Τρίτη 28 Μαΐου 2013

Δυσκολίες. Μέρος Ζ'. Μητροπολίτου Κυροβογκράντ καί Νικολάεφ Νέστορος



Δυσκολίες. Μέρος Ζ'
Ἀναμνήσεις ἀπό τήν Καμτσάτκα 
 
Ἕγινα ἔξω φρενῶν μ’ ἐκεῖνο τόν ἀπατεώνα.  Καί δέν ἔνιωσα καμιά τύψη, πού εἶδα τή χαρά τῆς κοριάκας νά μετατρέπεται σέ θρῆνο, ὅταν τῆς ἐξήγησα πόσα ἄσπλαχνα τούς εἶχε λεηλατήσει ἐκεῖνος ὁ Νεουστόιν.
Τῆς χάρισα ἀμέσως ὅσες βελόνες εἶχα μαζί μου.  Καὶ τῆς ἔστειλα ἀργότερα μιά γεμάτη χούφτα βελόνες, γιά νά τίς μοιράσει σ’ ὅλους τούς κατοίκους τοῦ χωριοῦ.
Μέ τέτοιους καί ἄλλους διαφόρους τρόπους, ἀνάλογα μέ τίς περιστάσεις πού παρουσιάζονταν κάθε φορά, προσπαθοῦσα νά τούς ἀνοίξω τά μάτια.  Καί δέν εἶχαν τρόπο νά μοῦ δείχνουν τήν εὐγνωμοσύνη τους γι’ αὐτό. Ἀντίθετα, οἱ ἔμποροι ἄρχισαν νά μέ φοβοῦνται. Ἀπέφευγαν μέ κάθε τρόπο νά συνατηθοῦν μαζί μου, καί σ’ ὅποιο χωριό πήγαιναν, ρωτοῦσαν ἄν πέρασε ἀπό κεῖ ὁ παπα-Νέστορας καί τί ἔλεγε.
Ὑπῆραν μερικοί ἀμερικάνοι μεταπράτες γουναρικῶν, πού ἦταν πιό ἄθλιοι καί ἄπλαχνοι ἀπ’ ὅλους. Αὐτοὶ δέν ἔδιναν κάν ποτά στούς ντόπιους, ἀλλά μιά φτηνή κολώνια, πού περιεῖχε ἕνα τοξικό συστατικό. Ὅσοι ἔπιναν ἀρκετή ποσότητα ἀπ’ αὐτήν ἤ τυφλώνονταν ἤ πέθαιναν.
Θυμᾶμαι πού μιά φορά στό χωριό Γιάμισκ, στά ὀχοτσκικά παράλια, δύο ἰθαγενεῖς εἶχαν πιεῖ τέτοια κολώνια. Μετά ἀποκοιμήθηκαν δίπλα σ’ ἄδεια μπουκάλια μέχρι τό ἄλλο πρωί.
Ξημερώνοντας, ξύπνησε ὁ ἕνας κι ἄρχισε νά φωνάζει πανικόβλητος στόν ἄλλο:
-Δέν βλέπω!  Δέν βλέπω! Ἔλα κοντά μου!  Κοιτάζω, μά τίποτε δέν βλέπω!
Ἔτριβε δυνατά καί ἀπεγνωσμένα τά μάτια του. Ἄδικα ὅμως. Εἶχε τυφλωθεῖ γιά πάντα.  Μά κι ὁ φίλος του δέν ἀπαντοῦσε. Ἦταν νεκρός. Πάνω στό ἄψυχο σῶμα του βρήκαμε τόν τυφλό νά κλαίει γοερά, ὅταν τρέξαμε ἐκεῖ ὁδηγημένοι ἀπ’ τίς κραυγές του.
Οἱ καμτσαντάλοι πάντως εἶχαν ἀνακαλύψει, δέν ξέρω πῶς, κι ἕνα ἀντίδοτο, πού ἐξουδετέρωνε τή βλαβερή δράση τῆς κολώνιας. Ἕνα ἀντίδοτο, πού ἦταν ἀδύνατο νά τό φανταστῶ, ὥσπου συνέβη τό ἀκόλουθο περιστατικό:
Ἦταν μιά ἄγρια χειμωνιάτικη νύχτα. Ἡ ὀχοτσκική θάλασσα λυσσομανοῦσε, καί μιά τρομερή χιονοθύελλα μάστιζε τά παράλια. Ὅμως ὁ κόπος μου ἀπό μιά μακρινή περιοδεία ἦταν τόσος, πού ἡ κοσμοχαλασιά δέν μ’ ἐμπόδιζε νά κοιμᾶμαι βαθιά. Γι’ αὐτό καί μέ πολλή καθυστέρηση ἄκουσα τά δυνατά χτυπήματα στήν ἐξώπορτα. Ὅταν ἄνοιξα, βρέθηκα μπροστά σέ δυό γέρους καμτσαντάλους, πού χωρίς πολλά λόγια μέ παρακάλεσαν νά τούς ἀκολουθήσω.
-Θά σώσετε ἕναν ἄνθρωπο ἀπό τό θάνατο, εἶπαν.
Ἦταν ὀρθόδοξοι καί μέ γνώριζαν.
Τούς πρότεινα νά πάρω τό μικρό κινητό φαρμακεῖο μου, ἀλλ’ ἀρνήθηκαν. Οὔτε τά Τίμια Δῶρα μ’ ἄφησαν νά πάρω.
-Τό μόνο πού χρειάζεται εἶναι νά μᾶς ἀκολουθήσετε χωρίς καμιά καθυστέρηση, ἐπέμειναν μέ ἱκετευτικό τόνο.
Ὑποχώρησα καί τούς ἀκολούθησα ἀμέσως, ρίχνοντας μόνο πάνω μου ἕνα βαρύ παλτό.
Προχωρούσαμε μέ μεγάλη δυσκολία μέσα στή χιονοθύελλα. Οἱ νιφάδες κι ὁ ἄνεμος μοῦ πάγωναν τό πρόσωπο, ἀλλά δέν ἔδινα σημασία. Ἤμουν βυθισμένος σέ λογισμούς. Μήπως μέ περίμενε κανένα κακό; Μήπως μοῦ εἶχαν στήσει καμιά παγίδα; Ἤξερα βέβαια πώς οἱ καμτσαντάλοι εἶναι ἀθῶοι ἄνθρωποι, ἀλλά....
Φτάσαμε σ’ ἕναν ἀπάγκιο τόπο, ὅπου εἶχαν ἀφήσει τά ἕλκηθρά τους. Ἐκεῖ ἦταν ξαπλωμένος ἕνας σχετικά νέος ἄνθρωπος, σέ κατάσταση κωματώδη καί μέ τό πρόσωπο κατακόκκινο σάν αἷμα. Τρόμαξα ὅταν τόν εἶδα σέ τέτοιο χάλι.  Πρίν προλάβω ὅμως νά πῶ ὁτιδήποτε, ὁ ἕνας γερο-καμτσαντάλος μοῦ εἶπε ἀνυπόμονα:
-Σᾶς παρακαλοῦμε, πάτερ, ἀνοῖξτε του τό στόμα καί οὐρῆστε μέσα!
Ταράχθηκα. Ἔκανα πίσω καί τούς ἔβαλα τίς φωνές.
-Γι’ αὐτό μέ φέρατε ἐδῶ, μέσα στή νύχτα καί μέ τέτοιο καιρό;  Γιά νά μέ ἐμπαίξετε;
Ἐκεῖνοι ἄρχισαν νά σταυροκοπιοῦνται:
-Γιά ὄνομα τοῦ Θεοῦ, παπούλη, ποτέ δέν σκεφθήκαμε κάτι τέτοιο.  Κάντε σᾶς παρακαλοῦμε, ὅ,τι σᾶς εἴπαμε. Ἐσεῖς εἶστε νέος καὶ μπορεῖτε. Ἐμεῖς προσπαθήσαμε, ἀλλά  χωρίς ἀποτέλεσμα. Μόνο κάντε γρήγορα.
Μέ δυσκολία ὑπάκουσα. Γιά μένα ἦταν ἕνας βάρβαρος τρόπος θεραπείας, ἐνῶ γι’ αὐτούς δοκιμασμένος καί ἀποτελεσματικός.
Πράγματι σέ λίγο ἀπό τό στόμα τοῦ ἀρρώστου ἄρχισαν νά βγαίνουν ἀφροί. Σιγά-σιγά βρῆκε τίς αἰσθήσεις του. Καί σέ λίγη ὥρα συνῆλθε τελείως. Στό μεταξύ οἱ δύο σύντροφοί του μοῦ ἐξήγησαν ὅτι εἶχε δηλητηριαστεῖ ἀπό τή φοβερή ἐκείνη κολώνια, πού εἶχε πιεῖ γιά νά ζεσταθεῖ. Κι ἄν δέν τοῦ ἔδινα ἐκεῖνο τό ἀηδιαστικό ἀντίδοτο σίγουρα θά εἶχε πεθάνει. 
Φεύγοντας, μ’ εὐχαριστοῦσαν κι οἱ τρεῖς καί ζητοῦσαν συγνώμη γιά τήν ἀνησυχία πού μοῦ εἶχαν προκαλέσει.

Μητροπολίτου Κυροβογκράντ καί Νικολάεφ Νέστορος
Ἀναμνήσεις ἀπό τήν Καμτσάτκα
Ἀπόδοση ἀπό τά ρωσικά
Ἔκδοση Τρίτη
Ἱερά Μονή Παρακλήτου Ωρωπός Ἀττικῆς 2001
σελ.145-159

Ἐπιμέλεια κειμένου και πηγή στο Διαδίκτυο  Ἀναβάσεις

 Διαβάστε τά ὑπόλοιπα πατώντας  Ἀναμνήσεις ἀπό τήν Καμτσάτκα
 
 http://anavaseis.blogspot.gr/2013/05/blog-post_9813.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου