Το καντήλι της θυσίας στο Κοιμητήριο των Εθνομαρτύρων της Κρύας Βρύσης δε σβήνει χάρη σε μια γερόντισσα
Κάθε μέρα θα μπει στο αγιασμένο κοιμητήριο στο «χωριό των αέρηδων και της φωτιάς» την Κρύα Βρύση Ρεθύμνου, και θα μιλήσει με τους 35 εθνομάρτυρες. Θα τους ρωτήσει η Ελευθερία Κανακάκη, η σεβάσμια αρχόντισσα «πως είναι η ζωή στον κόσμο που είναι», κι αν ο Θεός τους «έχει βάλει σε ξεχωριστή θέση». Θα τους πει για τα νέα του χωριού κι ύστερα με την πρέπουσα τιμή θα τους ανάψει το καντήλι και θα τους λιβανίσει.
Την επομένη θα ξαναμιλήσει μαζί τους… Αυτή η συνάντηση άρχισε και δεν τελειώνει παρά μόνο όταν θα την τελειώσει ο θάνατος.
Η επαφή είναι καθημερινή πρωί ή απόγευμα, και πολλές φορές και πρωί και απόγευμα, και έχει διάρκεια δεκαετιών που ούτε και η ίδια θυμάται! Σίγουρα, πάντως, το δρομολόγιο είναι πλέον του μισού αιώνα και το καντήλι των νεκρών ποτέ δεν έσβησε. Το θυμίαμα είναι η βαθιά ευγνωμοσύνη στους ήρωες και αναβλύζει από τις ψυχές των ζωντανών. Μένουν αιώνιοι…
"Από πού πηγάζει αυτό το καθήκον;" - τη ρωτάς και σου δίνει αυτόματα την απάντηση - και είναι ειλικρινής: «Αλήθεια δε θυμούμαι από πότε άρχισα να μπαίνω σ’ αυτό το χώρο. ‘Ημουνα κοπελιά κι έμπαινα στο κοιμητήριο. Αλίμονο μας αν ξεχάσουμε τσι νεκρούς μας. Εγώ το θεωρώ μεγάλη υποχρέωση…»
Και βέβαια αυτή η γερόντισσα με τη μεγάλη καρδιά μπαίνοντας στο θυσιαστήριο, εκεί που κάηκαν ζωντανοί με τον πιο φρικτό τρόπο οι άνθρωποι της Κρύας Βρύσης στις 22 Αυγούστου του ’44, από τα στρατεύματα του χιτλερικού φασισμού, τραντάζεται! Τα βιώματά της είναι σκληρά και θα την ακολουθούν μέχρι και την τελευταία της αναπνοή…
Το κανδήλι να μη σβήσει ποτέ ...
Ανήκει και αυτή η μεγαλόψυχη γερόντισσα στη γενιά που μεγάλωσε «στη φωτιά και στο ατσάλι», στη δεκαετία του ’20, που πορεύτηκε δρόμους μεγάλους με κοφτερά πετράδια αλλά αν και πληγωμένη άντεξε με δυναμισμό και αξιοπρέπεια. Και είναι μια γυναίκα, που παρά τα χρόνια της, είναι γεμάτη ζωντάνια και ενθουσιασμό λες και διάγει τη νεότητά της…
«Θέλω να μη σβήσει αυτό το καντήλι στο κοιμητήριο», λέει. «Μέσα στσι σκοτωμένους», συνεχίζει, «έχω αδερφό, έχω συγγενείς, έχω χωριανούς που ούλοι στο χωριό, λίγο-πολύ συγγενείς είναι.Τσι σκοτώσανε άδικα των αδίκων, ήτανε αθώοι άνθρωποι οι κακομοίρηδες».
- Ίσως άλλοι να μην αντέχουν μέσα στον τόπο της θυσίας…
«Μπαίνω μέσα και η ψυχή μου γίνεται μαύρη. Συνήθισα, όμως, τόσα χρόνια και δε μπορώ πια να μην πάω. Ας με πονούν και τα πόδια μου! Θέλω το καντήλι να μη σβήσει ποτέ. Αλλά οι παλιές που είχανε τσι σκοτωμένους ποθάνανε, φύγανε και τα κοπέλια τους δεν είναι στο χωριό. Να τους έχουμε στο νου μας πάντα…»
Θα μπορούσες μ’ αυτή της γυναίκα της γνησιότητας, να συζητάς ώρες ατέλειωτες και να μη χορταίνεις το νέκταρ της σοφίας της και των βιωμάτων της. Κι όμως, αυτές οι αριστοκράτισσες της απλότητας σιγά-σιγά βάζουν τελεία σε μια ηρωική εποχή και νιώθεις να ξεκολλά από τη ζωή σου ένα θεμέλιο. Τι να πούμε γι'αυτή την πολύπαθη λεβεντογυναίκα, που γεύτηκε την κατοχική βαρβαρότητα και θρήνησε στις μαύρες εποχές αδέλφια, συγγενείς και χωριανούς ήρωες; Τί άλλο να πει αυτός ο βράχος της ζωής; Αστραπιαία θα ταιριάξει τους στίχους:
Ούλα μου τα παραίτησα
και πράμα δεν θυμούμαι,
στα βάσανα βραδιάζομαι
και στσι καημούς κοιμούμαι.
Στο κοιμητήριο της Κρύας Βρύσης τον Οκτώβριο του 2011 κατά την επίσκεψη των απεσταλμένων του υπουργείου Δικαιοσύνης της Γερμανίας, στην έρευνά τους για τον εντοπισμό, μετά από σχεδόν εφτά δεκαετίες, Γερμανών πρωταγωνιστών στα ολοκαυτώματα και στις καταστροφές.
Από αριστερά οι δυο Γερμανοί δικαστές με τους Κώστα Ασουμανάκη, Ανδρέα Κανακάκη και Διογένη Βαβουράκη.
Πηγή madeincreta.gr
http://anavaseis.blogspot.gr/2012/11/blog-post_9396.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου