Οἱ ἑπτά νέοι παῖδες ἀπό τήν Ἔφεσο. (Μέρος Ζ')
Ἐκλεκτές διηγήσεις καί προσευχές γιά μικρά παιδιά
Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου
Πλησιάζοντας στίς πύλες τῆς πόλεως καί ὑψώνοντας τά μάτια του ψηλά, εἶδε πάνω ἀπό τήν εἴσοδο τόν Τίμιο Σταυρό, τοποθετημένο κατά ἕνα ὡραῖο τρόπο. Μετά ὁπουδήποτε ἔστρεφε τά μάτια του ἔβλεπε ἄλλα κτίρια καί σπίτια καί ἀποροῦσε.
Μετά ἐπῆγε σέ μία ἄλλη πόρτα τοῦ φρουρίου τῆς πόλεως καί εἶδε καί πάλι τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ καί δέν καταλάβαινε τί εἶχε συμβῆ!
Ἀφοῦ ἐπισκέφθηκε ὅλες τίς πύλες τοῦ φρουρίου καί ἔβλεπε παντοῦ σταυρούς, εὑρισκόταν σέ μεγάλη ἔκπληξι. Κατόπιν, ἐπιστρέφοντας στήν πρώτη πόρτα ἀπό τήν ὁποίαν μπῆκε, ἔλεγε στόν ἑαυτό του:
-Τί εἶναι αὐτά ἐδῶ πέρα! Τό βράδυ δέν ὑπῆρχε πουθενά τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ, παρά μόνο στά κρυφά τό φοροῦσαν οἱ χριστιανοί στό στῆθος τους.
Τώρα ἔχει τοποθετηθῆ ψηλά στίς πόρτες τῆς πόλεως καί στούς τοίχους τοῦ φρουρίου! Βλέπω καλά ἤ βλέπω ὄνειρο! Μήπως αὐτά εἶναι φαντασία μου ἀπό ὄνειρο, πού εἶδα;
Κατόπιν δίνοντας κουράγιο στόν ἑαυτό του, μπῆκε στήν πόλι καί πηγαίνοντας σιγά σιγά, ἄκουσε πολλούς πού μιλοῦσαν γιά τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀκόμη ἐξεπλάγη καί ἔλεγε μέ τόν ἑαυτό του:
-Χθές κανείς δέν τολμοῦσε νά καλέση φανερά μέ τό Ὄνομά Του τόν Ἰησοῦ Χριστό καί πῶς τώρα δοξάζεται ἀπό τόσα στόματα ἀνθρώπων; Αὐτή εἶναι ἡ πόλις Ἔφεσος ἤ κάποια ἄλλη, διότι τά ντουβάρια τοῦ τείχου της εἶναι διαφορετικά καί οἱ ἄνθρωποι ντυμένοι μέ ἄλλα ροῦχα!
Πηγαίνοντας λίγο πιό πέρα, ἐρώτησε ἕναν ἄνθρωπο:
-Πῶς ὀνομάζεται αὐτή ἡ πόλις;
-Αὐτή εἶναι ἡ Ἔφεσος.
Ὁ Ἰάμβλιχος δέν ἐπίστευσε καί ἔλεγε μέ τόν λογισμό του:
-Εἶναι ἀλήθεια ὅτι πλανήθηκα. Δέν πιστεύω ὅτι αὐτή εἶναι ἡ Ἔφεσος. Λοιπόν, ἐμένα μ᾿ἐνδιαφέρει νά πάρω γρήγορα ψωμί γιά νά μή χάσω τά μυαλά μου τελείως ἀπό τήν πλάνη μου.
Πλησιάζοντας ἕναν πωλητή ψωμιοῦ, τοῦ ἐζήτησε ν᾿ἀγοράση καί τοῦ ἔδωσε τά χρήματά του. Ὁ φούρναρης ἐπῆρε τά χρήματα (ἀπό ἄργυρο) καί εἶδε ὅτι εἶχαν πολύ μεγαλύτερη ἀξία καί ὅτι ἐπάνω ὑπῆρχε ἡ μορφή ἑνός πολύ παλαιοῦ βασιλέως, τοῦ Δεκίου. Μαζεύτηκαν γύρω τους πολύς κόσμος καί συζητοῦσαν ποῦ τά βρῆκε αὐτά τά χρήματα ὁ νέος. Ἄλλοι ἔλεγαν στά αύτιά ὁ ἕνας πρός τόν ἄλλον, ὅτι αὐτός ὁ νέος βρῆκε θησαυρό παλαιῶν χρημάτων.
Βλέποντάς τους ὁ ἅγιος Ἰάμβλιχος νά ψιθυρίζουν, ἔτρεμε ἀπό τόν φόβο του, ἐπειδή ἐνόμιζε ὅτι εἶναι γνωστός σ᾿ αὐτούς καί θά τόν πιάσουν νά τόν ὑπάγουν στόν αὐτοκράτορα Δέκιο. Ὁπότε εἶπε πρός αὐτούς:
-Σᾶς παρακαλῶ, ἀφῆστε αὐτά τά χρήματά μου, διότι ἐγώ δέν θέλω ν᾿ ἀγοράσω τίποτε.
Ἀλλά αὐτοί τόν ἔπιασαν καί τόν ἐρωτοῦσαν:
-Πές μας ἀπό ποῦ εἶσαι καί πῶς εὑρῆκες αὐτόν τόν θησαυρό τῶν παλαιῶν βασιλέων; Δός μας καί σ᾿ἐμᾶς λίγο ἄργυρο καί δέν θά τό ποῦμε σέ κανέναν. Ἐάν δέν θέλεις νά μᾶς δώσεις, τότε θά σέ δώσουμε στόν δικαστή.
Ἀκούοντας αὐτά ὁ ἅγιος Ἰάμβλιχος καί χωρίς ἀκόμη νά καταλαβαίνει τί τοῦ συμβαίνει, ἀποροῦσε καί σιωποῦσε. Ὅμως οἱ ἄνδρες τοῦ ἔλεγαν καί πάλι:
-Αὐτός ὁ θησαυρός δέν μπορεῖ νά μείνη μυστικός, ἀλλά λέγε μας παλαιότερα πού ἐργάσθηκες;
Μετάφρασις: Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης 2010
Αὐγούστου 2013
Για να διαβάσετε τα υπόλοιπα πατήστε Ιστορίες Γέροντος Κλεόπα
http://anavaseis.blogspot.gr/2013/08/blog-post_1856.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου