Πνευματικοί Διάλογοι με τον Ρουμάνο ησυχαστή π. Ηλίε Κλεόπα. Δέκατη συνομιλία (ερωτ.292)
292. Πάτερ Κλεόπα πότε ήλθατε στο μοναστήρι;
Οι γονείς μου απέκτησαν δέκα παιδιά από τα όποια τα πέντε, τέσσερα αγόρια καί ένα κορίτσι επήγαμε σε μοναστήρια. Ό μεγάλος αδελφός μου, ονόματι Μιχαήλ ασκήτευε στα βουνά Τσεαχλέου.
Ή αδελφή μου Αικατερίνη έγινε μοναχή στο μοναστήρι Παλαιά Άγαπία, ενώ εγώ καί δύο μεγαλύτερα αδέλφια μου, ό Βασίλειος καί ό Γεώργιος, ήλθαμε στην Συχαστρία. Μέχρι το 1935 πέθαναν όλοι οί αδελφοί μου, κατόπιν απέθανε καί ό πατέρας μου Αλέξανδρος.
Έζησα πλέον εγώ, ως ηγούμενος τότε του μοναστηρίου Συχαστρία καί ή μητέρα μου στο σπίτι, στην κοινότητα Σουλίτσα -Μποντοσάνι. Το έτος 1946 μετέφερα την μητέρα μου στην Συχαστρία, όπου την έκειρα μοναχή καί την έστειλα στην Παλαιά Άγαπία, όπου έζησε μέχρι το 1968 καί έφυγε για τον Κύριο σε ηλικία 92 ετών.
Ό ερχομός μου στο μοναστήρι έγινε ως έξης: στις 12 Δεκεμβρίου 1929, μνήμη του αγίου ιεράρχου Σπυρίδωνος, Όταν ήμουν 17 ετών έφυγα από το πατρικό σπίτι με τον μεγαλύτερο αδελφό μου Βασίλειο με τους ντορβάδες μας στην πλάτη. Στον ένα είχαμε τους βίους των Αγίων, το ψαλτήρι, το Ωρολόγιο καί την Αγία Γραφή, ενώ στον άλλο είχαμε δύο μεγάλες ζωγραφιστές εικόνες, ή μία της Θεοτόκου καί ή άλλη του Αγίου Γεωργίου.
Τίποτε άλλο δεν πήραμε από το σπίτι. Οί γονείς μας Αλέξανδρος καί Άννα μας συνόδευσαν κλαίγοντας μέχρι κάτω την πεδιάδα, στην περιοχή πού ονομάζεται «Το φαράγγι του Βόδα».
Τότε ό αδελφός μου Βασίλειος άρχισε να ψάλλει το κοντάκιο των Χαιρετισμών του Σωτήρος Ιησού Χρίστου μας: «Ιησού γλυκύτατε το Φως του κόσμου, της ψυχής μου φώτισαν τους οφθαλμούς...».
Κατόπιν ασπασθήκαμε τα χέρια των γονέων μας, επήραμε την ευχή των καί αναχωρήσαμε για την σκήτη Κοζάντσεα. Εκείνη τη στιγμή οί γονείς μας έπεσαν κάτω καί έκλαιγαν με αναφιλητά.... Στην Κοζάντσεα μείναμε μία νύκτα κοντά στον π. Παΐσιο.
Μετά επήραμε καί τον αδελφό μας Γεώργιο καί ήλθαμε καί οί τρεις στην Σουτσεάβα, προσκυνήσαμε τα Λείψανα του αγίου Ιωάννου του Νέου καί κατεβήκαμε κάτω στο μοναστήρι Συχαστρία. Εδώ ήταν ηγούμενος ό πρωτοσύγκελος Ιωαννίκιος Μορόϊ.
Όταν μας είδε, μας κράτησε τρεις ημέρες καί τρεις νύκτες έξω στην πόρτα του μοναστηρίου, για να μας δοκιμάσει εάν έχουμε υπομονή για την μοναχική ζωή. Μόνο το βράδυ μας άφηνε να κοιμηθούμε μέσα σ' ένα κελί. Μετά από τρεις ήμερες νηστείας, προσευχής καί πειρασμών, μας κάλεσε στην εκκλησία, μας εξομολόγησε, μας κοινώνησε των Άχραντων Μυστηρίων καί μας έδωσε κελιά καί διακονήματα στο μοναστήρι.
Μ' αυτό τον τρόπο μπήκαμε στην μοναχική ζωή. Κατόπιν το 1931 καί 1933 πέθαναν τα αδέλφια μου καί έμεινα πλέον μόνος. Το 1937 εκάρη μοναχός καί έ-βοσκα τα πρόβατα του μοναστηρίου επί δέκα χρόνια. Κατά τα έτη 1942 -1945 μου ανέθεσαν την διακυβέρνηση του μοναστηρίου, επειδή ό Ηγούμενος ήταν άρρωστος.
Τον Ιανουάριο του 1945 χειροτονήθηκα Ιερεύς καί εξελέγην ηγούμενος της Μετανοίας μου, στην θέση του αποβιώσαντος Γέροντος μου ηγουμένου Ίωαννικίου.
Εκδόσεις Ορθόδοξος Κυψέλη 1980
Πηγή στο διαδίκτυο - Ἐπιμέλεια κειμένου Αναβάσεις
________________________________________________
Τό κείμενο προέρχεται ἀπό τά ἀρχεῖα τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου, τόν ὁποῖον καί εὐχαριστοῦμε θερμά γιά τήν παραχώρηση τῶν ἀρχείων, ὅπως ἐπίσης εὐχαριστοῦμε καί τόν γέροντα τῆς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου πατέρα Γεώργιο Καψάνη γιά τήν εὐλογία καί τήν ἄδεια δημοσίευσης.
Διαβάστε τα υπόλοιπα πατώντας Πνευματικοί Διάλογοι με τον Ρουμάνο ησυχαστή π. Ηλίε Κλεόπα
http://anavaseis.blogspot.gr/2012/11/292.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου