Ὁ πατήρ Κυριακός. Μέρος Γ'
Ὁ ἐπίσκοπος Ἀλέξιος ἦταν πολύ μορφωμένος, πρύτανις τῆς Θεολογικῆς Ἀκαδημίας τῆς Μόσχας καί πολυγραφότατος συγγραφέας. Διάβασα ἀργότερα πολλά βιβλία του. Ἦταν ὅμως καί πολύ ἐνάρετος. Μέ ἀγάπησε δυνατά. Τοῦ διηγήθηκα τή ζωή μου, τήν ἀπάτη πού ἔκανα γιά νά βαπτιστῶ, τήν κατοπινή θαυμαστή μεταστροφή μου καί τό πῶς ἄρχισε νά μέ βασανίζει καί νά μέ καίει ἡ ἐπιθυμία νά γίνω σάν τόν μπάτουσκα Νέστορα, πού μέ βάπτισε, δηλαδή μοναχός καί ἱερέας.»
Ὁ ἐπίσκοπος Ἀλέξιος μέ χειραγώγησε πνευματικά γιά ἕνα χρόνο. Δέν τόν ἐπηρέασαν οἱ ἱκεσίες καί τά κλάματα. Ἤθελε πρῶτα νά ἐξακριβώσει τήν καθαρότητα καί σταθερότητα τοῦ ζήλου μου. Ἔπειτα μ’ ἔκειρε μοναχό, δίνοντάς μου τό ὄνομα τοῦ μεγάλου ἀναχωρητῆ ὁσίου Κυριακοῦ.»
Ἡ μέρα τῆς κουρᾶς μου ἦταν ἡ πιό μεγάλη, ἡ πιό εὐτυχισμένη μέρα τῆς ζωῆς μου. Μέ πόση χαρά, μέ πόση συγκίνηση, μέ πόσο δέος πλησίασα γιά νά λάβω τό ἀγγελικό σχῆμα, ἐνῶ οἱ χοροί ἔψαλλαν: «Ἀγκάλας πατρικάς, διανοῖξαι μοι σπεῦσον, ἀσώτως τόν ἐμόν κατηνάλωσα βίον....».
Μέχρι σήμερα ἠχεῖ στ’ αὐτιά μου ἡ ἐρώτηση του ἐπισκόπου, ἀπό τήν ἀκολουθία τῆς κουρᾶς: «Ὑπομένεις πᾶσαν θλῖψιν καί στενοχωρίαν τοῦ μονήρους βίου διά τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν;» Καί ἡ σταθερή, ἡ ἀταλάντευτη ἀπάντησή μου, ἡ ἀπάντηση ἑνός πρώην θεομπαίχτη καί δαιμονολάτρη, ἦταν: «Ναί, τοῦ Θεοῦ συνεργοῦντός μοι, τίμιε πάτερ!».
Πολύ σύντομα ὁ ἐπίσκοπος Ἀλέξιος μέ χειροτόνησε ἱερέα, κι ἔπειτα μέ πῆρε στὴν Ἀκαδημία καί μ’ ἔγραψε στό ἱεραποστολικό τμῆμα. Φοίτησα ἐκεῖ ἑνάμιση χρόνο. Μετά τήν ἀποφοίτησή μου, τοποθετήθηκα καί ἐργάστηκα γιά ἕνα χρόνο στό Μπίισκ, τῆς περιοχῆς Ἀλτάι.
Τέλος μετά ἀπό αἴτησή μου, ἡ Ἐκκλησία μ’ ἔστειλε νά διακονήσω τό λογικό ποίμνιο τοῦ ἀρχιεπισκόπου Βλαντιβοστόκ Εὐσεβίου. Ἦταν τό ἔτος 1912.
»Θυμᾶμαι, πού στήν πρώτη μας συζήτηση ὁ καλός ποιμενάρχης μοῦ εἶπε:»
- Ἀδελφέ μου π. Κυριακέ, ἡ δική μου καταγωγή εἶναι ἀπό τό Τούλσκ. Ξέρεις, ἐκεῖ πού φτιάχνουν τά καλά σαμοβάρια. Ἀλλά ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ μ’ ἔφερε ἐδῶ ἀπό πολλά χρόνια, τότε πού ἤμουν ἀκόμη νεοχειροτόνητος ἱερομόναχος. Ὅταν τελείωσα τίς σπουδές μου στήν Ἀκαδημία τῆς Μόσχας, μοῦ εἶπαν: «Δέν ἔχουμε κάποιο λόγο νά σέ κρατήσουμε ἐδῶ, στή Μόσχα.
Οὔτε καί στό Τούλσκ μπορεῖς νά πᾶς, γιατί δέν ὑπάρχει ἀνάγκη ἱερέα. Ὁ Θεός σέ στέλνει νά διακονήσεις τό ποίμνιό Του στή Σιβηρία». Κι ἐσύ τώρα ἀδελφέ μου π. Κυριακέ, νομίζω πώς εἶναι Θεοῦ θέλημα νά διακονήσεις στά νησιά Κουρίλες τούς ἰάπωνες κατοίκους. Θά μπορέσεις νά τούς προσεγγίσεις εὐκολότερα ἀπό ὁποιονδήποτε, γιατί τό χρῶμα καί τά χαρακτηριστικά σου εἶναι ὅμοια μέ τά δικά τους. Θά πᾶς νά βρεῖς τό δεσπότη Νικόλαο (Κασάτικιν) ἐκ μέρους μου. Κι ἐκεῖνος θά δεῖ σέ τί θέση καί διακονία θά σέ τοποθετήσει.
»Ἀπάντησα μέ σεβασμό στόν ἀρχιεπίσκοπο Εὐσέβιο, ὅτι εἶμαι ἀποφασισμένος νά κάνω ὑπακοή καί νά πάω ὅπου μέ στείλει ὁ Θεός.»
Ὅμως, μόνο λίγε ἡμέρες ἀξιώθηκα νά ὑπηρετήσω κοντά στό δεσπότη Νικόλαο. Ὁ μεγάλος φωτιστής τῶν ἰαπώνων, ἐξαντλημένος ἀπό τούς κόπους καί τίς ταλαιπωρίες, ἀναπαύθηκε στίς 3 Φεβρουαρίου τοῦ 1912, σέ ἡλικία 76 ἐτῶν, μετά ἀπό μισόν αἰώνα ἱεραποστολῆς στή χώρα τοῦ ἀνατέλλοντος ἡλίου.»
Ὀκτώ χρόνια ἔζησα ἀκόμα ἐκεῖ, κάτω ἀπό τόν νέο ἐπίσκοπο Σέργιο (Τυχομίρωφ), καί ἐργάστηκα ταπεινά γιά τή δόξα τοῦ Κυρίου ἀνάμεσα στούς εἰδωλολάτρες. Στό διάστημα αὐτό μ’ ἔστειλε ὁ δεσπότης δυό φορές στό Βλαντιβοστόκ γιά ὑπηρεσία. Τή μιά φορά ἔμεινα τέσσερις μῆνες. Τότε ἀκριβῶς, φθινόπωρο τοῦ 1916, ἔγινε στό καθεδρικό ναό τῆς πόλεως ἡ χειροτονία σας σέ ἐπίσκοπο, στήν ὁποία παραβρέθηκα.
Τότε πίεσα τόν ἑαυτό μου νά σᾶς πλησιάσω, καί νά σᾶς ζητήσω συγχώρηση γιά τό μεγάλο ἁμάρτημα, πού διέπραξα σέ βάρος σας καί σέ βάρος τοῦ ἁγίου Θεοῦ. Σέ ἕξι ἱεράρχες ἐξομολογήθηκα τό ἀνοσιούργημά μου: στό Βλαδίμηρο τοῦ Μπλαγοβεστσένσκ, τόν Ἀλέξιο τοῦ Τσιστοπόλσκ, στόν Νικάνορα τοῦ Καζάν, στόν Εὐσέβιο τοῦ Βλαντιβοστόκ, στούς Νικόλαο καί Σέργιο τῆς Ἰαπωνίας. Σέ σᾶς ὅμως ὄχι. Δέν μπόρεσα. Κάτι μ’ ἐμπόδιζε...»
Κύριέ μου καί Ἱεράρχα τοῦ Θεοῦ, μέ ὀδύνη καί δάκρυα σᾶς ἱκετεύω, συγχωρῆστε με τόν ἄθλιο, στό ὄνομα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.»
Ὤ, κουράστηκα νά μιλάω. Εἶμαι κατάκοπος, πονάω πολύ. Δυό μέρες γράφει αὐτό τό γράμμα ὁ καλός μου σύντροφος, πού τοῦ τό ὑπαγορεύω. Πρέπει ὅμως νά συνεχίσω.»
Τρία χρόνια μετά τήν ὀκτωβριανή ἐπανάσταση, τό 1920, βρέθηκα στήν πόλη Γιούν-Πινφού. Ὑπηρέτησα σάν ἐφημέριος στήν ἐκεῖ ρωσική ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ. Ἐπιθυμοῦσα πολύ νά ἐπισκεφθῶ τήν πατρίδα μου, ἀλλά τά ἐπαναστατικά γεγονότα δέν μοῦ τό ἐπέτρεπαν. Πέρασαν ἔτσι δεκαέξι χρόνια. Τελικά τό 1936 δέν ἄντεξα. Πῆρα τό πλοῖο γιά νά πάω, ἔστω καί γιά λίγο, στήν ἀγαπημένη μου Καμτσάτκα.»
Δὲν πρόλαβα ὅμως νά κατέβω καλά-καλά στήν ἀποβάθρα τοῦ Πετροπαυλόφσκ, καί μέ συνέλαβαν. Λές καί μέ περίμεναν. Μ’ ἔκλεισαν στίς φυλακές (πρῶτα κάπου στίς ὄχθες τοῦ Ἀμούρ κι ἔπειτα στήν Κολίμ τῆς Τσοκότκα) γιά δεκαοχτώ ὁλόκληρα χρόνια. Τό 1954 μέ ἀποφυλάκισαν. Ἀλλά τί χρειάζονταν πιά ἕνα ἄρρωστο καί ἀνίκανο γέρο ὀγδονταδύο ἐτῶν; Τούς ἥμουν ἄχρηστος. Ἔτσι, μαζί μέ ἄλλους ἀναπήρους, μ’ ἔφεραν σέ τοῦτο τό θλιβερό ἵδρυμα.»
Αὐτή εἶναι, μέ δύο λόγια ἡ ζωή μου.»
Κουράστηκα, κουράστηκα δεσπότη μου. Μακάρι νά μποροῦσα –θά τό ἤθελα πολύ- νά βρεθῶ κοντά Σας καί νά Σᾶς διηγηθῶ μέ κάθε λεπτομέρεια ὅλα τά περιστατικά τῆς ζωῆς μου –στήν Καμτσάτκα, στή Μόσχα, στήν Ἰαπωνία, στή φυλακή, ἐδῶ.... Ὅμως δέν εἶναι δυνατό. Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν! »
Σᾶς βάζω βαθειά μετάνοια καί ζητῶ ταπεινά τίς προσευχές Σας καί τήν ἀρχιερατική Σας εὐλογία.
Ὁ ἀνάξιος δοῦλος Σας
Κυριακός ἱερομόναχος
Τό Φεβρουάριο τοῦ 1961 ἕνα σύντομο γράμμα μέ πληροφόρησε γιά τήν εἰρηνική ἐκδημία του. Ὁ Κύριος ἄς τόν ἀναπαύσει.
Ἀναμνήσεις ἀπό τήν Καμτσάτκα
Ὁ ἐπίσκοπος Ἀλέξιος ἦταν πολύ μορφωμένος, πρύτανις τῆς Θεολογικῆς Ἀκαδημίας τῆς Μόσχας καί πολυγραφότατος συγγραφέας. Διάβασα ἀργότερα πολλά βιβλία του. Ἦταν ὅμως καί πολύ ἐνάρετος. Μέ ἀγάπησε δυνατά. Τοῦ διηγήθηκα τή ζωή μου, τήν ἀπάτη πού ἔκανα γιά νά βαπτιστῶ, τήν κατοπινή θαυμαστή μεταστροφή μου καί τό πῶς ἄρχισε νά μέ βασανίζει καί νά μέ καίει ἡ ἐπιθυμία νά γίνω σάν τόν μπάτουσκα Νέστορα, πού μέ βάπτισε, δηλαδή μοναχός καί ἱερέας.»
Ὁ ἐπίσκοπος Ἀλέξιος μέ χειραγώγησε πνευματικά γιά ἕνα χρόνο. Δέν τόν ἐπηρέασαν οἱ ἱκεσίες καί τά κλάματα. Ἤθελε πρῶτα νά ἐξακριβώσει τήν καθαρότητα καί σταθερότητα τοῦ ζήλου μου. Ἔπειτα μ’ ἔκειρε μοναχό, δίνοντάς μου τό ὄνομα τοῦ μεγάλου ἀναχωρητῆ ὁσίου Κυριακοῦ.»
Ἡ μέρα τῆς κουρᾶς μου ἦταν ἡ πιό μεγάλη, ἡ πιό εὐτυχισμένη μέρα τῆς ζωῆς μου. Μέ πόση χαρά, μέ πόση συγκίνηση, μέ πόσο δέος πλησίασα γιά νά λάβω τό ἀγγελικό σχῆμα, ἐνῶ οἱ χοροί ἔψαλλαν: «Ἀγκάλας πατρικάς, διανοῖξαι μοι σπεῦσον, ἀσώτως τόν ἐμόν κατηνάλωσα βίον....».
Μέχρι σήμερα ἠχεῖ στ’ αὐτιά μου ἡ ἐρώτηση του ἐπισκόπου, ἀπό τήν ἀκολουθία τῆς κουρᾶς: «Ὑπομένεις πᾶσαν θλῖψιν καί στενοχωρίαν τοῦ μονήρους βίου διά τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν;» Καί ἡ σταθερή, ἡ ἀταλάντευτη ἀπάντησή μου, ἡ ἀπάντηση ἑνός πρώην θεομπαίχτη καί δαιμονολάτρη, ἦταν: «Ναί, τοῦ Θεοῦ συνεργοῦντός μοι, τίμιε πάτερ!».
Πολύ σύντομα ὁ ἐπίσκοπος Ἀλέξιος μέ χειροτόνησε ἱερέα, κι ἔπειτα μέ πῆρε στὴν Ἀκαδημία καί μ’ ἔγραψε στό ἱεραποστολικό τμῆμα. Φοίτησα ἐκεῖ ἑνάμιση χρόνο. Μετά τήν ἀποφοίτησή μου, τοποθετήθηκα καί ἐργάστηκα γιά ἕνα χρόνο στό Μπίισκ, τῆς περιοχῆς Ἀλτάι.
Τέλος μετά ἀπό αἴτησή μου, ἡ Ἐκκλησία μ’ ἔστειλε νά διακονήσω τό λογικό ποίμνιο τοῦ ἀρχιεπισκόπου Βλαντιβοστόκ Εὐσεβίου. Ἦταν τό ἔτος 1912.
»Θυμᾶμαι, πού στήν πρώτη μας συζήτηση ὁ καλός ποιμενάρχης μοῦ εἶπε:»
- Ἀδελφέ μου π. Κυριακέ, ἡ δική μου καταγωγή εἶναι ἀπό τό Τούλσκ. Ξέρεις, ἐκεῖ πού φτιάχνουν τά καλά σαμοβάρια. Ἀλλά ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ μ’ ἔφερε ἐδῶ ἀπό πολλά χρόνια, τότε πού ἤμουν ἀκόμη νεοχειροτόνητος ἱερομόναχος. Ὅταν τελείωσα τίς σπουδές μου στήν Ἀκαδημία τῆς Μόσχας, μοῦ εἶπαν: «Δέν ἔχουμε κάποιο λόγο νά σέ κρατήσουμε ἐδῶ, στή Μόσχα.
Οὔτε καί στό Τούλσκ μπορεῖς νά πᾶς, γιατί δέν ὑπάρχει ἀνάγκη ἱερέα. Ὁ Θεός σέ στέλνει νά διακονήσεις τό ποίμνιό Του στή Σιβηρία». Κι ἐσύ τώρα ἀδελφέ μου π. Κυριακέ, νομίζω πώς εἶναι Θεοῦ θέλημα νά διακονήσεις στά νησιά Κουρίλες τούς ἰάπωνες κατοίκους. Θά μπορέσεις νά τούς προσεγγίσεις εὐκολότερα ἀπό ὁποιονδήποτε, γιατί τό χρῶμα καί τά χαρακτηριστικά σου εἶναι ὅμοια μέ τά δικά τους. Θά πᾶς νά βρεῖς τό δεσπότη Νικόλαο (Κασάτικιν) ἐκ μέρους μου. Κι ἐκεῖνος θά δεῖ σέ τί θέση καί διακονία θά σέ τοποθετήσει.
»Ἀπάντησα μέ σεβασμό στόν ἀρχιεπίσκοπο Εὐσέβιο, ὅτι εἶμαι ἀποφασισμένος νά κάνω ὑπακοή καί νά πάω ὅπου μέ στείλει ὁ Θεός.»
Ὅμως, μόνο λίγε ἡμέρες ἀξιώθηκα νά ὑπηρετήσω κοντά στό δεσπότη Νικόλαο. Ὁ μεγάλος φωτιστής τῶν ἰαπώνων, ἐξαντλημένος ἀπό τούς κόπους καί τίς ταλαιπωρίες, ἀναπαύθηκε στίς 3 Φεβρουαρίου τοῦ 1912, σέ ἡλικία 76 ἐτῶν, μετά ἀπό μισόν αἰώνα ἱεραποστολῆς στή χώρα τοῦ ἀνατέλλοντος ἡλίου.»
Ὀκτώ χρόνια ἔζησα ἀκόμα ἐκεῖ, κάτω ἀπό τόν νέο ἐπίσκοπο Σέργιο (Τυχομίρωφ), καί ἐργάστηκα ταπεινά γιά τή δόξα τοῦ Κυρίου ἀνάμεσα στούς εἰδωλολάτρες. Στό διάστημα αὐτό μ’ ἔστειλε ὁ δεσπότης δυό φορές στό Βλαντιβοστόκ γιά ὑπηρεσία. Τή μιά φορά ἔμεινα τέσσερις μῆνες. Τότε ἀκριβῶς, φθινόπωρο τοῦ 1916, ἔγινε στό καθεδρικό ναό τῆς πόλεως ἡ χειροτονία σας σέ ἐπίσκοπο, στήν ὁποία παραβρέθηκα.
Τότε πίεσα τόν ἑαυτό μου νά σᾶς πλησιάσω, καί νά σᾶς ζητήσω συγχώρηση γιά τό μεγάλο ἁμάρτημα, πού διέπραξα σέ βάρος σας καί σέ βάρος τοῦ ἁγίου Θεοῦ. Σέ ἕξι ἱεράρχες ἐξομολογήθηκα τό ἀνοσιούργημά μου: στό Βλαδίμηρο τοῦ Μπλαγοβεστσένσκ, τόν Ἀλέξιο τοῦ Τσιστοπόλσκ, στόν Νικάνορα τοῦ Καζάν, στόν Εὐσέβιο τοῦ Βλαντιβοστόκ, στούς Νικόλαο καί Σέργιο τῆς Ἰαπωνίας. Σέ σᾶς ὅμως ὄχι. Δέν μπόρεσα. Κάτι μ’ ἐμπόδιζε...»
Κύριέ μου καί Ἱεράρχα τοῦ Θεοῦ, μέ ὀδύνη καί δάκρυα σᾶς ἱκετεύω, συγχωρῆστε με τόν ἄθλιο, στό ὄνομα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.»
Ὤ, κουράστηκα νά μιλάω. Εἶμαι κατάκοπος, πονάω πολύ. Δυό μέρες γράφει αὐτό τό γράμμα ὁ καλός μου σύντροφος, πού τοῦ τό ὑπαγορεύω. Πρέπει ὅμως νά συνεχίσω.»
Τρία χρόνια μετά τήν ὀκτωβριανή ἐπανάσταση, τό 1920, βρέθηκα στήν πόλη Γιούν-Πινφού. Ὑπηρέτησα σάν ἐφημέριος στήν ἐκεῖ ρωσική ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ. Ἐπιθυμοῦσα πολύ νά ἐπισκεφθῶ τήν πατρίδα μου, ἀλλά τά ἐπαναστατικά γεγονότα δέν μοῦ τό ἐπέτρεπαν. Πέρασαν ἔτσι δεκαέξι χρόνια. Τελικά τό 1936 δέν ἄντεξα. Πῆρα τό πλοῖο γιά νά πάω, ἔστω καί γιά λίγο, στήν ἀγαπημένη μου Καμτσάτκα.»
Δὲν πρόλαβα ὅμως νά κατέβω καλά-καλά στήν ἀποβάθρα τοῦ Πετροπαυλόφσκ, καί μέ συνέλαβαν. Λές καί μέ περίμεναν. Μ’ ἔκλεισαν στίς φυλακές (πρῶτα κάπου στίς ὄχθες τοῦ Ἀμούρ κι ἔπειτα στήν Κολίμ τῆς Τσοκότκα) γιά δεκαοχτώ ὁλόκληρα χρόνια. Τό 1954 μέ ἀποφυλάκισαν. Ἀλλά τί χρειάζονταν πιά ἕνα ἄρρωστο καί ἀνίκανο γέρο ὀγδονταδύο ἐτῶν; Τούς ἥμουν ἄχρηστος. Ἔτσι, μαζί μέ ἄλλους ἀναπήρους, μ’ ἔφεραν σέ τοῦτο τό θλιβερό ἵδρυμα.»
Αὐτή εἶναι, μέ δύο λόγια ἡ ζωή μου.»
Κουράστηκα, κουράστηκα δεσπότη μου. Μακάρι νά μποροῦσα –θά τό ἤθελα πολύ- νά βρεθῶ κοντά Σας καί νά Σᾶς διηγηθῶ μέ κάθε λεπτομέρεια ὅλα τά περιστατικά τῆς ζωῆς μου –στήν Καμτσάτκα, στή Μόσχα, στήν Ἰαπωνία, στή φυλακή, ἐδῶ.... Ὅμως δέν εἶναι δυνατό. Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν! »
Σᾶς βάζω βαθειά μετάνοια καί ζητῶ ταπεινά τίς προσευχές Σας καί τήν ἀρχιερατική Σας εὐλογία.
Ὁ ἀνάξιος δοῦλος Σας
Κυριακός ἱερομόναχος
* * *
Ἡ ἀλληλογραφία μου μέ τόν π. Κυριακό συνεχίστηκε μέχρι τήν κοίμησή του.Τό Φεβρουάριο τοῦ 1961 ἕνα σύντομο γράμμα μέ πληροφόρησε γιά τήν εἰρηνική ἐκδημία του. Ὁ Κύριος ἄς τόν ἀναπαύσει.
Μητροπολίτου Κυροβογκράντ καί Νικολάεφ Νέστορος
Ἀναμνήσεις ἀπό τήν Καμτσάτκα
Ἀπόδοση ἀπό τά ρωσικά
Ἔκδοση Τρίτη
Ἱερά Μονή Παρακλήτου Ωρωπός Ἀττικῆς 2001
σελ.111-120
Ἐπιμέλεια κειμένου και πηγή στο Διαδίκτυο Ἀναβάσεις
Διαβάστε τά ὑπόλοιπα πατώντας Ἀναμνήσεις ἀπό τήν Καμτσάτκα
http://anavaseis.blogspot.gr/2013/04/blog-post_1895.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου