«Δυσκόλως οἱ τά χρήματα ἔχοντες εἰσελεύσονται εἰς τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ»
Ἀπόψεις Μ. Βασιλείου περὶ πλούτου
Κυριακή ΙΓ΄ Λουκᾶ. (Λουκᾶ ιη´ 18–27)
Ἀρχιμ. Μάρκου Μανώλη
Ὁ ἄρχων ἢ νεανίσκος τοῦ Εὐαγγελίου τῆς Κυριακῆς δὲν εἶναι ὁ ἴδιος μὲ τὸν νομικόν, ποὺ ἀναφέρεται εἰς τὴν παραβολὴν τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου.
Διότι ἐκεῖνος ἦτο πειραστὴς μὲ τὸ νὰ κάμνη εἰρωνικὰς ἐρωτήσεις, αὐτὸς δὲ τοῦ Εὐαγγελίου τῆς προσεχοῦς Κυριακῆς καλὰ μὲν ἐρωτοῦσεν, ἀλλὰ δὲν ἐδέχετο μὲ ὑπακοήν.
Διότι δὲν θὰ ἔφευγε λυπημένος ἀπὸ τὰς ἀπαντήσεις, ποὺ τοῦ ἔδιδε ὁ Κύριος, ἐὰν περιφρονητικῶς ἐρωτοῦσε.
Διὰ τοῦτο κάπως ἀνάμικτος φαίνεται ἡ συμπεριφορά του. Διότι ἄλλοτε ἡ Γραφὴ μᾶς τὸν δεικνύει ἄξιον ἐπαίνου, ἄλλοτε δὲ ἀθλιώτατον καὶ τελείως ἀπελπισμένον.
Ἦτο ἀξιέπαινος, διότι ἐγνώρισε τὸν ἀληθινὸν διδάσκαλον καὶ περιεφρόνησε τὴν ὑπερηφάνειαν τῶν φαρισαίων καὶ τὴν γνώμην τῶν νομικῶν (=θεολόγων) καὶ τὴν ἐνόχλησιν τῶν γραμματέων καὶ ἀπέδωσε τὴν ὀνομασίαν αὐτὴν εἰς τὸν μόνον ἀληθινὸν καὶ ἀγαθὸν διδάσκαλον.
Ἐκτὸς δὲ τούτου καὶ τὸ ὅτι ἐφάνη ὅτι φροντίζει πῶς θὰ ἠμποροῦσε νὰ κληρονομήση τὴν αἰώνιον βασιλείαν καὶ αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ ἀναγνωρίσωμεν. Ἀντιθέτως, ἐκεῖνο κρίνει τὴν ὅλην διάθεσίν του, ποὺ δὲν ἀποβλέπει εἰς τὸ πραγματικῶς καλόν, ἀλλὰ προσέχει αὐτὸ ποὺ ἀρέσει εἰς τοὺς πολλούς. Δηλαδή, ἐδιδάχθη σωτήρια μαθήματα ἀπὸ τὸν ἀληθινὸν διδάσκαλον καὶ δὲν τὰ ἐχάραξε εἰς τὴν καρδίαν του καὶ δὲν ἐφήρμοσεν εἰς τὴν πρᾶξιν τὰ διδάγματα, ἀλλὰ ἀπῆλθε λυπημένος, τυφλωμένος ἀπὸ τὸ πάθος τῆς φιλοπλουτίας.
Τὸν ὀνομάζεις διδάσκαλον καὶ δὲν κάμνεις αὐτά, ποὺ κάμνουν οἱ μαθηταί; Τὸν λέγεις ἀγαθὸν καὶ περιφρονεῖς αὐτά, ποὺ δίδει; Καὶ ὅμως εἶναι φανερὸν ὅτι αὐτός, ποὺ εἶναι ἀγαθός, παρέχει ἀγαθά. Καὶ ἐρωτᾶς μὲν νὰ μάθης διὰ τὴν αἰώνιον ζωήν, ἀποδεικνύεσαι ὅμως ὅτι ὁλόκληρος εἶσαι δεμένος εἰς τὴν ἀπόλαυσιν τοῦ παρόντος βίου.
Ποῖον δύσκολον, βαρὺ ἢ δυσβάστακτον λόγον σοῦ ἀπηύθυνε ὁ διδάσκαλος; «Πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς». Ἐὰν σοῦ ἐπρότεινε γεωργικὰς ἐργασίας ἢ τοὺς κινδύνους τοῦ ἐμπορίου ἢ ὅσα ἄλλα ἐπίπονα συμβαίνουν εἰς ὅσους κερδοσκοποῦν, ἔπρεπε σὺ δυσφορῶν διὰ τὴν προσταγὴν νὰ λυπηθῆς.
Ἐὰν ὅμως σοῦ ὑπόσχεται νὰ σὲ ἀναδείξη κληρονόμον τῆς αἰωνίου ζωῆς μ᾽ ἕνα τόσον εὔκολον δρόμον, ποὺ δὲν ἔχει κανένα κόπον καὶ ἱδρῶτα, δὲν χαίρεις διὰ τὴν εὐκολίαν τῆς σωτηρίας, ἀλλὰ φεύγεις μὲ ὀδύνην καὶ πένθος εἰς τὴν ψυχὴν καὶ ἀχρηστεύεις διὰ τὸν ἑαυτόν σου ὅλα ὅσα ἔχεις κοπιάσει μέχρι τώρα;
Διότι ἐὰν δὲν ἐφόνευσες, ὅπως σὺ λέγεις, οὔτε ἐμοίχευσες οὔτε ἔκλεψες οὔτε ἐψευδομαρτύρησες ἐναντίον κάποιου, αὐτὰ ὅλα σοῦ εἶναι ἀνώφελα, ἀφοῦ δὲν προσθέτεις τὸ ὑπόλοιπον, μὲ τὸ ὁποῖον θὰ μπορέσης νὰ εἰσέλθης εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.
Καὶ ἐὰν κάποιος ἰατρός σοῦ ὑπέσχετο νὰ σοῦ διορθώση ἀναπηρίας ἐκ φύσεως ἢ ἀπὸ ἀρρώστιαν, δὲν θὰ ἐχαίρεσο ὅταν τὸ ἄκουες; Τώρα ποὺ ὁ μεγάλος ἰατρὸς τῆς ψυχῆς θέλει νὰ σὲ τελειοποιήση ὡς πρὸς αὐτά, ποὺ κυρίως ὑστερεῖς δὲν δέχεσαι τὴν χάριν, ἀλλὰ πενθεῖς καὶ σκυθρωπάζεις; Εἶναι φανερὸν λοιπὸν ὅτι εἶσαι μακρὰν τῆς ἐντολῆς καὶ ψευδῶς ὡμολόγησες εἰς τὸν ἑαυτόν σου ὅτι ἔχεις ἀγαπήσει τὸν πλησίον σου σὰν τὸν ἑαυτόν σου.
Ἰδοὺ ἡ προσταγὴ τοῦ Κυρίου σὲ ἀποδεικνύει ὅτι ἀπέχεις πάρα πολὺ μακρυὰ ἀπὸ τὴν ἀληθινὴν ἀγάπην. Διότι ἐὰν αὐτό, ποὺ διεβεβαίωσες ἦτο ἀληθινόν, ὅτι δηλαδὴ ἐκ νεότητός σου ἐτήρησες τὴν ἐντολὴν τῆς ἀγάπης καὶ ἔδωκες εἰς τὸν καθένα τόσον ὅσον καὶ εἰς τὸν ἑαυτόν σου, τότε ἀπὸ ποῦ προέρχεται αὐτὴ ἡ χρηματικὴ περιουσία;
Διότι ἡ ἱκανοποίησις τῶν ἀναγκῶν τῶν πτωχῶν καταναλώνει τὸν πλοῦτον, ὅταν δηλαδὴ ὁ καθένας μὲν κρατῆ ὀλίγα διὰ τὴν ἱκανοποίησιν τῶν ἀναγκῶν του, ὅλοι δὲ μαζὶ μοιράζωνται τὰ ὑπάρχοντα, ποὺ ἐξοδεύονται δι᾽ ὅλους.
Ὥστε αὐτὸς ποὺ ἀγαπᾶ τὸν πλησίον σὰν τὸν ἑαυτόν του δὲν κατέχει τίποτε περισσότερον ἀπὸ τὸν πλησίον. Ἀλλὰ φαίνεσαι νὰ ἔχης πολλὰ κτήματα. Ἀπὸ ποῦ αὐτά; Εἶναι φανερὸν ὅτι προτιμοῦσες τὴν ἰδικήν σου ἀπόλαυσιν ἀπὸ τὴν παρηγορίαν τῶν πολλῶν.
Ὅσον ὑπερέχεις κατὰ τὸν πλοῦτον, τόσον ὑστερεῖς κατὰ τὴν ἀγάπην. Διότι πρὸ πολλοῦ θὰ εἶχες σκεφθῆ νὰ ἀπομακρύνης τὰ χρήματα, ἐὰν εἶχες ἀγαπήσει τὸν πλησίον. Τώρα δὲ τὰ χρήματα εἶναι δεμένα μαζί σου περισσότερον ἀπὸ τὰ μέλη τοῦ σώματος, καὶ ὁ χωρισμὸς ἀπὸ αὐτὰ σὲ λυπεῖ σὰν τὸν ἀκρωτηριασμὸν τῶν χρησιμωτέρων μελῶν.
Διότι, ἐὰν εἶχες ἐνδύσει τὸν γυμνόν, ἐὰν εἶχες δώσει τὸν ἄρτον σου εἰς αὐτὸν ποὺ πεινᾶ, ἐὰν ἡ πόρτα σου εἶχεν ἀνοιγῆ εἰς κάθε ξένον, ἐὰν εἶχες γίνει πατέρας τῶν ὀρφανῶν, ἐὰν συνέπασχες μὲ κάθε ἀδύνατον, διὰ ποῖα τώρα χρήματα θὰ ἐδοκίμαζες λύπην; Ποῦ δὲ θὰ ἐδυσκολευόσουν νὰ διαθέσης τὰ ὑπόλοιπα, ἐὰν ἀπὸ πολλοῦ εἶχες σκεφθῆ νὰ τὰ μοιράζης εἰς τοὺς ἐνδεεῖς;
Ἔπειτα, εἰς μὲν τὰς πανηγύρεις κανένας δὲν λυπεῖται νὰ πωλῆ τὰ ὑπάρχοντά του καὶ νὰ ἀποκτᾶ ἀντ᾽ αὐτῶν αὐτά, ποὺ χρειάζεται. Ἀλλὰ μὲ ὅσον μικροτέραν τιμὴν ἀγοράζει τὰ πολυτίμητα πράγματα, τόσο περισσότερον χαίρει, διότι ἡ συναλλαγή του ὑπῆρξε λαμπρά. Ἐσὺ δὲ λυπεῖσαι μὲ τὸ νὰ δίδης χρυσίον καὶ ἀργύριον καὶ κτήματα, δηλαδὴ μὲ τὸ νὰ προσφέρῃς λίθους καὶ χῶμα, διὰ νὰ ἀποκτήσῃς τὴν αἰώνιον ζωήν.
2. Ἀλλὰ τί τὸν χρειάζεσαι τὸν πλοῦτον; Θὰ ἐνδυθῆς μὲ ἔνδυμα; Δύο ποὺ ᾽χεις σοῦ ἀρκοῦν. Μήπως θὰ ἐξοδεύσης τὸν πλοῦτον εἰς τὴν διατροφήν; Ἕνας ἄρτος εἶναι ἀρκετός, διὰ νὰ γεμίσης τὴν κοιλίαν σου. Διατὶ λοιπὸν λυπεῖσαι; Σὰν τί νὰ στερῆσαι; τὴν δόξαν τοῦ πλούτου;
Ἀλλ᾽ ἐὰν δὲν ἀναζητήσης τὴν ἐπίγειον δόξαν, θὰ εὕρης τὴν πραγματικὴν ἐκείνην καὶ λαμπράν, ποὺ σὲ προάγει εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. Ἀλλὰ τὸ νὰ ἔχης ἁπλῶς τὸν πλοῦτον εἶναι πρᾶγμα ἀγαπητόν, ἔστω καὶ ἂν δὲν προκύπτη κανένα ὄφελος ἀπ᾽ αὐτόν.
Ὅτι λοιπὸν εἶναι ἀνόητος ἡ φροντίδα δι᾽ ἄχρηστα πράγματα, εἶναι εἰς ὅλους γνωστόν. Ἴσως σοῦ φανῆ παράδοξον αὐτό, ποὺ σκοπεύω νὰ εἴπω, εἶναι ὅμως ἀπὸ ὅλα τὸ πιὸ ἀληθινόν. Ὅταν ὁ πλοῦτος σκορπίζεται, κατὰ τὸν τρόπον, ποὺ ὁ Κύριος παραγγέλλει, εἶναι φυσικὸν νὰ παραμένη, ὅταν ὅμως φυλάσσεται εἶναι φυσικὸν νὰ ἀποξενώνεται.
Ἐὰν τὸν φυλάσσης, δὲν θὰ τὸν ἔχης, ἐὰν τὸν σκορπίσης, δὲν θὰ τὸν χάσης. Διότι «ἐσκόρπισε, ἔδωκε τοῖς πένησιν· ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα». Ὁ πλοῦτος διὰ τοὺς περισσοτέρους εἶναι ἀφορμὴ διὰ δαπάνας ματαίας. Φυλάττουν διὰ τοὺς ἑαυτούς των καὶ τὸ ὑπόλοιπον διὰ τὰ παιδιά τους. Χρῆσις ἀπό θεμα πολυτέλεια σπιτιῶν, κοσμικαὶ ἐπιδείξεις.
Ἄνεσιν εἰς τὰς πορείας (αὐτοκίνητα), ἄνετον ζωὴν εἰς τὸ σπίτι. Χίλια ἁμάξια, ὑπηρέται – προσωπικὸν καὶ μάγειροι κ.λπ. Λουτρὰ εἰς πόλιν, λουτρὰ ἐξοχικά, σπίτια περίλαμπρα,
3. Ὅταν ὁ πλοῦτος, ποὺ διαμοιράζεται εἰς ἀπείρους ἀνάγκας περισσεύῃ, παραχώνεται εἰς τὴν γῆν καὶ φυλάσσεται εἰς μέρη μυστικά. (Περιστατικὸν μὲ πλούσιον, ποὺ ἐκλείσθη μέσα). Ἀπρόβλεπται ἀνάγκαι. Τὸ πάθος τοῦ νεανίσκου ὁμοιάζει μὲ ὁδοιπόρον, ποὺ κατέλυσε πρὸ τῆς πόλεως.
Ὅλα τὰ ἄλλα τὰ κάμνουν, ὄχι ὅμως εἰς ἀπομάκρυνσιν ὑπαρχόντων. Ἀνέξοδος εὐλάβεια (νηστεύουν, προσεύχονται, στενάζουν, δὲν ἀφήνουν ὅμως οὔτε ἕνα ὀβολόν). Ποῖον τὸ ὄφελος; Δὲν τοὺς δέχεται ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. «Εὐκοπώτερον κάμηλον διὰ τρυμαλιᾶς ραφίδος διελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν».
Πῶς θὰ ζήσωμεν; Ποία ἡ μορφὴ τοῦ κόσμου, ὅταν ὅλοι πωλοῦν καὶ ὅλα ἐγκαταλείπωνται; Μὴ μὲ ἐρω τᾶς διὰ τὸ νόημα τῶν ἐντολῶν τοῦ Δεσπότου. Συνδυασμὸς ἀ δυ νάτου καὶ νόμου. Ζυγίζεται ὁ καθείς: πρὸς τὴν ἀληθινὴν ζωὴν ἢ πρὸς τὴν προσωρινὴν ἀπόλαυσιν. Διατὶ λυπεῖσαι ὅταν ἀκοῦς: «Πώλησον τὰ ὑπάρχοντά σου»; Εἰς τὸ μέλλον δὲν σὲ συνοδεύουν.
Ἐὰν μένουν, διατὶ νὰ μὴ ἔχωμεν κέρδος. Κάμνεις συναλλαγὴ (Χρυσάφι καὶ Αὐτοκίνητο). Μὲ φθαρτὰ νὰ ἀγοράζης οὐράνιον βασιλείαν. Δακρύζεις καὶ ἀρνεῖσαι καὶ δὲν δίδεις μὲ μυρίας προφάσεις.
4. Ἐνδύεις τοίχους καὶ ὄχι ἀνθρώπους. Στολίζεις ἄλογα, ἀλλὰ περιφρονεῖς γυμνοὺς ἀδελφούς σου. Καταμουχλιάζει τὸ σιτάρι καὶ δὲν τρέφεις πεινῶντας.
Κρύπτεις χρυσὸν καὶ καταφρονεῖς τὸν ἔχοντα ἀνάγκην. Ἀπαιτήσεις γυναικός, ποὺ ἀγαπᾶ πλοῦτον, ἀρρώστια διπλασία. Τέρψεις, φιληδονίαι, ἐπιθυμίαι. Ἀναπνοὴ δὲν παίρνει ὁ ἄνδρας ἀπὸ τὰς παραγγελίας τῆς γυναικός.
Κανένας πλοῦτος δὲν εἶναι ἀρκετὸς νὰ ἐξυπηρετήση τὰς γυναικείας ἐπιθυμίας, οὔτε καὶ ἐὰν ἀκόμη ρέη ἀπὸ ποταμούς. Διὰ πονηρὰς γυναικείας ἐπιθυμίας προθύμως δίδονται. Διὰ πτωχοὺς ὄχι. Δὲν ἠλέησες. Δὲν θὰ ἐλεηθῆς.
5. Ὁ ἅδης δὲν εἶπεν ἀρκεῖ· οὔτε ὁ πλεονέκτης εἶπε ποτὲ ἀρκετό.
6. Διὰ ποῖον σκοπὸν ἔγινε ἡ μελέτη τῶν πραγμάτων. Γιατί τὰ κάνεις; Κριτήριον Χριστοῦ. Θὰ παρα- στοῦν ὅλοι οἱ ἀδικηθέντες. Πῶς θὰ συγκινηθῆ ὁ πλούσιος. Λίθινη καρδιά.
7. Ὁ χρυσὸς εἶναι πέτρα. Ποῖον ἐλυπήθη ὁ θάνατος διὰ τὰ πλούτη του; Ἀρρώστιαι καὶ χρήματα. Ὡς πότε ὁ χρυσὸς θὰ εἶναι ἡ ἀγχόνη τῶν ψυχῶν, τὸ ἀγκίστρι τοῦ θανάτου; Τὸ δόλωμα τῆς ἁμαρτίας; Ὡς πότε ὁ πλοῦτος θὰ εἶναι ἡ αἰτία τοῦ πολέμου, διὰ τὸν ὁποῖον κατασκευάζονται ὅπλα καὶ ἀκονίζονται τὰ ξίφη;
Ἐγκλήματα – Μίση – διὰ τὸν πλοῦτον. Ὁ πλοῦτος διὰ τὰ παιδιά. Ἐζητοῦσες παιδιά, διὰ νὰ παραβιάσης ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ; Διὰ νὰ μὴ φθάσης εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν.
8. Ἄτεκνοι ποίαν δικαιολογίαν. Λόγῳ τῶν ἀναγκῶν τῆς ζωῆς. Φρονιμώτερος ἀπὸ τὸν Δεσπότην. Μετὰ θάνατον. Κανένας μετὰ τὴν διάλυσιν τῆς πανηγύρεως δὲν ἐμπορεύεται. Οὔτε στεφανώνεται κανείς, ὅταν ἔλθη μετὰ τοὺς ἀγῶνας. Οὔτε ἀνδραγαθεῖ κανεὶς μετὰ τὸν πόλεμον.
9. Νὰ προσφέρης ζωντανὴν τὴν θυσίαν. Κάμετα ὅλα ἰδικά σου, κουβάλησέτα ὅλα, νὰ μὴ ἐγκαταλείψη εἰς ἄλλους τὸν πλοῦτον. Ἐκ τῶν προτέρων νὰ ἑτοιμάσης τὰ ἐντάφια ἐφόδια. Ἡ εὐσέβεια εἶναι καλὸν ἐντάφιον.
Ἀφοῦ ἐνδυθῆς ὅλα, φύγε ἀπὸ τὴν ζωήν. Ἔχετον μαζί σου. Νὰ ὑπακούσης εἰς τὸν καλὸν σύμβουλον τὸν Χριστόν, ποὺ σὲ ἠγάπησε, ποὺ ἐπτώχευσε πρὸς χάριν μας, διὰ νὰ πλουτίσωμεν ἡμεῖς μὲ τὴν πτωχείαν του.
Εἰς αὐτὸν ποὺ ἔδωκε τὸν ἑαυτόν του, διὰ νὰ μᾶς λυτρώση. Ἢ νὰ τὸν πιστεύσω μεν ὡς σοφόν, ποὺ ἀποβλέπει εἰς τὸ συμφέρον μας ἢ νὰ τὸν ὑπομείνωμεν, διότι μᾶς ἀγαπᾶ ἢ νὰ τὸν ἀνταμείψωμεν ὡς εὐεργέτην. Ἐξάπαντος νὰ κάμνωμεν ὅσα μᾶς ἔχουν διαταχθῆ, διὰ νὰ γίνωμεν κληρονόμοι τῆς αἰωνίου ζωῆς, ποὺ εἰς τὸν ἴδιον τὸν Χριστὸν ὑπάρχει, εἰς τὸν ὁποῖον πρέπει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμις εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ὀρθόδοξος Τύπος ἀρ. φύλ. 1951 23 Νοεμβρίου 2012
Διαβάστε σχετικά πατῶντας Κυριακή ΙΓ΄ Λουκᾶ
http://anavaseis.blogspot.gr/2012/11/blog-post_9248.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου