Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2012

«Ενάρετοι άνθρωποι που γνωρίσαμε στο Άγιο Όρος στις μέρες μας». Μέρος Α'

«Ενάρετοι άνθρωποι που γνωρίσαμε στο Άγιο Όρος στις μέρες μας»
Συνομιλία με τους πατέρες του Ιερού Γρηγοριατικού Κελλίου
 των Ιωσαφαίων Καρυών

-Πόσα Χρόνια έχετε, πάτερ Βασίλειε, στο Άγιον Όρος;
-Σαράντα πέντε στα σαράντα έξι.
-Άραγε γνωρίσαμε κάποιους ανθρώπους του Θεού στα χρόνια που είσαστε εδώ;
-Μας αξίωσε η Παναγία μας να γνωρίσουμε αρκετούς ενάρετους αδελφούς μοναχούς και λαϊκούς.
-Θα μπορούσατε να μας διηγηθείτε κάτι γι’ αυτούς;
-Θα προσπαθήσω να θυμηθώ κάποια περιστατικά, αν και έχουν περάσει αρκετά χρόνια από τότε.
Π. Μάξιμος και π. Γεννάδιος Ιβηρίται και π. Γεώργιος και π. Παχώμιος από το κελλί του αγίου Γεωργίου του Φανερωμένου.

Η υπόθεση αυτή, που θα διηγηθώ, συνέβη πριν από είκοσι χρόνια.
΄Ηλθε ένας μοναχός από τη Μονή των Ιβήρων, ο π. Γεννάδιος, και ζήτησε την ευλογία από τον γέροντά μου, τον π. Ιωάσαφ. Του λέγει: « Να πάρω τον πατέρα Βασίλειο και να πάμε να επισκεφτούμε τον γέροντα Γεώργιο του Φανερωμένου;»

Με τον πατέρα Γεννάδιο είχαμε πάει κι άλλη φορά μαζί στον π. Γεώργιο. Τότε μας είχε πει, ότι ο γέροντάς του του είχε πει πριν από σαράντα χρόνια: « Μόλις εσύ παιδί μου φθάσεις στα ογδόντα σου χρόνια, τότε θα κοιμηθείς.
Ούτε νωρίτερα, ούτε αργότερα». Ο π. Γεώργιος ήτανε από το Σουφλί κι έμενε πολλά χρόνια στο κελλί του αγίου Γεωργίου του Φανερωμένου. Ο γέροντάς του λεγότανε Ευλόγιος και Παχώμιος ο παραδελφός του. Εκείνη την χρονιά, απ’ ότι υπολογίσαμε, συμπλήρωνε τα ογδόντα του χρόνια. Ήρθε λοιπόν ο π. Γεννάδιος από τη Μονή Ιβήρων – ήταν Ιούνιος μήνας – και είπε στον γέροντά μου: « Έχει ευλογία να πάμε να δούμε για τελευταία φορά τον π. Γεώργιο, γιατί απ’ ότι μας έχει πει, αυτή τη χρονιά θα κοιμηθή ».
Ο π. Γεννάδιος ήταν μοναχός της Μονής Ιβήρων. Ήταν και οδοντίατρος. Ο γέροντάς μου τον είχε βοηθήσει, όταν ερχόταν να γίνει μοναχός, θαυμαστώ το τρόπω. Έτυχε να συνταξιδεύουνε μαζί από τη Θεσσαλονίκη για την Ουρανούπολη και το Άγιον Όρος.
Ο π. Γεννάδιος παρακαλούσε την Παναγία, γιατί είχε ένα πρόβλημα: « Παναγία μου, τώρα που θα μπω στο λεωφορείο να ταξιδέψω στο Άγιο Όρος, σε παρακαλώ, ας βρεθή ένας γέροντας να καθήσω κοντά του, ένας Αγιορείτης ». Τότε βλέπει εκεί ότι το νούμερο που είχε στο εισιτήριο του, όταν μπήκε, ήταν δίπλα σε ένα γέροντα, και αυτός ήταν ο γέρων Ιωάσαφ, ο γέροντάς μας.
Συνταξιδέψανε λοιπόν μαζί μέχρι τις Καρυές και στο δρόμο συνομιλούσανε. Από τότε συνάψανε φιλία, που κράτησε μέχρι το τέλος της ζωής τους. Λοιπόν ο γέροντάς μου τον πήγε στον γέροντα Μάξιμο στην Ιερά Μονή των Ιβήρων. Εκεί έγινε υποτακτικός του γέροντος Μαξίμου, που ήταν προσμονάριος 50 χρόνια στην Παναγία την Πορταΐτισσα.
Θα κάνω μία παρένθεση: Ο γέροντας Μάξιμος, δεν ξέρω αν τον γνωρίζετε, πήγαινε  κι άναβε το καντηλάκι κάθε βράδυ σε ένα προσκύνημα της Μονής των Ιβήρων που το λένε Φλουρί, επειδή εκεί η Παναγία μας είχε δώσει σ’ ένα φτωχό –το γνωστό αυτό θαύμα – ένα φλουρί. Ένα βραδάκι ακούει ο π. Μάξιμος μία φωνή που του έλεγε: «Γέροντα Μάξιμε, να μου κτίσης μια Εκκλησία εδώ πέρα». Ο γερό-Μάξιμος λέει: «Πειρασμός θα είναι».
Δεν έδωσε σημασία. Έκανε τον σταυρό του. Στην συνέχεια επαναλαμβάνεται η ίδια φράση: «Γέροντα Μάξιμε, θέλω να μου κτίσης μια Εκκλησία εδώ». « Μπα! », λέει¨ «ποιος να μιλάη; Πειρασμός θα είναι».
Έκανε τον σταυρό του. Για Τρίτη φορά: « Γέροντα Μάξιμε, θέλω μία Εκκλησία να μου κτίσης εδώ ». « Δεν μπορώ, δεν έχω δυνατότητες , απάντησε ο γέρο-Μάξιμος. «Θα σε βοηθήσω εγώ», του λέει. Εκεί ήταν πολύ μικρό προσκυνηταράκι –από αυτά τα εκκλησάκια που βάζουν στους δρόμους- και κάθε απόγευμα πήγαινε μετά τον Εσπερινό και άναβε το καντηλάκι.
Υπήρχε και το τεράστιο δέντρο εκεί, που είχε καθίσει ο φτωχός από κάτω και έκλαιγε, ο πεινασμένος. Πήρε από τότε μια μεγάλη χαρά ο γέρο-Μάξιμος και πολλή ψυχική δύναμη και άρχισε να συλλέγη μόνος του τα υλικά εκεί πέρα, κουβαλώντας, απ’ ότι μας έλεγε ο καημένος, στον ώμο τις πέτρες, τα χαλίκια και τα τσιμέντα. Έτσι έκτισε αυτό που μέχρι σήμερα υπάρχει και το αγιογράφησε από μέσα. Εκεί έζησε τα τελευταία εφτά χρόνια της ζωής του. Κοιμήθηκε βέβαια στο μοναστήρι. Αυτός ο π. Γεννάδιος, που σας λέω, ήταν υποτακτικός του γέροντος Μαξίμου.
Έρχεται, λοιπόν, ο π. Γεννάδιος στον γέροντα εδώ και του λέγει: « Γερο-Ιωάσαφ, δώσε μου τον πατέρα Βασίλειο, να μην πάω μόνος μου, να πάμε παρέα, να δούμε τον πατέρα Γεώργιο, γιατί φέτος μας είπε ότι θα κοιμηθή ». «Πάρ’ τον», του λέει ο γέροντας.
Στον δρόμο, καθώς πηγαίναμε προς το κελλί του αγίου Γεωργίου του Φανερωμένου, μου λέει ο π. Γεννάδιος: «Πάτερ Βασίλειε, εσύ που είσαι παλαιότερος εδώ πέρα, έχω μια σφοδρά επιθυμία. Να βρούμε κανέναν ξυλογλύπτη , να μου κάνη μια καρδιά από ξύλο, και εγώ να κάνω μέσα την Παναγία χρυσή, γιατί ξέρω από σχέδιο. Να κάνω την Παναγία μας χυτή χρυσή, να την βάλουμε μέσα στην καρδιά.
Μάλιστα θα ήθελα στην καρδιά να έχη και τριαντάφυλλα», μου έλεγε. Του λέγω: « Αυτό είναι πανεύκολο ». Τότε υπήρχαν πολλοί ξυλογλύπται. « Θα πούμε σ’ ένα ξυλογλύπτη να σου κάνη μια καρδιά. Δεν είναι τίποτα αυτό. Εύκολο είναι. Μη στεναχωριέσαι ».
Μου λέγει: «Ξέρεις, πάτερ Βασίλειε; Την έχω την Παναγία μέσα στην καρδιά μου». Και όντως την αγαπούσε, την υπεραγαπούσε την Παναγία μας ο π. Γεννάδιος. Εκείνη την στιγμή που τα λέγαμε αυτά, από την απέναντι μεριά του δρόμου, να! Ένας γέροντας, ψηλός, ασπρογένης, μακρυγένης.
Του βάζουμε μετάνοια, Του φιλάμε το χέρι. Στον πατέρα Γεννάδιο, ο οποίος του φίλησε δεύτερος το χέρι, του δίνει ένα μαντηλάκι λέγοντάς του: «Πάτερ Γεννάδιε, αυτό για σένα». Τον αποκάλεσε με το όνομά του. Τον κοιτάζω εγώ και του λέγω: «Τον ξέρεις τον γέροντα αυτόν;». «Όχι», μου λέει. «Εσύ; Έχεις πολλά χρόνια εδώ πέρα, εγώ είμαι νέος μοναχός». «Όχι», του λέω. «Και εγώ πρώτη φορά τον βλέπω».
Κοιτάμε πίσω, για να δούμε τον γέροντα. Εξαφανίστηκε από τον δρόμο. «Έ», λέω¨ « κάπου θα πήγε μέσα στο δάσος. Για να δούμε τι σ’ έδωσε. Εμένα δεν μου έδωσε τίποτα», παραπονέθηκα. Ανοίγει το μαντηλάκι και βλέπουμε μία καρδιά με την Παναγία χρυσή μέσα, και μάλιστα την Πορταϊτισσα. Δεν ήταν οποιαδήποτε Παναγία, αλλά η Πορταϊτισσα.   
Τότε και εγώ πονήρεψα και του λέω: « Είχατε ραντεβού με τον γέροντα και με κορόϊδευες τόσην ώρα λέγοντάς μου, να βρούμε κάποιον ξυλογλύπτη να σου κάνη μια καρδιά». «Όχι», λέει. «Ούτε τον ξέρω ούτε τον έχω ξαναδεί». Αλλά τον αποκάλεσε με το όνομά το, εκείνη τη στιγμή που επιθυμούσε. Τάνκ!


Ετήσια έκδοσις της Ιεράς Μονής
Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους
Περίοδος Β' έτος 2007 αριθ. 32
σελ 88-97

Ἐπιμέλεια κειμένου   Αναβάσεις
 
________________________________________________
 http://anavaseis.blogspot.gr/2012/11/blog-post_7720.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου