Ἱεραποστολή. Μέρος Δ
Τήν ἀποστολική μου διακονία ἄρχισα στή Γιζίγ, μικρό χωριό στά βόρεια τῆς χερσονήσου, στίς ὄχθες τοῦ ὁμώνυμου ποταμοῦ.
Πῆγα ὥς ἐκεῖ μέ πολύ κόπο. Μετά ἀπό εἴκοσι μίλια ταξίδι στήν ἀνοιχτή θάλασσα, ἔφτασα στίς ἐκβολές τοῦ ποταμοῦ Γιζίγ. Ἐκεῖ ἐπιβιβάστηκα σέ μιά μικρή ποταμόβαρκα, πού τήν ἔσερναν σκυλιά ἀπό τήν ὄχθη.
Τό τελευταῖο μεταφορικό μέσο πού χρησιμοποίησα, ἦταν ἕνα ἀτίθασο ἄλογο. Ἀντί γιά σέλα εἶχε ἕνα μικρό μαξιλάρι, πού συνέχεια γλιστροῦσε στήν κοιλιά του. Κινδυνεύοντας νά πέσω, εἶχα γαντζωθεῖ στό λαιμό του κι εἶχα γίνει μούσκεμα στόν ἱδρώτα.
Σά νά μήν ἔφτανε αὐτό, κάποια στιγμή τό ζῶο εἶδε ἔξω ἀπό τό μονοπάτι μιά τούφα τρυφερό χορτάρι. Θέλοντας λοιπόν νά τό φάει γλίστρησε καί βυθίστηκε στό βάλτο. Ἄρχισε νά βουλιάζει ἀργά-ἀργά, παρασύροντας κι ἐμένα. Ὁ συνοδός μου, ντόπιος καμτσαντάλος, ὅρμησε καί μ’ ἅρπαξε πάνω ἀπό τό μισοβυθισμένο ἄλογο. Ἦταν μικρόσωμος, μά εὐκίνητος καί πολύ χεροδύναμος. Ἀφοῦ μ’ ἀκούμπησε σέ στέρεη γῆ, ἔτρεξε γιά τό ἄλογο. Ὥρα πολλή βασανιζόταν νά τό ἐλευθερώσει ἀπό τόν ἀδηφάγο βάλτο, κινδυνεύοντας νά πέσει μέσα κι ὁ ἴδιος. Τά κατάφερε ὅμως.
Καθώς παίρναμε πάλι τό δρόμο γιά τή Γιζίγ, τόν ρώτησα γιατί τό ἄλογο ἦταν τόσο ἄγριο.
-Ὅλα τ’ ἄλογα ἐδῶ ἔτσι εἶναι ἀποκρίθηκε, γιατί τά χρειαζόμαστε μόνο τό καλοκαίρι.
Τό χειμώνα τ’ ἀφήνουμε στήν τούντρα, ὅπου ζοῦν καί βόσκουν ἐλεύθερα μέχρι τήν ἄνοιξη. Τότε τά ξαναπιάνουμε μέ σκοινιά καί τά ἡμερεύουμε πάλι, γιατί στό μεταξύ ἔχουν ἀγριέψει. Τό χειμώνα, βλέπετε, χρησιμοποιοῦμε σκυλιά γιά τά ἕλκυθρά μας. Τά σκυλιά, πάλι, τ’ ἀφήνουμε ἐλεύθερα τό καλοκαίρι καί τά ξαναπιάνουμε τό φθινώπωρο, λίγο πρίν ἀρχίσουν τά χιόνια. Γι’ αὐτό τούς θερινούς μῆνες θά δεῖτε συχνά τά σκυλιά νά παίρνουν στό κατόπι τούς ψαράδες, ἐλπίζοντας πώς θά τούς χαρίσουν κανένα ψαράκι.
Σουρούπωνε, ὅταν φτάσαμε στό ἀπόμερο χωριό. Κατέλυσα στό σπίτι τοῦ γέρου κοζάκου Παντέριν.
Ἀπό κεῖνον ἔμαθα ὅτι πρίν ἀπό μερικές ἡμέρες τήν περιοχή τῆς Γιζίγ εἶχαν πλήξει κατακλυσμιαῖες βροχές. Ὁρμητικοί χείμαρροι κατέβηκαν ἀπό τά βουνά καί προκάλεσαν καταστροφικές πλημμύρες. Εὐτυχῶς ἀνθρώπινα θύματα δέν ὑπῆρχαν, οἱ ὑλικές ζημιές ὅμως ἦταν ἀνυπολόγιστες.
Τά νερά παρέσυραν μέ τήν ὁρμή τους ὅ,τι συνάντησαν –καλύβες, βάρκες, ζῶα, ἀποθέματα τροφίμων, νοικοκυριά ὁλόκληρα. Δέν ἔφτασε ὅμως αὐτή ἡ συμφορά. Συνέπεσε καί μιά πολύκαιρη ἀψαριά ἀπό τό χωριό Γιζίγ μέχρι τά σύνορα τῆς θάλασσας Ὀχότσκ.
Τά ψάρια, πού ἀποτελοῦσαν τή βασική τροφή τοῦ ντόποιου πληθυσμοῦ, εἶχαν ἐξαφανιστεῖ ἀπό τά νερά ἐκεῖνα. Καί οἱ κάτοικοι, τουγγοῦσοι στήν πλειονότητά τους, δέν διέθεταν ταράνδους, ὅπως σέ ἄλλες περιοχές. Ἔτσι δέν εἶχαν καμμιά δυνατότητα ἐξευρέσεως τροφῆς. Ἡ κατάστασή τους ἦταν δεινή καί τό φάσμα τῆς πείνας ἀπειλητικό.
Θέλησα νά βοηθήσω. Ἀλλά πῶς; Ἀποθέματα σέ τρόφιμα, γιά παροχή ἄμεσης βοήθειας, δέν εἶχα. Ἡ ἐπικοινωνία μέ τήν κεντρική Ρωσία ἦταν κομμένη γιά ἕνα χρόνο περίπου, ἐπειδή τότε ἡ Καμτσάτκα δέν εἶχε τηλεγραφική σύνδεση μέ τήν ὑπόλοιπη ἐπικράτεια, καί ἀκόμα ἐπειδή τό ταχυδρομεῖο τό μετέφεραν τά πλοῖα τῆς «Ἑνώσεως Ἐφέδρων Ἀξιωματικῶν», πού, ὅπως εἶπα παραπάνω, ἔρχονταν μόνο μία φορά τόν χρόνο.
Παρ’ ὅλα αὐτά, ψάχνοντας γιά κάποια λύση, ἔγραψα πολλά γράμματα σέ ἐκκλησιαστικούς παράγοντες, γνωστούς καί φίλους. Παράλληλα, μέσω τοῦ κοζάκου Παντέριν καί τῶν πρώτων γνωριμιῶν πού ἔκανα στή νέα μου πατρίδα, φρόντισα νά μαθευτεῖ σ’ ὅλη τή χερσόνησο ἡ συμφορά τῶν τουγγούσων, καί νά κινητοποιηθοῦν ὅλοι οἱ κάτοικοι γιά νά τούς βοηθήσουν. Καί πράγματι, σέ σύντομο χρονικό διάστημα, ἀπ’ ὅλη τήν Καμτσάτκα κατέφθασαν τρόφιμα, ρουχισμός καί ἄλλα εἴδη πρώτης ἀνάγκης.
Τί ἔγινε ὅμως μέ τίς ἐπιστολές; Μετά ἀπό ἕνα ὁλόκληρο χρόνο πῆρα πολλές ἐνθαρρυντικές καί παρηγορητικές ἀπαντήσεις!.... Εὐτυχῶς, ἐκτός ἀπ’ αὐτές, ἔλαβα καί κάποια χρηματικά ποσά καί δέματα μέ τρόφιμα.
Ἰδιαίτερα συγκινητική ἦταν ἡ σύντομη ἐπιστολή τοῦ π. Ἰωάννου τῆς Κρονστάνδης:
«Πάτερ Νέστορ,
Ἔχε θάρρος κι ἐλπίδα στό πρόσωπο Ἐκείνου, πού σ’ ἔστειλε στό ἀποστολικό ἔργο. Ἔχε ὑπομονή, ὅπως καί οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι. Δεῖξε ἐμπιστοσύνη στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Παρηγόρησε τό νέο ποίμνιο τοῦ Κυρίου μέ τήν ἐλπίδα τῆς αἰώνιας ζωῆς.
Σοῦ στέλνω μέ τό ταχυδρομεῖο τετρακόσια ρούβλια γιά τούς πεινασμένους πλημμυροπαθεῖς.
Πρωθιερεύς Ἰωάννης Σέργιεφ
Κρονστάνδη».
Τήν ἀποστολική μου διακονία ἄρχισα στή Γιζίγ, μικρό χωριό στά βόρεια τῆς χερσονήσου, στίς ὄχθες τοῦ ὁμώνυμου ποταμοῦ.
Πῆγα ὥς ἐκεῖ μέ πολύ κόπο. Μετά ἀπό εἴκοσι μίλια ταξίδι στήν ἀνοιχτή θάλασσα, ἔφτασα στίς ἐκβολές τοῦ ποταμοῦ Γιζίγ. Ἐκεῖ ἐπιβιβάστηκα σέ μιά μικρή ποταμόβαρκα, πού τήν ἔσερναν σκυλιά ἀπό τήν ὄχθη.
Τό τελευταῖο μεταφορικό μέσο πού χρησιμοποίησα, ἦταν ἕνα ἀτίθασο ἄλογο. Ἀντί γιά σέλα εἶχε ἕνα μικρό μαξιλάρι, πού συνέχεια γλιστροῦσε στήν κοιλιά του. Κινδυνεύοντας νά πέσω, εἶχα γαντζωθεῖ στό λαιμό του κι εἶχα γίνει μούσκεμα στόν ἱδρώτα.
Σά νά μήν ἔφτανε αὐτό, κάποια στιγμή τό ζῶο εἶδε ἔξω ἀπό τό μονοπάτι μιά τούφα τρυφερό χορτάρι. Θέλοντας λοιπόν νά τό φάει γλίστρησε καί βυθίστηκε στό βάλτο. Ἄρχισε νά βουλιάζει ἀργά-ἀργά, παρασύροντας κι ἐμένα. Ὁ συνοδός μου, ντόπιος καμτσαντάλος, ὅρμησε καί μ’ ἅρπαξε πάνω ἀπό τό μισοβυθισμένο ἄλογο. Ἦταν μικρόσωμος, μά εὐκίνητος καί πολύ χεροδύναμος. Ἀφοῦ μ’ ἀκούμπησε σέ στέρεη γῆ, ἔτρεξε γιά τό ἄλογο. Ὥρα πολλή βασανιζόταν νά τό ἐλευθερώσει ἀπό τόν ἀδηφάγο βάλτο, κινδυνεύοντας νά πέσει μέσα κι ὁ ἴδιος. Τά κατάφερε ὅμως.
Καθώς παίρναμε πάλι τό δρόμο γιά τή Γιζίγ, τόν ρώτησα γιατί τό ἄλογο ἦταν τόσο ἄγριο.
-Ὅλα τ’ ἄλογα ἐδῶ ἔτσι εἶναι ἀποκρίθηκε, γιατί τά χρειαζόμαστε μόνο τό καλοκαίρι.
Τό χειμώνα τ’ ἀφήνουμε στήν τούντρα, ὅπου ζοῦν καί βόσκουν ἐλεύθερα μέχρι τήν ἄνοιξη. Τότε τά ξαναπιάνουμε μέ σκοινιά καί τά ἡμερεύουμε πάλι, γιατί στό μεταξύ ἔχουν ἀγριέψει. Τό χειμώνα, βλέπετε, χρησιμοποιοῦμε σκυλιά γιά τά ἕλκυθρά μας. Τά σκυλιά, πάλι, τ’ ἀφήνουμε ἐλεύθερα τό καλοκαίρι καί τά ξαναπιάνουμε τό φθινώπωρο, λίγο πρίν ἀρχίσουν τά χιόνια. Γι’ αὐτό τούς θερινούς μῆνες θά δεῖτε συχνά τά σκυλιά νά παίρνουν στό κατόπι τούς ψαράδες, ἐλπίζοντας πώς θά τούς χαρίσουν κανένα ψαράκι.
Σουρούπωνε, ὅταν φτάσαμε στό ἀπόμερο χωριό. Κατέλυσα στό σπίτι τοῦ γέρου κοζάκου Παντέριν.
Ἀπό κεῖνον ἔμαθα ὅτι πρίν ἀπό μερικές ἡμέρες τήν περιοχή τῆς Γιζίγ εἶχαν πλήξει κατακλυσμιαῖες βροχές. Ὁρμητικοί χείμαρροι κατέβηκαν ἀπό τά βουνά καί προκάλεσαν καταστροφικές πλημμύρες. Εὐτυχῶς ἀνθρώπινα θύματα δέν ὑπῆρχαν, οἱ ὑλικές ζημιές ὅμως ἦταν ἀνυπολόγιστες.
Τά νερά παρέσυραν μέ τήν ὁρμή τους ὅ,τι συνάντησαν –καλύβες, βάρκες, ζῶα, ἀποθέματα τροφίμων, νοικοκυριά ὁλόκληρα. Δέν ἔφτασε ὅμως αὐτή ἡ συμφορά. Συνέπεσε καί μιά πολύκαιρη ἀψαριά ἀπό τό χωριό Γιζίγ μέχρι τά σύνορα τῆς θάλασσας Ὀχότσκ.
Τά ψάρια, πού ἀποτελοῦσαν τή βασική τροφή τοῦ ντόποιου πληθυσμοῦ, εἶχαν ἐξαφανιστεῖ ἀπό τά νερά ἐκεῖνα. Καί οἱ κάτοικοι, τουγγοῦσοι στήν πλειονότητά τους, δέν διέθεταν ταράνδους, ὅπως σέ ἄλλες περιοχές. Ἔτσι δέν εἶχαν καμμιά δυνατότητα ἐξευρέσεως τροφῆς. Ἡ κατάστασή τους ἦταν δεινή καί τό φάσμα τῆς πείνας ἀπειλητικό.
Θέλησα νά βοηθήσω. Ἀλλά πῶς; Ἀποθέματα σέ τρόφιμα, γιά παροχή ἄμεσης βοήθειας, δέν εἶχα. Ἡ ἐπικοινωνία μέ τήν κεντρική Ρωσία ἦταν κομμένη γιά ἕνα χρόνο περίπου, ἐπειδή τότε ἡ Καμτσάτκα δέν εἶχε τηλεγραφική σύνδεση μέ τήν ὑπόλοιπη ἐπικράτεια, καί ἀκόμα ἐπειδή τό ταχυδρομεῖο τό μετέφεραν τά πλοῖα τῆς «Ἑνώσεως Ἐφέδρων Ἀξιωματικῶν», πού, ὅπως εἶπα παραπάνω, ἔρχονταν μόνο μία φορά τόν χρόνο.
Παρ’ ὅλα αὐτά, ψάχνοντας γιά κάποια λύση, ἔγραψα πολλά γράμματα σέ ἐκκλησιαστικούς παράγοντες, γνωστούς καί φίλους. Παράλληλα, μέσω τοῦ κοζάκου Παντέριν καί τῶν πρώτων γνωριμιῶν πού ἔκανα στή νέα μου πατρίδα, φρόντισα νά μαθευτεῖ σ’ ὅλη τή χερσόνησο ἡ συμφορά τῶν τουγγούσων, καί νά κινητοποιηθοῦν ὅλοι οἱ κάτοικοι γιά νά τούς βοηθήσουν. Καί πράγματι, σέ σύντομο χρονικό διάστημα, ἀπ’ ὅλη τήν Καμτσάτκα κατέφθασαν τρόφιμα, ρουχισμός καί ἄλλα εἴδη πρώτης ἀνάγκης.
Τί ἔγινε ὅμως μέ τίς ἐπιστολές; Μετά ἀπό ἕνα ὁλόκληρο χρόνο πῆρα πολλές ἐνθαρρυντικές καί παρηγορητικές ἀπαντήσεις!.... Εὐτυχῶς, ἐκτός ἀπ’ αὐτές, ἔλαβα καί κάποια χρηματικά ποσά καί δέματα μέ τρόφιμα.
Ἰδιαίτερα συγκινητική ἦταν ἡ σύντομη ἐπιστολή τοῦ π. Ἰωάννου τῆς Κρονστάνδης:
«Πάτερ Νέστορ,
Ἔχε θάρρος κι ἐλπίδα στό πρόσωπο Ἐκείνου, πού σ’ ἔστειλε στό ἀποστολικό ἔργο. Ἔχε ὑπομονή, ὅπως καί οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι. Δεῖξε ἐμπιστοσύνη στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Παρηγόρησε τό νέο ποίμνιο τοῦ Κυρίου μέ τήν ἐλπίδα τῆς αἰώνιας ζωῆς.
Σοῦ στέλνω μέ τό ταχυδρομεῖο τετρακόσια ρούβλια γιά τούς πεινασμένους πλημμυροπαθεῖς.
Πρωθιερεύς Ἰωάννης Σέργιεφ
Κρονστάνδη».
Μητροπολίτου Κυροβογκράντ καί Νικολάεφ Νέστορος
Ἀναμνήσεις ἀπό τήν Καμτσάτκα
Ἀπόδοση ἀπό τά ρωσικά
Ἔκδοση Τρίτη
Ἱερά Μονή Παρακλήτου Ωρωπός Ἀττικῆς 2001
σελ.79-93
Ἐπιμέλεια κειμένου και πηγή στο Διαδίκτυο Ἀναβάσεις
Διαβάστε τά ὑπόλοιπα πατώντας Ἀναμνήσεις ἀπό τήν Καμτσάτκα
http://anavaseis.blogspot.gr/2013/03/blog-post_8261.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου