Πῶς λυτρώθηκε ἕνας ἐργάτης ἀπό τόν Θάνατο
(Μέρος Β'). Τελευταῖο
Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου
Στίς 20 ἡμέρες ἡ γυναῖκα του, ἔχοντας πολλή πτώχεια στό σπίτι, διότι εἶχε καί παιδιά, ἐπῆγε ν᾿ ἀφήση τήν ἀγελάδα της στό κοπάδι. Καί πηγαίνοντας τήν ἀγελάδα τό πρωΐ, τό κοπάδι ἤδη εἶχε φύγει ἀπό τό χωριό κι ἔπρεπε τώρα νά τήν πάη στήν πεδιάδα, ὅπου εἶχε φθάσει τό κοπάδι. Τήν μετέφερε μακριά, ἀλλά ἤθελε νά πάη καί στήν ἐκκλησία, ἀλλά ἄργησε πολύ καί εἶπε μέ τό μυαλό της: «Ἄσε, θά πάω μέ τά ἀναγκαῖα στήν ἐκκλησία αὔριο, διότι σήμερα δέν ἔχω καιρό». Καί τήν ἴδια ἡμέρα δέν ἔφερε τίποτε στόν ἐργάτη αὐτόν ὁ Ἄγγελος.
Καί ἄρχισε νά κλαίη καί νά λέγη:
-Ἀλλοίμονο σέ μένα! Ἴσως ἡ γυναῖκα μου ἐξέχασε σήμερα νά μοῦ στείλη κάτι. Ὁπότε τώρα θά ἀποθάνω ἀπό τήν πεῖνα!
Ἀλλά ἡ δυστυχισμένη ἐκείνη γυναῖκα, δέν ἐπῆγε τά ἀναγκαῖα στήν ἐκκλησία, τά ἐπῆγε ὅμως τήν δεύτερη ἡμέρα.
Καί πάλι τήν δεύτερη ἡμέρα ἦλθε ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου καί τοῦ ἔφερε περισσότερα κεριά, δύο μπουκάλια κρασί, δύο πρόσφορα. Καί τοῦ εἶπε:
-Ἡ γυναῖκα σου χθές ἦταν μέ τήν ἀγελάδα στό κοπάδι καί δέν εἶχε χρόνο νά πάη στήν ἐκκλησία, ἀλλά σήμερα μετέφερε δύο πρόσφορα καί δύο μπουκάλια κρασί καί ἐγώ τά ἔφερα ὅλα σέ σένα.
Καί χάρηκε πολύ αὐτός ὁ χριστιανός, ὅταν εἶδε ὅτι ἡ γυναῖκα του ἔχει στόν νοῦ της νά κάνη κάθε ἡμέρα μνημόσυνα.
Ἔκανε τήν προσευχή του καί ἔφαγε. Καί δέν εἶδε τόν Ἄγγελο γιατί ἤδη εἶχε φύγει.
Μετά σκεπτόταν: «Κύριε καί Θεέ μου, ἐάν τόσο ἔλεος καί εὐσπλαγχνία δείχνεις σέ μένα πού εἶμαι ἐδῶ κάτω στά χώματα! Πῶς νά Σέ εὐχαριστήσω ἐγώ; Τί ἠμπορῶ ἐγώ, ἄνθρωπος ἁμαρτωλός, νά κάνω γιά Σένα γιά νά σ᾿ εὐχαριστήσω; Καί μετά σκεπτόταν: «Τώρα ἡ καημένη ἡ γυναῖκα μου κάνει τά μνημόσυνά μου κάθε ἡμέρα μέχρι τίς 40 ἡμέρες. Μετά ἀπό τήν προθεσμία αὐτή, τί θά κάνω ἐγώ ἐδῶ; Πῶς θά ζήσω; Θά ἀποθάνω....
Καί πάλι ἔλεγε μέσα του: «Ἐσύ, Κύριε, πού ἔβαλες στήν σκέψι τῆς γυναίκας μου νά μοῦ μεταφέρη πρόσφορο καί κρασί στήν ἐκκλησία, βοήθησέ νά βγῶ κι ἀπό ᾿δῶ μέσα, διότι Ἐσύ μπορεῖς νά κάνης τά πάντα. Ἐνῶ, ἐάν θ᾿ἀποθάνω στίς 40 ἡμέρες, συγχώρεσέ με γιά τίς ἁμαρτίες μου».
Ἔτσι ἡ γυναῖκα του συνέχιζε κάθε ἡμέρα νά κάνη τά μνημόσυνά του καί ὁ Ἄγγελος τά ἐπήγαινε νά ζήση στήν σπηλιά του, κάτω ἀπό τά χώματα.
Μετά ἀπό 40 ἡμέρες, ἐνῶ στεκόταν σέ προσευχή, ἦλθε ὁ Ἄγγελός του μέ μία φλογίνη ρομφαία. Διέσχισε τό βουνό στά δύο, ἐπῆρε τόν ἐργάτη καί τόν μετέφερε στό σπίτι του, στήν Ἑλλάδα, ἀκριβῶς ἔξω ἀπό τό σπίτι του.
Ἐκείνη τήν στιγμή μόλις ἐπέστρεφε ἡ γυναῖκα του ἀπό τήν ἐκκλησία. Ὅταν τόν εἶδε, ἔβαλε τίς φωνές λέγοντας:
-Ἀλλοίμονό μου, ποιός εἶναι αὐτός;
Ὅταν τόν εἶδε καλά ὅτι ἦταν ὁ ἄνδρας της, ἄρχισε νά κλαίη. Τόν ἐρώτησε:
-Ἄνθρωπέ μου, ἀπό ποῦ ἔρχεσαι; Ἐγώ ἄκουσα ὅτι ἤσουν πεθαμένος καί σοῦ ἔκαμα μνημόσυνα ἐπί 40 ἡμέρες κάθε ἡμέρα!
Αὐτός τῆς εἶπε: -Μά τήν ἀλήθεια, μεγάλη καλωσύνη ἔδειξες σέ μένα! Καί τῆς εἶπε ἀκριβῶς, τί τοῦ συνέβη. Καί οἱ δυό τους ἐχάρησαν καί ἐξεπλάγησαν.
Ὅταν ἀκούσθηκε καί ἀλλοῦ αὐτό τό θαῦμα, ὁ ἱερεύς ἐκάλεσε αὐτόν τόν στρατιώτη νά ὑπάγουν μαζί στόν ἐπίσκοπο τῆς περιοχῆς καί νά τοῦ εἰπῆ τά πάντα ἀπό τήν ἀρχή, ὅπως συνέβησαν. Καί τοῦ διηγήθηκε τά πάντα ἀπό τήν ἀρχή. Ἔτσι ἀπό τότε γράφθηκε αὐτή ἡ ἱστορία γιά νά μάθουμε κι ἐμεῖς τί δύναμι πού ἔχει ἡ προσευχή.
Ἔτσι κι ἐμεῖς, πόσες ἄραγε φορές προσευχήθηκαν καί θυσιάσθηκαν γιά ἐμᾶς οἱ γονεῖς μας, ὁ πατέρας καί ἡ μητέρα μας; Πόσες φορές μέ τήν προσευχή καί τά δάκρυα τους μᾶς ἐπανέφεραν πάλι τήν ὑγεία μας, μᾶς ἐβοήθησαν στίς δυσκολίες της ζωῆς μας, μᾶς ἐνίσχυσαν στήν πίστι καί μᾶς ἐκράτησαν μέ τίς συμβουλές τους κοντά στόν Χριστό; Νά προσευχώμεθα καί ἐμεῖς για τούς γονεῖς μας, γιά τούς ἀσθενεῖς καί γι᾿ αὐτούς πού εἶναι σέ κινδύνους. Νά προσευχώμεθα γιά τούς πτωχούς, γιά τά ὀρφανά, γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους, γιά τούς ζωντανούς καί τούς ἀποθαμένους, γιά τήν διατήρησι τῆς ἁγίας Πίστεώς μας καί εἴθε ὅλους μας νά μᾶς ἐλεήση ὁ Θεός μέ τήν ἄπειρη πατρική Του ἀγάπη. Ἀμήν.
(Μέρος Β'). Τελευταῖο
Ἐκλεκτές διηγήσεις καί προσευχές γιά μικρά παιδιά
Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου
Στίς 20 ἡμέρες ἡ γυναῖκα του, ἔχοντας πολλή πτώχεια στό σπίτι, διότι εἶχε καί παιδιά, ἐπῆγε ν᾿ ἀφήση τήν ἀγελάδα της στό κοπάδι. Καί πηγαίνοντας τήν ἀγελάδα τό πρωΐ, τό κοπάδι ἤδη εἶχε φύγει ἀπό τό χωριό κι ἔπρεπε τώρα νά τήν πάη στήν πεδιάδα, ὅπου εἶχε φθάσει τό κοπάδι. Τήν μετέφερε μακριά, ἀλλά ἤθελε νά πάη καί στήν ἐκκλησία, ἀλλά ἄργησε πολύ καί εἶπε μέ τό μυαλό της: «Ἄσε, θά πάω μέ τά ἀναγκαῖα στήν ἐκκλησία αὔριο, διότι σήμερα δέν ἔχω καιρό». Καί τήν ἴδια ἡμέρα δέν ἔφερε τίποτε στόν ἐργάτη αὐτόν ὁ Ἄγγελος.
Καί ἄρχισε νά κλαίη καί νά λέγη:
-Ἀλλοίμονο σέ μένα! Ἴσως ἡ γυναῖκα μου ἐξέχασε σήμερα νά μοῦ στείλη κάτι. Ὁπότε τώρα θά ἀποθάνω ἀπό τήν πεῖνα!
Ἀλλά ἡ δυστυχισμένη ἐκείνη γυναῖκα, δέν ἐπῆγε τά ἀναγκαῖα στήν ἐκκλησία, τά ἐπῆγε ὅμως τήν δεύτερη ἡμέρα.
Καί πάλι τήν δεύτερη ἡμέρα ἦλθε ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου καί τοῦ ἔφερε περισσότερα κεριά, δύο μπουκάλια κρασί, δύο πρόσφορα. Καί τοῦ εἶπε:
-Ἡ γυναῖκα σου χθές ἦταν μέ τήν ἀγελάδα στό κοπάδι καί δέν εἶχε χρόνο νά πάη στήν ἐκκλησία, ἀλλά σήμερα μετέφερε δύο πρόσφορα καί δύο μπουκάλια κρασί καί ἐγώ τά ἔφερα ὅλα σέ σένα.
Καί χάρηκε πολύ αὐτός ὁ χριστιανός, ὅταν εἶδε ὅτι ἡ γυναῖκα του ἔχει στόν νοῦ της νά κάνη κάθε ἡμέρα μνημόσυνα.
Ἔκανε τήν προσευχή του καί ἔφαγε. Καί δέν εἶδε τόν Ἄγγελο γιατί ἤδη εἶχε φύγει.
Μετά σκεπτόταν: «Κύριε καί Θεέ μου, ἐάν τόσο ἔλεος καί εὐσπλαγχνία δείχνεις σέ μένα πού εἶμαι ἐδῶ κάτω στά χώματα! Πῶς νά Σέ εὐχαριστήσω ἐγώ; Τί ἠμπορῶ ἐγώ, ἄνθρωπος ἁμαρτωλός, νά κάνω γιά Σένα γιά νά σ᾿ εὐχαριστήσω; Καί μετά σκεπτόταν: «Τώρα ἡ καημένη ἡ γυναῖκα μου κάνει τά μνημόσυνά μου κάθε ἡμέρα μέχρι τίς 40 ἡμέρες. Μετά ἀπό τήν προθεσμία αὐτή, τί θά κάνω ἐγώ ἐδῶ; Πῶς θά ζήσω; Θά ἀποθάνω....
Καί πάλι ἔλεγε μέσα του: «Ἐσύ, Κύριε, πού ἔβαλες στήν σκέψι τῆς γυναίκας μου νά μοῦ μεταφέρη πρόσφορο καί κρασί στήν ἐκκλησία, βοήθησέ νά βγῶ κι ἀπό ᾿δῶ μέσα, διότι Ἐσύ μπορεῖς νά κάνης τά πάντα. Ἐνῶ, ἐάν θ᾿ἀποθάνω στίς 40 ἡμέρες, συγχώρεσέ με γιά τίς ἁμαρτίες μου».
Ἔτσι ἡ γυναῖκα του συνέχιζε κάθε ἡμέρα νά κάνη τά μνημόσυνά του καί ὁ Ἄγγελος τά ἐπήγαινε νά ζήση στήν σπηλιά του, κάτω ἀπό τά χώματα.
Μετά ἀπό 40 ἡμέρες, ἐνῶ στεκόταν σέ προσευχή, ἦλθε ὁ Ἄγγελός του μέ μία φλογίνη ρομφαία. Διέσχισε τό βουνό στά δύο, ἐπῆρε τόν ἐργάτη καί τόν μετέφερε στό σπίτι του, στήν Ἑλλάδα, ἀκριβῶς ἔξω ἀπό τό σπίτι του.
Ἐκείνη τήν στιγμή μόλις ἐπέστρεφε ἡ γυναῖκα του ἀπό τήν ἐκκλησία. Ὅταν τόν εἶδε, ἔβαλε τίς φωνές λέγοντας:
-Ἀλλοίμονό μου, ποιός εἶναι αὐτός;
Ὅταν τόν εἶδε καλά ὅτι ἦταν ὁ ἄνδρας της, ἄρχισε νά κλαίη. Τόν ἐρώτησε:
-Ἄνθρωπέ μου, ἀπό ποῦ ἔρχεσαι; Ἐγώ ἄκουσα ὅτι ἤσουν πεθαμένος καί σοῦ ἔκαμα μνημόσυνα ἐπί 40 ἡμέρες κάθε ἡμέρα!
Αὐτός τῆς εἶπε: -Μά τήν ἀλήθεια, μεγάλη καλωσύνη ἔδειξες σέ μένα! Καί τῆς εἶπε ἀκριβῶς, τί τοῦ συνέβη. Καί οἱ δυό τους ἐχάρησαν καί ἐξεπλάγησαν.
Ὅταν ἀκούσθηκε καί ἀλλοῦ αὐτό τό θαῦμα, ὁ ἱερεύς ἐκάλεσε αὐτόν τόν στρατιώτη νά ὑπάγουν μαζί στόν ἐπίσκοπο τῆς περιοχῆς καί νά τοῦ εἰπῆ τά πάντα ἀπό τήν ἀρχή, ὅπως συνέβησαν. Καί τοῦ διηγήθηκε τά πάντα ἀπό τήν ἀρχή. Ἔτσι ἀπό τότε γράφθηκε αὐτή ἡ ἱστορία γιά νά μάθουμε κι ἐμεῖς τί δύναμι πού ἔχει ἡ προσευχή.
Ἔτσι κι ἐμεῖς, πόσες ἄραγε φορές προσευχήθηκαν καί θυσιάσθηκαν γιά ἐμᾶς οἱ γονεῖς μας, ὁ πατέρας καί ἡ μητέρα μας; Πόσες φορές μέ τήν προσευχή καί τά δάκρυα τους μᾶς ἐπανέφεραν πάλι τήν ὑγεία μας, μᾶς ἐβοήθησαν στίς δυσκολίες της ζωῆς μας, μᾶς ἐνίσχυσαν στήν πίστι καί μᾶς ἐκράτησαν μέ τίς συμβουλές τους κοντά στόν Χριστό; Νά προσευχώμεθα καί ἐμεῖς για τούς γονεῖς μας, γιά τούς ἀσθενεῖς καί γι᾿ αὐτούς πού εἶναι σέ κινδύνους. Νά προσευχώμεθα γιά τούς πτωχούς, γιά τά ὀρφανά, γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους, γιά τούς ζωντανούς καί τούς ἀποθαμένους, γιά τήν διατήρησι τῆς ἁγίας Πίστεώς μας καί εἴθε ὅλους μας νά μᾶς ἐλεήση ὁ Θεός μέ τήν ἄπειρη πατρική Του ἀγάπη. Ἀμήν.
Μετάφρασις: Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης 2010
28 Σεπτεμβρίου 2013
Για να διαβάσετε τα υπόλοιπα πατήστε Ιστορίες Γέροντος Κλεόπα
http://anavaseis.blogspot.gr/2013/09/blog-post_5098.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου