορὲς στὴ θρησκευτικὴ ἐμπειρία, ἀλλὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ὅλες οἱ θρησκεῖες ἔχουν θρησκευτικὲς ἐμπειρίες ποὺ «ἀπορροφοῦν ἀκτίνες τῆς θείας ἀκτινοβολίας» βάζει δίπλα-δίπλα τὴν ἐν Χριστῷ ἀποκαλυφθεῖσα ἀλήθεια μὲ τὴν πλάνη καὶ ἀπάτη τῶν θρησκειῶν.
Ἐξ ἄλλου κατὰ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀλβανίας Ὀρθοδοξίας καὶ Ἰσλὰμ εἶναι «θρησκευτικὰ μορφώματα» μὲ «θρησκευτικὲς ἐμπειρίες». Γράφει λοιπὸν ὅτι κατὰ τὸ διάλογο Ὀρθοδοξίας-Ἰσλὰμ «ἔγινε προσπάθεια νὰ καθορισθοῦν οἱ διαφορὲς καὶ οἱ θέσεις τῶν δύο θρησκευτικῶν μορφωμάτων καὶ ἐμπειριῶν» (σ. 139).
Ὑπάρχουν ὅμως καὶ πιὸ ἀκραῖες διατυπώσεις ποὺ ὑποδηλώνουν κοινὴ ἐμπειρία. Ἔτσι π.χ. διαβάζουμε: «Σήμερα (ὁ συγγραφεὺς ἀναφέρεται στὸ χριστιανὸ-ἰσλαμικὸ διάλογο) ὑπογραμμίζονται τὰ θετικά, τὸ κ ο ι ν ὸ πνευματικὸ ἔδαφος, ἡ κ ο ι ν ὴ πνευματικὴ ἐμπειρία» (σ. 156). Στὴ μελέτη ἐπίσης «Πρὸς παγκόσμια κοινότητα» καὶ στὸ κεφάλαιο "Κοινὸ χρέος τῶν θρησκειῶν" γράφεται: «Ὡς φορεῖς θρησκευτικῆς ἐμπειρίας (ἐννοεῖ ὅλες οἱ θρησκεῖες) μποροῦμε: α) Νὰ προσφέρουμε ἀπὸ κ ο ι ν ο ῦ τὴν κάθετη διάσταση... » κ.λπ. (σ. 60).
Θὰ ἀναρωτηθεῖ κανείς: Πουθενὰ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας δὲν διαφοροποιεῖ τὴ Χριστιανικὴ ἀπὸ τὶς ἄλλες ἐμπειρίες; Θέλουμε νὰ εἴμαστε δίκαιοι. Στὴν εἰσήγηση τοῦ "Διάλογος μὲ τὸ Ἰσλὰμ" γράφει ὅτι ὁ διάλογος μὲ τὸ Ἰσλὰμ «εἶναι φυσικὸ νὰ φθάσει στὰ ὅρια, ὅπου οἱ δύο θρησκευτικὲς ἐμπειρίες ( ἔνν. ἡ χριστιανικὴ καὶ ἡ μουσουλμανικὴ) διαφέρουν ριζικά...
Ἔτσι ἐνῶ συμφωνοῦμε σὲ ἕνα πρῶτο στάδιο θρησκευτικῆς ἐμπειρίας, οἱ μουσουλμάνοι μένουν στὸ πρῶτο αὐτὸ ἐπίπεδο, ἀρνούμενοι νὰ προχωρήσουν καὶ νὰ ἀποδεχθοῦν ὅ,τι ἀποτελεῖ τὴ βαθύτερη χριστιανικὴ ἐμπειρία: τὴ βίωση τῆς κοινωνίας Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου ἐν τῷ Χριστῷ διὰ τοῦ Ἀγίου Πνεύματος» (σ. 158).
Παρὰ ταῦτα, ὅπως συνάγεται ἀπὸ τὰ γραφόμενα, ἡ διαφορὰ αὐτὴ δὲν εἶναι τόσο ριζικὴ ὅσο ἡ διαφορὰ τοῦ φωτὸς ἀπὸ τὸ σκοτάδι. Εἶναι παράλληλες ἐμπειρίες ποὺ δὲν συναντῶνται ἀπὸ ἕνα σημεῖο καὶ πέρα (στὸ πρῶτο στάδιο ὅπως λέγει εἶναι κοινὲς) παρὰ μόνο γιὰ νὰ ἐπιτευχθεῖ μεταξὺ μουσουλμάνων καὶ χριστιανῶν «πνευματικὴ ἐπικοινωνία καὶ ἐπαφή».
Μὰ πὼς γίνεται νὰ μὴ συναντῶνται κι ὅμως νὰ συντελοῦν στὴν... «πνευματικὴ ἐπικοινωνία»; Διαβάστε καὶ κρίνετε: «Τὴν ὥρα ποὺ κάθε πλευρὰ (δηλ. ἡ χριστιανικὴ καὶ ἡ μουσουλμανικὴ) βυθίζει τὸ στοχασμό της στὶς β α θ ύ τ ε ρ ε ς θρησκευτικὲς πεποιθήσεις καὶ ἐ μ π ε ι ρ ί ε ς της, γιὰ νὰ ἐξηγήσει πὼς ἀντιμετωπίζει τὸ ἕνα ἢ τὸ ἄλλο κρίσιμο θέμα, δὲν συντελεῖται ἁπλῶς ἀλληλοενημέρωση ἀλλὰ πνευματικὴ ἐπικοινωνία καὶ ἐπαφὴ» (σ. 159).
Λοιπόν, κατὰ τὸ συγγραφέα, δὲν ὑπάρχει κανένα σοβαρὸ πρόβλημα, ἂν οἱ μουσουλμάνοι ἀρνοῦνται τὴ θεότητα τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἁγία Τριάδα, τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν Ἀνάσταση. Κάθε πλευρὰ αὐτοβυθίζεται στὶς δικές της ἐμπειρίες γιὰ νὰ βρεῖ λύσεις στὰ τρέχοντα προβλήματα κι ἔτσι παρουσιάζοντας τὶς λύσεις ποὺ σκέπτεται, ἐπικοινωνεῖ πνευματικὰ μὲ τὴν ἄλλη πλευρά.
Ἐξ ἄλλου, ὅπως λέγει λίγο πιὸ κάτω ὁ συγγραφεύς, «τὸ γεγονὸς τῆς κοινῆς ζωῆς καὶ ἀναζητήσεως μὲ ἐκπροσώπους διαφόρων θρησκευτικῶν πεποιθήσεων διευρύνει συγχρόνως τὸ πεδίο τοῦ διμεροῦς διαλόγου, φωτίζοντας τὸ κοινὸ ἔδαφος τῆς μονοθεϊστικῆς, π ρ ο φ η τ ι κ ῆ ς θρησκευτικῆς ἐμπειρίας» (ὡς ἄνω σ. 159). Πάλι λοιπὸν καὶ πάλι καὶ πάλι ἐπανέρχεται τὸ θέμα τῆς κοινῆς θρησκευτικῆς ἐμπειρίας, ποὺ εἶναι μονοθεϊστικὴ καὶ προφητική, κατὰ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀλβανίας.
Ἐδῶ πρέπει νὰ ποῦμε ἐπίσης ὅτι πολλοὶ θεολογικοὶ ὄροι μέσα στὸ βιβλίο ἔχουν χάσει τὸ χριστιανικό τους νόημα καὶ ἔχουν φορτισθεῖ μὲ διαθρησκειακὸ -«πνευματικὸ» περιεχόμενο. Ἔτσι ἐνῶ ὁ ὅρος «πνευματικός», «πνευματικότητα», «προφητικὸς» κ.λ.π. κατὰ τὴν ὀρθόδοξη θεολογία σημαίνουν τὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἢ τὸ προφητικό, ἁγιοπνευματικὸ χάρισμα ἀντίστοιχα, ἀπὸ τὸ συγγραφέα χρησιμοποιοῦνται γιὰ νὰ δηλώσουν ὁ μὲν ὅρος «πνευματικὸς» τὴν διανοητικὴ-θρησκευτικὴ σοφία, κοινὴ σὲ ὅλους, ὁ δὲ ὅρος «προφητικὸς» τὶς δῆθεν ὑψιπετεῖς, μεγαλεπήβολες καὶ πλήρεις δραμάτων ἰδέες καὶ ἐμπειρίες τῶν θρησκειῶν.
Τέλος ὑπάρχουν καὶ πιὸ ἀκραῖες τοποθετήσεις. Τὶς
ἀναφέρουμε μία πρὸς μία:
1) Ὁ συγγραφεὺς διακηρύσσει ὅτι «ἡ ὁλοφώτεινη μορφὴ τοῦ Χριστοῦ, καίτοι ἀλλοιωμένη ἀπὸ τὸ κοῖλο κάτοπτρο μίας ἀποσπασματικῆς Χριστολογίας» (πρώτη φορὰ διάβασα ὅτι οἱ μουσουλμάνοι διαθέτουν Χριστολογία!)33 «ἡ κρυμμένη ἀπὸ τὴν ὁμίχλη διαφόρων αἱρετικῶν ἑρμηνειῶν, ρίχνει ἀμυδρὰ τὸ φῶς της καὶ μέσα στὴ μουσουλμανικὴ ἐμπειρία» (σ. 167).
Ἐδῶ τίθεται ἐπειγόντως τὸ θέμα γιὰ ποιὸ φῶς μιλᾶμε; Γιὰ φῶς ἀλληγορικό, γιὰ τὰ φῶτα τοῦ Διαφωτισμοῦ ἢ γιὰ τὸ ἄκτιστο φῶς τῆς Χάριτος; Ἂν μιλᾶμε γι' αὐτὸ τὸ φῶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πῶς ἀποσιωπᾶ ὁ συγγραφεὺς αὐτὸ ποῦ λέγει ὁ Ἀπόστολος: «Τὶς κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος; τὶς δὲ συμφώνησις Χριστῷ πρὸς Βελίαλ;» (Β' Κόρ.6,15); Ἂν δὲν ὑπάρχει κοινωνία τοῦ φωτὸς μὲ τὸ σκοτάδι (κι εἶναι βαθὺ καὶ ψηλαφητὸ τὸ σκοτάδι στὸ Ἰσλὰμ) πὼς ἡ μορφὴ τοῦ Χριστοῦ ρίχνει ἔστω καὶ ἀμυδρὰ τὸ φῶς της στοὺς μουσουλμάνους, ὅταν τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ μετέχεται μόνο ὑπὸ τῶν Ἁγίων; Κι ἂν ἀντανακλοῦσε ἡ μορφὴ τοῦ Χριστοῦ στὴ «μουσουλμανικὴ ἐμπειρία» τότε γιατί μετὰ λύσσας ἔσφαζαν οἱ μωαμεθανοὶ ὅσους ὁμολογοῦσαν τὸν Χριστό; Γιατί ἀκόμα κι αὐτὴ τὴ στιγμὴ στὸ «ἤπιο» Ἰσλὰμ τῆς μετακεμαλικῆς Τουρκίας οἱ ἐλάχιστοι Ἕλληνες τῆς Πόλης δὲν τολμοῦν νὰ βάλουν μία εἰκονίτσα τοῦ Χριστοῦ στὰ αὐτοκίνητά τους γιατί κινδυνεύουν νὰ τοὺς τὰ σπάσουν;33α
2) Παρουσιάζοντας τὴν ὀρθόδοξη ἀπάντηση στὴν «ἀνάγκη ἐναρμονίσεως τῶν ἀτομικῶν καὶ τῶν κοινωνικῶν δικαιωμάτων» τοῦ ἀνθρώπου παραθέτει τὸ εὐαγγελικὸ «ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτὸν» (Μάρκ. 12,31) καὶ λέγει: «Πρόκειται τελικὰ γιὰ ὑπέρβαση τοῦ Σὺ καὶ τοῦ Ἐγώ, γιὰ ἀνύψωση σὲ κοινωνία προσώπων». Ὕστερα προσθέτει: «Στὸ σημεῖο αὐτὸ οἱ χριστιανοὶ συμβαδίζουμε μὲ μία κ ε ν τ ρ ι κ ὴ ἰ ν δ ι κ ὴ ἐ μ π ε ι ρ ί α, ποὺ ὡραιότατα ἐκφράζει ὁ Μαχάτμα Γκάντι: "ἔμαθα ἀπὸ τὴν ἀγράμματη ἂν καὶ σοφὴ μητέρα μου, πὼς ὅλα τὰ δικαιώματα ποὺ εἴμαστε ἄξιοι νὰ ἀπολαμβάνουμε καὶ νὰ διατηροῦμε προέρχονται ἀπὸ ὑποχρεώσεις ποὺ ἔχουν ἐκτελεστεῖ"» (σ. 76).
Σχολιάζοντας κι αὐτὴ τὴν τοποθέτηση φρονοῦμε ὅτι: α) ἡ εὐαγγελικὴ ἀγάπη δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ περιχαράκωση καὶ ὁριοθέτηση κοινωνικῶν καὶ ἀτομικῶν δικαιωμάτων, β) εἶναι ἀδύνατο ὡς χριστιανοὶ νὰ συμβαδίζουμε μὲ ἰνδικὲς ἐμπειρίες καὶ μάλιστα μὲ κ ε ν τ ρ ι κ έ ς, ποὺ σχετίζονται δηλ. μὲ ἰνδουιστικὰ δόγματα. Νὰ τί θέλουμε νὰ ποῦμε ἐν προκειμένω. Ἡ μητέρα τοῦ Γκάντι διδάσκοντας τὸ γιό της πὼς «ὅλα τὰ δικαιώματα ποὺ εἴμαστε ἄξιοι νὰ ἀπολαμβάνουμε καὶ νὰ διατηροῦμε προέρχονται ἀπὸ ὑποχρεώσεις ποὺ ἔχουν ἐκτελεστεῖ», ἔχει ὑπ' ὄψιν τῆς τὴν «κεντρικὴ ἰνδικὴ ἐμπειρία» τοῦ κάρμα καὶ τῆς μετενσαρκώσεως.
Σύμφωνα μ' αὐτὲς τὶς δοξασίες ἡ ψυχὴ μετενσαρκώνεται, μπαίνει σ' ἕνα ἄλλο σῶμα, (ἂν μπεῖ σὲ ἀνθρώπινο σῶμα, γιατί μπορεῖ νὰ μπεῖ σὲ σῶμα ζώου, νὰ γίνει φυτό, ὀρυκτὸ κ.λ.π.) καὶ γίνεται κάτι, ἀνάλογα μὲ τὸ κάρμα της, δηλ. ἀνάλογα μὲ τὶς πράξεις ποὺ εἶχε τελέσει σὲ προηγούμενη ζωή της.
Ἂν λοιπὸν σὲ μία προηγούμενη ζωὴ ἔχουμε ἐκτελέσει καθὼς πρέπει τὶς ὑποχρεώσεις μας τότε, σ' αὐτὴ τὴ ζωὴ εἴμαστε ἄξιοι νὰ ἀπολαμβάνουμε καὶ νὰ διατηροῦμε τὰ δικαιώματά μας. Αὐτὰ ἐννοοῦσε ἡ «ἀγράμματη ἂν καὶ σοφὴ» μητέρα τοῦ Γκάντι, ποὺ ὅλη τὴ σοφία τῆς ἀντλοῦσε ἀπὸ τὴ θρησκεία της. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἄγνωστη στοὺς ἰνδουιστές.
Μᾶς ἐδιηγεῖτο ὁ μακαριστὸς ὁμολογητὴς ἱερεὺς π. Ἀντώνιος Ἀλεβιζόπουλος, διδάσκαλός μας στὴν Ἀπολογητική της Ἐκκλησίας μας καὶ στὴν ἀντιμετώπιση τῶν αἱρέσεων καὶ τῆς παραθρησκείας, τὸ κάτωθι γεγονός: Κάποτε σὲ μία πόλη τῆς Ἰνδίας βάδιζε ὁ ἐπιφανὴς καὶ μὲ συστηματικὸ συγγραφικὸ ἔργο πολέμιος τῶν παραθρησκευτικῶν αἱρέσεων Γερμανὸς Δρ. Haack παρέα μὲ ἕνα διάσημο γκουρού. Στὸ δρόμο συνάντησαν ἕνα φτωχὸ ζητιάνο. Ο Haack ἅπλωσε τὸ χέρι του νὰ δώσει ἐλεημοσύνη, ἀλλὰ ὁ γκουροὺ τὸν ἐμπόδισε λέγοντάς του: «ἄφησε τὸν. Αὐτὸ εἶναι τὸ κάρμα του». Προφανῶς ὁ ταλαίπωρος Ινδὸς δὲν «εἶχε ἐκτελέσει τὶς ὑποχρεώσεις του» σὲ προηγούμενη ζωὴ καὶ γι' αὐτὸ δὲν ἐδικαιοῦτο τώρα νὰ ἀπολαμβάνει λίγη ἀγάπη!
Τὴν κατὰ τὴ γνώμη τοῦ ἀξία καὶ συγγένεια καὶ τῶν τριῶν αὐτῶν ἐμπειριῶν χριστιανικῆς, μουσουλμανικῆς καὶ ἰνδικῆς ἔχει παρουσιάσει ἀπὸ παλιὰ ὁ Ἀρχιεπ. κ. Ἀναστάσιος στὸν ἐπίλογο τοῦ βιβλίου τοῦ «Ἰσλάμ»: «Ὁ μυστικισμὸς [τοῦ Ἰσλάμ... ἐκινήθη ἐντὸς πλαισίων συγγενῶν πρὸς τὴν ἑλληνικήν, χριστιανικήν, περσικὴν καὶ Ἰνδικὴν πνευματικὴν ἐμπειρίαν» (Ἰσλὰμ σ. 286).
Καταλαβαίνουμε ἀρκετὰ τὰ «συγγενῆ πλαίσια» μεταξὺ μυστικισμοῦ, μυστηριακῆς ἑλληνικῆς, περσικῆς καὶ ἰνδικῆς λατρείας. Εἶναι ἀνθρώπινες φιλοσοφικὸ-θρησκευτικὲς κατασκευές, στὶς ὁποῖες ἀπρόσκλητος ἢ καὶ προσκεκλημένος «ἐπισκέπτης» εἶναι κι ὁ Σατανᾶς, καὶ οἱ ὁποῖες σκοπεύουν νὰ προσεγγίσουν μία κάποια «ὑπερβατικὴ πραγματικότητα». Τί δουλειὰ ὅμως ἔχει ἡ ἀνάμιξη τῆς «χριστιανικῆς πνευματικῆς ἐμπειρίας», ποιὰ συγγενῆ πλαίσια βρίσκει ὁ συγγραφεύς, μεταξύ της χριστιανικῆς ἐμπειρίας καὶ τῶν ποικίλων θρησκευτικῶν ἐμπειριῶν;
Τίθενται λοιπὸν μὲ ὀξύτητα τὰ ἀκόλουθα ἐρωτήματα: Τί εἶναι τέλος πάντων αὐτὴ ἡ «θρησκευτικὴ ἐμπειρία»; Ποιὸ εἶναι σύμφωνα μὲ ὅσα λέγει ὁ ἴδιος ὁ συγγραφεὺς τὸ περιεχόμενό της; Ποιὲς οἱ μέθοδοί της; Ἔχουν οἱ ὀρθόδοξοι θρησκευτικὲς ἐμπειρίες;
__________________________________________________________________________________________________
33. Μήπως ὡς μουσουλμανικὴ «Χριστολογία» ὁ συγγραφεὺς ἐννοεῖ τὸ βλάσφημο φανταστικὸ διάλογο Θεοῦ-Χριστοῦ ποῦ παρατίθενται στὸ Κοράνι; Λέει ὁ Ἀλλάχ : «ὢ Ἰησοῦ, γιὲ τῆς Μαριάμ! μήπως εἶπες στοὺς ἀνθρώπους: "λατρεύετε ἐμένα καὶ τὴ μητέρα μου σὰν θεοὺς ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Ἀλλὰχ "; "Δόξα σὲ Σένα" εἶπε ὁ Ἰησοῦς "ποτὲ δὲν θὰ ἔλεγα ὅ,τι δὲν θὰ εἶχα δικαίωμα (νὰ πῶ). Κι ἂν εἶπα τέτοιο πράγμα, Ἐσὺ θὰ τὸ γνώριζες ἀμέσως. Γιατί ξέρεις τί κρύβει ἡ καρδιά μου, ἐνῶ ἐγὼ δὲν ξέρω τί ὑπάρχει στὴ δική σου"».(Ν. Βασιλειάδη, Ὀρθοδοξίας, Ἰσλὰμ καὶ Πολιτισμὸς σ. 125). Σαφῶς σ' αὐτοὺς τοὺς «χριστολογικοὺς» στίχους ἔχουμε ἄρνηση τῆς Θεότητος τοῦ Χριστοῦ.
33α. Γιὰ τὰ βάσανα τῶν χριστιανῶν ἐκ μέρους τοῦ Ἰσλὰμ ἤδη ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ἐξαπλώσεώς του ἰδὲ Διον. Δακουρά, Ἡ Προβολὴ τῶν Ἀσιατικῶν θρησκευμάτων εἰς τὴν Δύσιν. ἔκδ. ΣΥΜΜΕΤΡΙΑ. σέλ. 378-382
Πρώτ. Ἰωάννης Φωτοπουλος
Θεανθρώπινη καθολικότητα ἤ πανθρησκειακή παγκοσμιότητα
Κριτικές τοποθετήσεις στό βιβλίο
«Παγκοσμιότητα καί Ὀρθοδοξία»
Ἀρχιεπ. Ἀλβανίας κ. Ἀναστασίου
egolpion.com
http://anavaseis.blogspot.gr/2012/07/blog-post_2385.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου