Οἱ πλούσιοι ἐπτώχευσαν καί ἐπείνασαν. (Μέρος Β')
Ἐκλεκτές διηγήσεις καί προσευχές γιά μικρά παιδιά
Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου
Βασανιζόταν λοιπόν μ᾿ αὐτά τά προβλήματά του, ὁπότε ἐπέρασε ἀπό ἐκεῖ ἕνας γέροντας ἀσκητής καί ὁ βασιλεύς στάθηκε μπροστά του. Βλέποντάς τον μέσα στήν νύκτα ὁ ἀσκητής ταράχθηκε καί ἤθελε νά φύγη, γιατί ἐνόμισε ὅτι εἶναι φάντασμα πού βγῆκε ἀπό τήν λίμνη. Ὁ βασιλεύς ἔκραξε ἔτρομος:
-Στάσου, μήν φεύγης, διότι δέν εἶμαι ἄνθρωπος κακός. Μή φοβᾶσαι ἀπό μένα. Ἐπέρασαν ἀπό ἐδῶ μερικοί ληστές, οἱ ὁποῖοι μοῦ ἐπῆραν τά ροῦχα μου καί γι᾿ αὐτό εἶμαι τώρα ἔτσι, ὅπως μέ βλέπεις. Δός μου σέ παρακαλῶ ἕνα ὑποκάμισο, ἐάν ἔχης, γιά νά μπορέσω νά πάω στό σπίτι μου, διότι πολύ βασανίζομαι ἐδῶ.
Καί ὁ γέροντας ἀσκητής τοῦ ἔδωσε ἕνα παλαιό δικό του ἔνδυμα, γεμᾶτο ἀπό μπαλώματα, ἀλλά ἦταν καλλίτερο ἀπό τό τίποτε γιά νά τόν ζεστάνη καί νά μή περπατᾶ γυμνός. Καί ἐπῆγε ὁ βασιλεύς ντυμένος σάν ἕνας ζητιᾶνος καί ὅσοι τόν ἔβλεπαν γελοῦσαν, μή γνωρίζοντας ποιός εἶναι.
Καί περπατώντας ὁ βασιλεύς γιά τήν πόλι, οἱ ἄνθρωποι ἀπεμακρύνοντο ἀπό κοντά του, διότι τόν θεωροῦσαν κάποιον ληστή, ἄλλοι τόν περιγελοῦσαν καί τά σκυλιά τόν ἀκολουθοῦσαν. Καί μόνο αὐτός ἤξερε πῶς ἔφθασε στό κοντινό χωριό σ᾿ἕνα ὑπάλληλό του, τόν ὁποῖο εἶχε διορίσει ἐκεῖ ὡς φύλακα στά σύνορα τοῦ χωριοῦ του. Αὐτός ἀνῆκε στήν χορωδία τῶν κιθαρωδῶν πού τόν εἶχαν μεταφέρει μέχρι τήν λίμνη. Θέλοντας νά μπῆ ὁ βασιλεύς στήν αὐλή αὐτοῦ τοῦ δικοῦ του ἀνθρώπου, οἱ φύλακες καί οἱ ἐργάτες τόν ἔδιωχναν καί τόν περιγελοῦσαν.
-Τί ζητεῖς ἐσύ, ζητιᾶνε ἐδῶ; Χαμένε!
Θέλω νά συνομιλήσω μέ τόν ἄρχοντά σας, τούς εἶπε ὁ βασιλεύς.
-Ἀλλά ἐσύ δέν κυττάζεις τόν ἑαυτό σου πῶς εἶσαι ντυμένος; Καί τέτοια ὥρα νύκτα ἔρχεσαι στό ἀφεντικό μας! Φῦγε ἀπ᾿ ἐδῶ πρίν νά πάρουμε τά ρόπαλα καί σέ σπάσουμε στό ξύλο!
Δέν ἄφησαν τόν βασιλέα νά μπῆ μέσα. Ἐκεῖνος ὅμως τόν ἔκραζε μέ δυνατή φωνή ἀπό ἔξω. Τόν ἄκουσε τό ἀφετνικό καί ἀνεγνώρισε τήν φωνή τοῦ βασιλέως, ἀλλά δέν ἀντιλαμβανόταν τί ζητοῦσε τέτοια ὥρα ἐκεῖ, διότι αὐτός (μέ τήν μορφή τοῦ ἀγγέλου) εἶχε πάει μέ τήν ἀκολουθία του ἐνωρίτερα στό παλάτι. Καί βγῆκε στό μπαλκόνι νά ἰδῆ ποιός εἶναι. Καί εἶδε ἕνα ζητιᾶνο, πού τόν καλοῦσε μέ τό ὄνομά του. Ὅμως, ὅταν ἐπλησίασε περισσότερο, εἶδε ὅτι ἦταν ὁ βασιλεύς.
-Γιατί ἐκάνατε αὐτό τό παιγνίδι σέ μένα; Τόν ἐρώτησε ὁ βασιλεύς ὀργισμένος. Πῶς μέ ἀφήσατε μέσα στό νερό σχεδόν γυμνόν καί ἐφύγατε ὅλοι σας; Νά ξέρετε ὅτι αὔριο θά κόψω τά κεφάλια ὅλων σας.
Ὁ ἄρχοντας τό χωριοῦ δέν καταλάβαινε τί ἔπαθε ὁ βασιλεύς, διότι ἐγνώριζε ὅτι αὐτός τόν ἔφερε μαζί μέ ὅλους τούς αὐλικούς ἀπό τήν λίμνη στό παλάτι. Ἀλλά δέν ἦταν σίγουρος ὅτι ἦταν αὐτός ὁ βασιλεύς ἤ κάποιος ἄλλος πού τοῦ ὁμοίαζε καί ἤθελε νά τόν διακωμωδίση, διότι εἶχε φορέσει καί τά βασιλικά του ροῦχα!
Σκέφθηκε νά τόν διώξη, ἀλλά φοβήθηκε μήπως αὐτός εἶναι ἀληθινά ὁ βασιλεύς, διότι ἡ φωνή καί ἡ μορφή του ἦταν δικά του, ἀλλά μέ τό ζωστικό αὐτό τό μπαλωμένο τόν ἔβλεπε πρώτη φορά. Δέν ἐγνώριζε τί νά κάνη, διότι ἤξερε πολύ καλά ὅτι τόν συνώδευσε μέ τά μουσικά ὄργανα μέχρι τό παλάτι του καί μέ ἄλλους στρατιῶτες. Καί ἐρώτησε τόν βασιλέα, τόν ὁποῖον καί κατηγοροῦσε:
-Ἔε, βασιλεῦ, δέν ἐπήγαμε ὅλοι μαζί στό παλάτι σου; Δέν ἐφόρεσες τήν πορφύρα σου καί ἔβαλες τό στέμμα καί τό δακτυλίδι σου; Δέν σέ δέχθηκαν καί στά ἄλλα τά χωριά μέ μουσικά ὄργανα καί μέ λουλούδια;
Καί δέν καταλάβαιναν οὔτε ὁ ἕνας, οὔτε ὁ ἄλλος τί συνέβη. Ὁπότε, ὁ σπιτονοικοκύρης, ἄφησε τόν βασιλέα σπίτι του καί ἔτρεξε στό παλάτι νά ἰδῆ τί συμβαίνει. Ὅταν ἔφθασε ἐζήτησε νά συναντηθῆ μέ τόν βασιλέα διότι ἦταν ἐπείγουσα ἀνάγκη. Ἐξῆλθε πρός συνάντησί του ἡ βασίλισσα, πρός τήν ὁποίαν εἶπε:
-Θέλω νά μιλήσω μέ τόν βασιλέα, διότι εἶναι ἕνα θέμα πολύ σοβαρό.
-Δέν γίνεται, ἀναπαύεται τώρα. Τόν ἄφησα ἤδη στό κρεββάτι του.
-Ξυπνῆστε τον, διότι πρέπει ὁπωσδήποτε νά ὁμιλήσω μαζί του.
Τότε ἐπῆγε ἡ βασίλισσα νά τόν ξυπνήση, ἀλλά ὅταν ἐπῆγε ἐκεῖ, δέν ἦταν κανείς στό κρεββάτι, παρά μόνο τά ροῦχα.
-Ἀλλοίμονο, δέν εἶναι ὁ βασιλεύς πουθενά.
Τότε τῆς εἶπε ὁ πρόεδρος καί φύλακας τοῦ χωριοῦ:
-Αὐτό σημαίνει ὅτι εἶναι αὐτός πού ἦλθε σέ μένα στό σπίτι μου, ἀλλά φαίνεται ὅτι ἔχασε τά μυαλά του. Ἦλθε ντυμένος σάν ἕνας ζητιᾶνος καί μοῦ λέγει γιατί δέν τόν περιμέναμε νά βγῆ ἀπό τό μπάνιο του καί τόν ἀφήσαμε μέσα στό νερό.
Τότε ἐπῆγαν ὅλοι στόν βασιλέα καί τόν ἔφεραν στό παλάτι.
Αὐτός, ὅπως ἦταν κουρασμένος, ἀμέσως ἔπεσε στί κρεββάτι. Στόν ὕπνο του τοῦ ἐμφανίσθηκε ἄγγελος Κυρίου καί τοῦ εἶπε:
-Γιατί ἀπηγόρευσες νά διαβάζεται στίς ἐκκλησίες ὁ λόγος τοῦ Κυρίου; «Πλούσιοι ἐπτώχευσαν...»; Ἐσύ δέν γνωρίζεις ὅτι ὁ Θεός σέ ἔκαμε βασιλέα κι Αὐτός σέ μιά στιγμή μπορεῖ νά σέ βγάλη ἀπό τήν βασιλεία σου; Εἶδες πόσο γρήγορα ἐπτώχυνες, ἐάν δέν ἔχης τήν βοήθεια τοῦ Κυρίου;
Καί σωφρονίσθηκε ὁ βασιλεύς καί ἀμέσως ἔδωσε ἐντολή σ᾿ ὅλη τήν ἐπικράτεια τῆς βασιλείας του νά ἐπανέλθη αὐτός ὁ στίχος τοῦ 33 ψαλμοῦ σέ κάθε ἀγρυπνία καί σέ κάθε ἀρτοκλασία. Μάλιστα ἔδωσε ἐντολή νά ψάλλεται τρεῖς φορές καί δυνατά νά ἀκούουν οἱ ἄνθρωποι ὅτι: ««Πλούσιοι ἐπτώχευσαν καί ἐπείνασαν οἱ δέ ἐκζητοῦντες τόν Κύριον, οὐκ ἐλαττωθήσονται παντός ἀγαθοῦ».
Ἐμεῖς νά γνωρίζουμε ὅτι ὅλα ὅσα ἔχουμε: περιουσίες, μυαλό, γνώσεις, βαθμούς, ὑγεία καί τιμή ὅλα εἶναι δωρεές τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ὅπως μᾶς τά ἔδωσε, ἔτσι μπορεῖ σέ κάθε στιγμή καί νά μᾶς τά πάρη, ἐάν δέν Τόν εὐχαριστοῦμε γιά ὅλα αὐτά καί γιά τήν πατρική πρόνοιά Του.
Ἀκόμη πρέπει νά ξέρουμε ὅτι δέν φέρει ὁ πλοῦτος τήν εὐτυχία, ἀλλά εὐτυχισμένος εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος πού θ᾿ ἀποκτήση τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς του, διότι αὐτός θά γίνη μεγαλύτερος ἀπ᾿ ὅλους τούς βασιλεῖς τοῦ κόσμου καί θά ζήση στόν ἄπειρο αἰῶνα μέ τόν Θεό καί μέ τούς Ἁγίους Του πάντοτε.
Μετάφρασις: Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης 1998
27 Ὀκτωβρίου 2013
Για να διαβάσετε τα υπόλοιπα πατήστε Ιστορίες Γέροντος Κλεόπα
http://anavaseis.blogspot.gr/2013/10/blog-post_6678.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου