Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ι.Μ.Παρακλήτου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ι.Μ.Παρακλήτου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2013

Οἱ λογισμοί τῆς βλασφημίας. Ὅσιος Νήφων Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς

Οἱ λογισμοί τῆς βλασφημίας
Ὁ βίος τοῦ Ὁσίου Νήφωνος Ἐπισκόπου Κωνσταντιανῆς τῆς κατ’ Ἀλεξάνδρειαν

Τι νά σοῦ πῶ, πάτερ; εἶπε ὁ ἐπισκέπτης μέ φανερή ἱκανοποίηση.  Πολλές συμβουλές ἔχω ἀκούσει μέχρι σήμερα, μά ποτέ δέν ὠφελήθηκα τόσο.  Στ’ ἀλήθεια, ὁ Θεός ζεῖ μέσα σου κι ἐσύ μέσα σ’ Αὐτόν.
 Γι’ αὐτό θέλω νά σέ ρωτήσω γιά ἕνα σοβαρό πρόβλημά μου: Τί νά κάνω, πού ὁ δαίμονας τῆς βλασφημίας δέν παύει νά μ’ ἐνοχλεῖ ποτέ, εἴτε τρώω εἴτε πίνω εἴτε κοιμᾶμαι, πιό πολύ ὅμως ὅταν βρίσκομαι στήν ἐκκλησία;
Μοῦ βάζει στό νοῦ αἱρετικές ἰδέες καί ἀκατανόμαστους λογισμούς γιά τόν Κύριο καί τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, μά καί ἄλλες διάφορες.  Τόσο σκληρά μέ πολεμάει, πού ἀπελπίζομαι καί δέν ξέρω τί νά κάνω; Συχνά φοβᾶμαι μήν πέσει φωτιά ἀπό τόν οὐρανό καί μέ κάνει στάχτη!....
-Ἄκουσε με, παιδί μου , καί θά παρηγορηθεῖς λιγάκι, ἀπάντησε καθησυχαστικά ὁ ἅγιος.  Παρατήρησε τή θάλασσα. Ὅταν φουρτουνιάσει, τί ἄγρια κύματα ξαποστέλνει στίς ἀκτές, καί μέ τί φοβερή ὁρμή πέφτουν αὐτά πάνω στά βράχια!  Παθαίνουν ὅμως τίποτα τά βράχια ἀπό τά μαστιγώματα τῶν κυμάτων; Ἤ μήπως μένουν τά κύματα πάνω στά βράχια; Ὄχι.  Χτυπᾶνε πάνω τους καί γυρίζουν πάλι πίσω.
Ἔτσι καί οἱ λογισμοί τῆς βλαφημίας.
 Ξεκινοῦν ἀπό τό διάβολο καί χτυπᾶνε στήν ἀνθρώπινη διάνοια.  Γιά ποιό λόγο; Προφανῶς γιά νά ρίξουν στήν ἀπόγνωση τους δούλους τοῦ Θεοῦ.  Καί ἀφοῦ ὁ πονηρός κατορθώσει νά φέρει μιά ψυχή σέ ἀπόγνωση, τῆς ἑτοιμάζει ἔπειτα καί τήν κρεμάλα!
Ναί, πολλούς θανάτωσε ἔτσι ὁ λυμεώνας καί παρέδωσε τίς ψυχές τους στήν ἀπώλεια. Ἄν πάλι δέν μπορέσει ν’ ἀπελπίσει τόν ἄνθρωπο, πασχίζει τουλάχιστον νά τόν κλονίσει. Κι ἄν αὐτός μείνει ἐντελῶς ἀκλόνητος, τότε ὁ διάβολος νικιέται καί ρεζιλεύεται καί οἱ πανουργίες του γυρίζουν στό κεφάλι του.
Ὁ ἄνθρωπος πάλι πού δοκίμασε τόν πειρασμό, ὄχι μόνο δέν ἀνταποκρίνεται, ἀλλά μᾶλλον στεφανώνεται καί δοξάζεται ἀπό τό Θεό.  Κι ἐσύ λοιπόν, παιδί μου, κάνε ὑπομονή, θερμαίνοντας τό ζῆλο σου μέ προσευχή καί νηστεία, καί θά φύγει μακριά σου ὁ πονηρός. Γιατί, ὅπως εἶπε ὁ Κύριος, «τοῦτο τὸ γένος οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ»52.
Μ’ αὐτά τά λόγια ἐνίσχυσε πολύ τόν ἀδελφό, πού ἔφυγε παρηγορημένος καί εἰρηνικός.  Μόλις ὅμως τόν ξεπροβόδισε καί ξαναγύρισε στή θέση του, μᾶς εἶπε καί τοῦτο:
-Θά προσθέσω κάτι πού δέν μποροῦσα νά τό πῶ μπροστά του, ἐσεῖς ὅμως πρέπει νά τό ξέρετε; Ἡ βλασφημία γεννιέται ἀπό τήν κατάκριση καί τήν ὀργή.

  Ἕνας Ἀσκητής Ἐπίσκοπος
Ὅσιος Νήφων  Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς
 (σελ
.106-107)
Ἱερὰ Μονή Παρακλήτου
Ὠρωπος Ἀττικῆς 2004
 Ἀναβάσεις 
 
4 Δεκεμβρίου 2013

Διαβάστε τά ὑπόλοιπα πατώντας  Ἅγιος Νήφων Κωνσταντιανῆς

http://anavaseis.blogspot.gr/2013/12/blog-post_4.html

Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2013

Γιατί ὁ κόσμος μισεῖ τούς δικαίους. Ὅσιος Νήφων Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς



Γιατί ὁ κόσμος μισεῖ τούς δικαίους
Ὁ βίος τοῦ Ὁσίου Νήφωνος Ἐπισκόπου Κωνσταντιανῆς τῆς κατ’ Ἀλεξάνδρειαν
Πες μου, πάτερ, σέ παρακαλῶ, καί κάτι ἄλλο: Γιά ποιό λόγο οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι μισοῦν τούς δικαίους; Γιατί τούς περιφρονοῦν; Γιατί σκανδαλίζονται μαζί τους; Ἀντίθετα, λίγοι εἶν’ ἐκεῖνοι πού τούς τιμοῦν....
-Πολύ συμφέρει τούς δικαίους, παιδί μου, ἡ περιφρόνηση τῶν ἀνθρώπων. Τούς ταιριάζει, θά ’λεγα, ὅπως ταιριάζουν στόν οὐρανό τ’ ἀστέρια. Εἶδα μάλιστα ἐνάρετο, πού κέρδισε πενήντα στεφάνια σέ μιά μέρα ἀπό τίς κακολογίες τῶν ἄλλων.
-Καί μέ ποιό τρόπο τά κέρδισε;  Ρώτησε ἀπορημένα ὁ ἀδελφός.
-Ἄκουσε: Ὁ ἄνθρωπος αὐτός ἔμενε στά Βούκολα. Ἦταν ἐπιφανής καί ἀξιοσέβαστος. Ἔκανε πολλά καλά ἔργα στούς συνανθρώπους του καί ὅλους τούς ἀγαποῦσε σάν ἄγγελος τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνοι, ὡστόσο, πλανέθηκαν ἀπό τόν πονηρό κι ἄρχισαν ν’ ἀντιπαθοῦν τόν εὐρεγέτη τους σά νά ἦταν κακοῦργος.
 Ἄλλοι ἔλεγαν πώς εἶναι δολερός, ἄλλοι ἀκόλαστος, ἄλλοι κλέφτης καί ἄλλοι αἱρετικός!  Ἔχει, βλέπεις, τή συνήθεια ὁ διάβολος νά διασύρει τούς ἁγίους μέ τό στόμα τῶν ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως γιά τόν ὁποῖο μιλάω, ἀκούγοντας τίς συκοφαντίες αὐτές χαιρόταν εἰλικρινά καί εὐχαριστοῦσε τό Θεό. ‟Κύριε’’, ἔλεγε, ‟δεῖξε τό ἔλεός Σου σ’ ὅσους μέ μισοῦν, μέ συκοφαντοῦν, μέ διασύρουν. Κανένας ἀπ’ τούς ἀδελφούς νά μήν πάθει κακό γιά μένα τόν ἁμαρτωλό, οὔτε στήν παρούσα ζωή οὔτε στήν ἄλλη. 

Σύντριψε ὅμως καί ἀφάνισε τούς πονηρούς δαίμονες, πού τούς ξεσηκώνουν ἐναντίον μου.  Σέ παρακαλῶ, Θεέ μου, ὅπως δέν ἀποστράφηκες ἐμένα τόν βέβηλο, ὅσες φορές ἁμάρτησα καί πρόστρεξα στήν εὐσπαλχνία Σου ζητώντας συγχώρηση, ἔτσι καί νά μήν ἀποστραφεῖς τώρα κι αὐτούς, πού κατηγοροῦν τό ἀχρεῖο δοῦλο Σου. Ἀντίθετα, ἁγίασέ τους μέ τό ἔλεός Σου καί σκέπασέ τους μέ τήν ἀγαθότητά Σου’’. 
Ἔτσι προσευχόταν, ἀγαπητέ, ὁ δίκαιος ἐκεῖνος, γι’ αὐτούς πού τόν μισοῦσαν καί τόν κακολογοῦσαν!  Καί κοίταξε τί θαυμαστό γινόταν: Ὅσε φορές τή μέρα βίαζε τόν ἑαυτό του καί προσευχόταν γιά τούς ἐχθρούς του, τόσες φορές κατέβαινε ἄγγελος Κυρίου καί τοποθετοῦσε στό κεφάλι του οὐράνιο διαμαντοστόλιστο στεφάνι.
Αὐτό, βέβαια, δέν τό καταλάβαινε ὁ ἴδιος, γιατί ὁ Θεός τόν στεφάνωσε ἀόρατα.... Γι’ αὐτό λοιπόν, παιδί μου, ἐπιτρέπει πολλές φορές ὁ ἀγαθός Θεός νά κακολογοῦνται καί νά ἐξουθενώνονται οἱ ἐνάρετοι, γιά ν’ αὐξήσουν ἔτσι τά στεφάνια τους καί τά βραβεῖα τους καί τούς οὐράνιους μισθούς τους.
-Ὡστόσο, ὅπως εἶπα καί πρίν, πάτερ, δέν μπορῶ νά καταλάβω γιατί οἱ δίκαιοι σ’ ἄλλους ἀνθρώπους ἀρέσκουν καί σ’ ἄλλους ὄχι.
-Πρόσεξε, παιδί μου, καί θά σοῦ τό ἐξηγήσω μέ μερικά παραδείγματα: Δέν βλέπεις πού ὁ Θεός στέλνει βροχή, καί δέν ἀρέσει σέ ὅλους;  Ὅπως συνήθως, ἄλλοι λένε τό ἕνα καί ἄλλοι τό ἄλλο. Ὁ ἕνας λέει: ‟Δόξα σοι ὁ Θεός!  Θά ποτιστεῖ ἡ γῆ!’’.  Ὁ ἄλλος ἀντίθετα: ‟Κακό πού μᾶς βρῆκε! Πάει ἡ σοδειά!’’. 
Ἄν πάλι ὁ Θεός στείλει βαρύ χειμώνα, οἱ φτωχοί, τρέμοντας ἀπό τή παγωνιά, λένε μέ παράπονο: Ἄχ, γιατί νά κάνει ὁ Θεός τόσο κρύο;’’. Οἱ πλούσιοι, ἀπεναντίας, τότε ἀκριβῶς ἀπολαμβάνουν περισσότερο τή θαλπωρή, γιατί ἔχουν ὅλα ὅσα χρειάζονται –καί θέρμανση καί χοντρά ροῦχα καί κρασί καί ζεστό ψωμί καί κρέατα καί καθετί πού ἀναπαύει τό σῶμα.  Τέλος πάντων, φεύγει ὁ χειμώνας, ἔρχεται ἡ ἄνοιξη καί ἀκολουθεῖ τό καλοκαίρι μέ τήν πολλή ζέστη. 
Τότε λένει μερικοί: ‟Ὁ χειμώνας εἶναι πολύ καλύτερος. Οὔτε μύγες ἔχει, οὔτε ψύλλους οὔτε κοριούς’’.  Καί, κοντολογῆς, ἄλλοι προτιμοῦν τό χειμώνα σάν ὑγιεινόετρο, ἄλλοι τήν ἄνοιξη σάν γλυκύτερη, ἄλλοι τό καλοκαίρι σάν θερμότερο.... Ἀλλά γιατί στά λέω ὅλ’ αὐτά; Φτάνει μόνο νά σκεφτεῖς, ὅτι ὁ Χριστός, ὁ Κύριος καί Θεός μας, ἔγινε ἄνθρωπος, συναναστράφηκε μέ τούς ἀχάριστους Ἑβραίους καί τούς εὐεργέτησε μέ μύρια καλά –δαιμόνια ἔδιωξε, λεπρούς καθάρισε, τυφλούς φώτισε, κουτσούς στήριξε, παράλυτους σήκωσε, νεκρούς ἀνέστησε, τελῶνες διόρθωσε,πόρνες συνέτισε, μέ λίγα ψωμιά πλήθη χόρτασε καί τόσα ἄλλα ἔκανε, γιά τά ὁποῖα φθαρτός ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά μιλήσει.  Καί γιά ὅλα τοῦτα ποιά ἦταν ἡ ἀνταμοιβή τοῦ Κυρίου μας;
Ὁ φθόνος, ἡ συκοφαντία, οἱ ἐξευτελισμοί, τά ραπίσματα, ἡ μαστίγωση, τά φτυσίματα καί στό τέλος ἡ σταύρωση! Ἄν λοιπόν ὁ Πλάστης μας δέν ἄρεσε σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους, πῶς θά τούς ἀρέσει ὁ δίκαιος συνάνθρωπός τους; Ξέρεις, παιδί μου, ὅτι ὁ ἐνάρετος Ἄβελ ἔζησε τότε πού ἐλάχιστοι ἄνθρωποι ὑπῆρχαν πάνω στή γῆ. 
Καί παρόλο πού δέν ἔκανε τό παραμικρό κακό στόν ἀδελφό του Κάιν, αὐτός σκοτισμένος ἀπό τόν πονηρό, τόν φθόνησε καί τόν σκότωσε. Σκέψου λοιπόν, ἄν τότε, πού ὑπῆρχαν μονάχα δυό ἀδέλφια στή γῆ, ὁ δίκαιος Ἄβελ δέν μπόρεσε νά ξεφύγει ἀπ’ τόν ἀνθρώπινο φθόνο, θά μπορέσει κανείς σήμερα ζώντας ἀνάμεσα σέ τόσο κόσμο; Ἀδύνατον!  Εἶναι γραμμένο ἄλλωστε: «Τέκνον, εἰ προσέρχῃ δουλεύειν Κυρίῳ Θεῷ, ἑτοίμασον τὴν ψυχήν σου εἰς πειρασμόν»33.

33. Σειράχ 2:1
  Ἕνας Ἀσκητής Ἐπίσκοπος
Ὅσιος Νήφων  Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς
 (σελ
.91-94)
Ἱερὰ Μονή Παρακλήτου
Ὠρωπος Ἀττικῆς 2004
 Ἀναβάσεις 
 
1 Δεκεμβρίου 2013

Διαβάστε τά ὑπόλοιπα πατώντας  Ἅγιος Νήφων Κωνσταντιανῆς
 
http://anavaseis.blogspot.gr/2013/12/blog-post_6256.html

Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2013

Ἡ ὥρα τοῦ φαγητοῦ. Ἡ ἐξουδετέρωση τῆς ὑπερηφάνειας. Ὅσιος Νήφων Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς

 Ἡ ὥρα τοῦ φαγητοῦ
 Ὁ βίος τοῦ Ὁσίου Νήφωνος Ἐπισκόπου Κωνσταντιανῆς τῆς κατ’ Ἀλεξάνδρειαν

Κάποτε, καθώς περνοῦσε ἔξω ἀπό ἕνα σπίτι, εἶδε ἀπό τ’ ἀνοιχτό παράθυρο τό νοικοκύρη νά κάθεται στό τραπέζι καί νά τρώει μέ τή γυναίκα του καί τά παιδιά του.  Φαίνονταν πολύ φτωχοί.  Παρατήρησε ὅμως, ὅτι δίπλα σέ καθένα ἀπό τά μέλη τῆς οἰκογένειας παραστεκόταν κι ἀπό ἕνας ὡραῖος καί λαμπροφορεμένος νέος.
-Ἄλλο καί τοῦτο! μονολόγησε παραξενεμένος ὁ ὅσιος. Οἱ καθισμένοι εἶναι φτωχοί. Τί λέω φτωχοί; Πάμφτωχοι.  Καί οἱ ὄρθιοι, οἱ διακονητές τους, εἶναι λαμρποφορεμένοι!
Τήν ἀπορία του ἔλυσε ὁ Κύριος, πού τοῦ ἐξήγησε τό παράδοξο θέαμα: Οἱ νέοι ἐκεῖνοι ἦταν ἄγγελοι. Αὐτοί στέλνονται ἀπό τό Θεό γιά νά παραστέκουν τούς χριστιανούς τήν ὥρα τοῦ φαγητοῦ. Ἄν, τρώγοντας λένε λόγια ὠφέλιμα καί κατανυκτικά, οἱ ἄγγελοι χαίρονται καί εὐφραίνονται μαζί τους.
 Ἄν ὅμως ἀκουστεῖ στό τραπέζι αἰσχρολογία ἤ κατάκριση, παρευθύς, ὅπως ὁ καπνός διώχνει τίς μέλισσες, ἔτσι καί ὁ κακός λόγος διώχνει τούς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ.  Καί μόλις φύγουν οἱ ἅγιοι ἄγγελοι, ἔρχεται ἕνας ζοφερός δαίμονας καί κυλιέται ἀνάμεσα στούς φλύαρους καί λοίδορους συνδαιτημόνες, σκορπίζοντας γύρω του καπνιά καί δυσωδία.
Ἀπό τά λόγια λοιπόν καί τίς συζητήσεις τῶν χριστιανῶν στό τραπέζι, ἐξαρτᾶται ἡ παρουσία εἴτε τῶν ἀγγέλων τοῦ φωτός εἴτε τῶν πνευμάτων τοῦ σκότους.



Ἡ ἐξουδετέρωση τῆς ὑπερηφάνειας 

Χάρη σ’ ὅλες αὐτές τίς διδαχές καί ἀποκαλύψεις του, ὁ ὅσιος εἶχε γίνει γνωστός σέ ἀρκετούς, πού ἔτρεχαν νά τόν ἀκούσουν καί νά ὠφεληθοῦν. Μερικοί μάλιστα τόν τιμοῦσαν σάν ἅγιο.
Κάποια μέρα λοιπόν τόν ἐπισκέφθηκε κι ἕνας ἀδελφός, πού διψοῦσε νά μάθει πολλά ἀπ’ αὐτόν.  Καί σέ μιά στιγμή, καθώς συζητοῦσαν, τοῦ λέει:
-Πάτερ, ἀπορῶ  μαζί σου, πῶς δέν ὑπερηφανεύεσαι, πού τόσοι σέ τιμοῦν καί σέ παινεύουν;
-Μά δέν ξέρεις παιδί μου πῶς;
-Ὄχι, πάτερ. Ἄν τό ἤξερα, δέν θά ρωτοῦσα τήν ἁγιωσύνη σου.
-Ἔ, τότε ἄκουσε. Δυό καί τρεῖς καί τέσσερις φορές κάθε μέρα φέρνω στό νοῦ μου τίς ἁμαρτίες μου, πού ἔκανα τόν καιρό τῆς ἀποστασίας μου.  Καί ὅσο τίς σκέφτομαι, τόσο σπαράζει ἡ ψυχή μου, γιατί , χωρίς ἀμφιβολία, δέν βρίσκω πώς ἔκανα ποτέ κάτι ἀρεστό στό Θεό. Ὅταν πάλι ἀκούω κανένα ἔπαινο γιά μένα, ἐξουθενώνω καί τόν ἑαυτό μου καί τόν ἔπαινο. Ἐσύ, λόγου χάρη, μ’ ἐπαινεῖς μιά-δυό φορές τήν ἑβδομάδα; Ἐγώ ὅμως, ἀπό τήν ἄλλη, ἀδιάκοπα βρίζω τόν ἑαυτό μου καί τόν ἐξευτελίζω καί τόν σιχαίνομαι σάν ψόφιο σκυλί, σκουληκιασμένο καί βρωμισμένο.  Νά γιατί λοιπόν δέν ὑπερηφανεύομαι.


  Ἕνας Ἀσκητής Ἐπίσκοπος
Ὅσιος Νήφων  Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς
 (σελ
.89-91)
Ἱερὰ Μονή Παρακλήτου
Ὠρωπος Ἀττικῆς 2004
 Ἀναβάσεις 
 
26 Νοεμβρίου 2013

Διαβάστε τά ὑπόλοιπα πατώντας  Ἅγιος Νήφων Κωνσταντιανῆς


http://anavaseis.blogspot.gr/2013/11/blog-post_7559.html

Τά κατορθώματα τῶν δαιμόνων. Ὅσιος Νήφων Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς

Τά κατορθώματα τῶν δαιμόνων
Ὁ βίος τοῦ Ὁσίου Νήφωνος Ἐπισκόπου Κωνσταντιανῆς τῆς κατ’ Ἀλεξάνδρειαν

Με τά φωτισμένα μάτια τῆς ψυχῆς του ὁ ἅγιος ἔβλεπε πῶς πήγαιναν οἱ δαίμονες νά πειράξουν τούς ἀνθρώπους.  Τούς πλησίαζαν καί τούς ψιθύριζαν κάθε λογῆς πονηρίες, παρακινώντας τους σέ διάφορα ἁμαρτήματα.
Κι ἐκεῖνοι, ζαλισμένοι ἀπό τίς ἔγνοιες καί τίς σκοτοῦρες τῆς ζωῆς, δέν ὑποψιάζονταν ὅτι αὐτό πού συλλογιζόταν ὁ νοῦς τους ἦταν ἀπό δαιμονική ἐνέργεια. Ἔτσι, δέχονταν καί μελετοῦσαν τούς λογισμούς σάν δικούς τους.  Καί ἀφοῦ τούς καλλιεργοῦσαν ἀρκετά μέσα στό μυαλό τους, ἔπεφταν στά ἀντίστοιχα ἁμαρτήματα -ἄλλοι σέ ὀργή, ἄλλοι σέ κατάκριση, ἄλλοι σέ μνησικακία, ἄλλοι σέ διαμάχη καί ἄλλοι σέ ἄλλα.
Βλέποντας τα ὅλ’ αὐτά ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ, ἔλεγε μέ θλιψη:
-Ἄ, τούς πανούργους!  Γίνανε ἀφεντικά, οἱ ἄθλιοι, καί δίνουν προσταγές στούς ἀνθρώπους!  Αὐτοί πάλι, νομίζοντας πώς ὅλες οἱ σκέψεις γεννιοῦνται ἀπό τό δικό τους μυαλό, τίς πραγματοποιοῦν ἀδιάκριτα στό ἄψε σβῆσε.... Νά γιατί δέν πρέπει ποτέ νά κάνουμε κάτι, πρίν καλοεξετάσουμε τούς λογισμούς μας.
Διηγήθηκε μάλιστα κι ἕνα σχετικό περιστατικό:
-Εἶδα κάποτε δυό ἀνθρώπους νά στέκονται ἥσυχοι καί νά δουλεύουν.  Ξαφνικά, πλησιάζει τόν ἕναν κάποιος μαῦρος, σκύβει στ’ αὐτί του καί ἀρχίζει νά τοῦ ψιθυρίζει κάτι, ποίος ξέρει τί.
Μετά ἀπό λίγη ὥρα πάντως καί καθώς ὁ μαῦρος συνέχιζε τούς ψιθύρους του, ἀφήνει ὁ ἄνθρωπος τή δουλειά του, τρέχει στό συντεχνίτη του καί ἀρχίζει νά τόν λούζει μέ βρισιές.  Τότε παρουσιάστηκε ἕνας ἄλλος μαῦρος.
Σίμωσε στ’ αὐτί τοῦ δευτέρου κι ἔπιασε νά τόν ξεσηκώνει κι αὐτόν, μέ τούς δικούς του ψιθυρισμούς, σέ ἀντεπίθεση καί καβγά. Ἔτσι βρέθηκαν κι οἱ δυό νά στέκονται ἀντιμέτωποι καί ν’ ἀλληλοβρίζονται, ἔχοντας πίσω τους τούς δαίμονες νά συνδαυλίζουν τό θυμό τους!  Πόσο ἀγανάκτησα!
Καί συμπλήρωσε μέ φανερή δυσφορία:
-Ἄ, τούς ἀπατεῶνες, τούς βρωμερούς!  Κοίτα πῶς σπέρνουν διχόνοιες ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους!  Μά κι αὐτοί  πάλι, τόσο ἀνόητοι εἶναι; Νά κάνουν ἀναντίρρητα καί ἀπερίσκεπτα ὅ,τι τούς συμβουλέυουν οἱ δαίμονες! ...

  Ἕνας Ἀσκητής Ἐπίσκοπος
Ὅσιος Νήφων  Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς
 (σελ
.88-89)
Ἱερὰ Μονή Παρακλήτου
Ὠρωπος Ἀττικῆς 2004
 Ἀναβάσεις 
 
25 Νοεμβρίου 2013

Διαβάστε τά ὑπόλοιπα πατώντας  Ἅγιος Νήφων Κωνσταντιανῆς
 
http://anavaseis.blogspot.gr/2013/11/blog-post_6526.html

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2013

Τό πνεῦμα τῆς κενοδοξίας. (Μέρος Ἀ). Ὅσιος Νήφων Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς

 Τό πνεῦμα τῆς κενοδοξίας
Ὁ βίος τοῦ Ὁσίου Νήφωνος Ἐπισκόπου Κωνσταντιανῆς τῆς κατ’ Ἀλεξάνδρειαν

Ἄλλοτε πάλι, ἐνῶ καθόμασταν καί συζητούσαμε γιά τήν κενοδοξία καί ἄλλα πνευματικά θέματα, μοῦ λέει:
-Τό πονηρό πνεῦμα τῆς κενοδοξίας εἶναι πολύμορφο, καί χρειάζεται πολλή βία γιά νά ξεφύγει κανείς ἀπ’ αὐτό.  Γιατί κάνει τόν ἐνάρετο νά καμαρώνει γιά τά κατορθώματά του.
Ἄν λ.χ. εἶναι ἐξανλτημένος ἀπό τή νηστεία, τοῦ λέει: ‟Κοίταξε στό νερό τό πρόσπωπό σου. Πόσο λιπόσαρκο εἶναι!  Πῶς νά μή σ’ ἔχουνε μετά οἱ ἄνθρωποι γιά μεγάλο νηστευτή;’’.
Ἄλλοτε τόν ὁρμηνεύει: ‟Περπάτα σκυφτός. Μίλα ψιθυριστά.  Βάδιζε ἀργά. Ἔτσι θά σέ τιμοῦν οἱ ἄνθρωποι’’. 
Καί ἄλλοτε τόν κεντρίζει: ‟Καθώς προχωρᾶς, ἀναστέναζε πότε-πότε, ὥστε νά προκαλεῖς τήν προσοχή τῶν ἄλλων. Ἔτσι θά λένε: Νά ἕνας μεγάλος ἅγιος!’’. Τέτοια καί ἄλλα παρόμοια τοῦ ψιθυρίζει τό πνεῦμα τῆς κενοδοξίας, γιά νά καταλήξει σέ κάτι σάν κι αὐτό: ‟Σοῦ πρέπει λοιπόν νά γίνεις ἐπίσκοπος ἤ τουλάχιστον ἱερέας ἤ ἀρχιδιάκονος ἀφοῦ ὅλοι σέ λένε καί σέ θεωροῦν ἅγιο.  Φρόντισε μόνο νά κάνεις καί μερικά θαύματα γιά νά δοξαστεῖς πιό πολύ. Ἄρχισε νά λές στούς ἀνθρώπους τά μελλούμενα -ἔ, ἀπό τά πολλά πού θά πεῖς, θά βγεῖ καί κανένα ἀληθινό, ὁπότε θά σέ θεωρήσουν σπουδαῖο-, ἐπιτίμα τά δαιμόνια- ἴσως κι αὐτά, μέ τήν ἐπίκληση τοῦ Ἰησοῦ, νά φυγαδευτοῦν, ὁπότε θά δοξαστεῖς κι σάν προφήτης ἤ ἀπόστολος.’’......
Ἀλλά γιατί νά πολυλογῶ; συνέχισε ὁ ὅσιος. Τότε πού ἄρχισα νά μετανοῶ γιά τίς ἀμέτρητες ἁμαρτίες μου, μοῦ ἐπιτέθηκε τό πνεῦμα τῆς κενοδοξίας, γεμίζοντας τήν καρδιά μου μέ χαρά καί ἀγαλλίαση.  Μοῦ ἔδιωξε κάθε θλίψη.  Μ’ ἔκανε νά νιώθω εἰρηνικός καί εὐτυχισμένος.
Καί μοῦ ἔβαζε τό λογισμό: ‟Ἐσύ πιά ἔφτασες σέ ψηλά μέτρα ἀρετῆς!  Ποῦ νά βρεθεῖ ὅμοιός σου πάνω στή γῆ!’’.  Πότε-πότε μοῦ ἔφερνε στή μύτη ὑπέροχες εὐωδίες θυμιαμάτων καί μέ ἀπατοῦσε λέγοντας: ‟Κοίτα πῶς σέ παραστέκουν οἱ ἄγγελοι, θυμιάζοντας τήν ἁγιοσύνη σου καί τήν ἀρετή σου!’’. Κι ἔπειτα, χωρίς ἐγώ νά τό καταλαβαίνω, μέ κορόιδευε γιά τά καλά: ‟Μακάριος εἶσαι, Νήφων, γιατί νίκησες τό διάβολο!’’.
Ὅλ’ αὐτά τά ἔπαιρνα στά σοβαρά, ὁ ἀνόητος, καί πλανοῦσα τόν ἑαυτό μου, νομίζοντας πώς εἶναι ὅπως μοῦ τόν ἔδειχνε τό δαιμόνιο τῆς κενοδοξίας. Ὁ Θεός ὅμως, πού δέν θέλει τήν ἀπώλεια τοῦ ἁμαρωλοῦ, μοῦ χάρισε διάκριση λογισμῶν καί ἀγαθή σκέψη. Ὅταν λοιπόν ἐρχόταν ὁ διάβολος καί μοῦ ἔλεγε, ‟Μά ἐσύ ἀπό τώρα εἶσαι στ’ ἀλήθεια ὁ ἅγιος Νήφων!  Ποιός ἄλλος πάνω στή γῆ καλλιεργεῖ τόσες ἀρετές ζώντας μέσα στούς θορύβους;’’, τότε ἐξουδετέρωνα τίς πανουργίες του μέ τή διάκριση.
Μιά φορά, ὅπως μοῦ εἶπε ὁ ὅσιος, τό δαιμόνιο τῆς κενοδοξίας ἔπεσε πάνω του ὁρμητικά, φουσκώνοντάς τον μέ βροχή ἐπαίνων:
-Νά, ὁ πιό διάσημος ἀπ’ τούς ἀνθρώπους!  Νά, ὁ μεγάλος φωστήρας!  Νά, ὁ γενναῖος ἀσκητής! Νά, ὁ πιό ἐνάρετος τῆς οἰκουμένης!...
Φλυάρησε πολλά ἀκόμα, πασχίζοντας νά τόν πλανέψει. Ὁ ἅγιος ὅμως κατάλαβε τήν κακουργία τοῦ διαβόλου, ἀναλογίστηκε τή δική του ἀδυναμία καί εἶπε μέσα του:
-Πρόσεξε, ἁμαρτωλέ Νήφων, μή σέ ξελογιάσει ὁ ἀπατεώνας!  Τό νοῦ σου, μωρόπιστε, μή σέ τυλιξει!  Ἄνθρωπος εἶσαι κι ἐσύ σάν τούς ἄλλους.  Κοίτα, μήν ὑποκύψεις.  Μή περηφανευτεῖς καί φουσκώσεις. Σέ τί ξεχωρίζει ἕνας σπόρος στάρι μέσα στό σωρό; Σέ τίποτα.  Εἶναι ἴδιος μέ τούς ἄλλους σπόρους. Ἔτσι κι ἐσύ, δέν ξεχωρίζεις σέ τίποτε ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους.
Ἀπ’ τή λάσπη εἶναι ὅλοι πλασμένοι, ἀπ’ τή λάσπη εἶσαι κι ἐσύ. Γιά δές, ταλαίπωρε, τή γῆ!  Κι ἐσύ «γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ»27. Νά σκέφτεσαι πώς εἶσαι ἁμαρτωλός καί θά κριθεῖς. «Πρόσεχε σεαυτῷ»28 καί «νῆφε ἐν πᾶσι»29.  Θρήνησε, ἄθλιε, γιά τήν αἰώνια πικρή κόλαση, ὅπου θά κατακαίγεσαι γιά τίς ἁμαρτίες σου!  Αὐτά νά στοχάζεσαι, αὐτά νά μελετᾶς συνεχῶς, καί νά μήν κομπάζεις λέγοντας, ‟εἶμαι ἐνάρετος’’, ‟εἶμαι δίκαιος’’, ‟εἶμαι συνετός’’..... Γιατί μ’ αὐτές είς ἀλαζονικές αὐταπάτες κρατᾶς τό Θεό μακριά σου.

27. Γεν. 3:19.
28.Δευτερ. 15:9.
  Ἕνας Ἀσκητής Ἐπίσκοπος
Ὅσιος Νήφων  Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς
 (σελ
.82-88)
Ἱερὰ Μονή Παρακλήτου
Ὠρωπος Ἀττικῆς 2004
 Ἀναβάσεις 
 
20 Νοεμβρίου 2013

Διαβάστε τά ὑπόλοιπα πατώντας  Ἅγιος Νήφων Κωνσταντιανῆς
 
 http://anavaseis.blogspot.gr/2013/11/blog-post_1637.html

Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2013

Τό ἁγιασμένο λάδι. Ὅσιος Νήφων Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς

Τό ἁγιασμένο λάδι
Ὁ βίος τοῦ Ὁσίου Νήφωνος Ἐπισκόπου Κωνσταντιανῆς τῆς κατ’ Ἀλεξάνδρειαν

Οταν ὁ ἅγιος ἤθελε νά κοιμηθεῖ λίγο, ἔστρωνε κοφτερές πέτρες στή γῆ καί πάνω τους ἔριχνε ἕνα σάγισμα. Ὕστερα ἔψαλλε νεκρώσιμα τροπάρια, σά νά ἑτοίμαζε τόν ἑαυτό του γιά ταφή, κι ἔλεγε τέσσερα ἀποστολικά καί τέσσερα εὐαγγελικά ἀναγνώσματα, ὅλα ἀπ’ ἔξω. Ἔτσι ἔπεφτε νά κοιμηθεῖ, βάζοντας ἕνα λιθάρι γιά προσκεφάλι καί σταυρώνοντας τρεῖς φορές τό στρωσίδι του.
Συχνά τή νύχτα τοῦ ἔκαναν ἐπίθεση οἱ δαίμονες καί δέν τόν ἄφηναν νά κοιμηθεῖ. Ἐκεῖνος τότε, μέ δύναμη θεϊκή, ἅρπαζε τό ραβδί του καί τούς χτυποῦσε ἄγρια, βρίζοντάς τους καί χλευάζοντας τήν ἀδυναμία τους.
Οἱ δαίμονες εἶχαν ἀπελπιστεῖ μαζί του.
-Τί θά κάνουμε μ’ αὐτόν τόν σκληροτράχηλο, ἔλεγαν μεταξύ τους, πού μᾶς χτυπάει καί μᾶς βρίζει καί ρεζιλεύει τό σόι μας;
Μιά νύχτα εἶχε πάρει λιγάκι ὁ ὕπνος τόν δοῦλο τοῦ Θεοῦ .  Ξαφνικά φάνηκε ὁ διάβολος κρατώντας μιάν ἀξίνα!  Τή σήκωσε ψηλά γιά νά τόν χτυπήσει, μά, πρίν προλάβει νά τήν κατεβάσει, κυριεύτηκε ἀπό φρίκη καί τρόμο, τραβήχτηκε πίσω καί χάθηκε σάν καπνός, ξεφωνίζοντας καί κάνοντας μεγάλο θόρυβο, ἐνῶ ὁ Νήφων, ξύπνος πιά, τόν ἄκουσε νά τρίζει τά δόντια καί νά λέει:
-Ἄχ, Μαρία!  Ἐσύ, ὅπως πάντα, μέ καῖς!
  Ἐσύ, πού προστατεύεις αὐτό τό ἀγύριστο κεφάλι!
Ἀπο τά θυμωμένα ἐκεῖνα λόγια τοῦ σατανᾶ, ὁ δίκαιος κατάλαβε ὅτι ἡ Παναγία τόν ὑπερασπιζόταν καί τόν σκέπαζε μέ τή χάρη της, ἐπειδή κάθε βράδυ, πρίν κοιμηθεῖ συνήθιζε νά παίρνει λάδι ἀπ’ τό καντήλι της καί ν’ ἀλείφεται μέ πολλή εὐλάβεια στό μέτωπο, στόν αὐχένα, στήν καρδιά καί σ’ ὅλα του τά αἰσθητήρια.
Ἡ μυστική δύναμη, πού εἶχε τό ἅγιο ἐκεῖνο λάδι, ἔτρεψε τό διάβολο σέ φυγή.
Ἀπό τότε, διαπιστώνοντας τή δύναμη πού ἔχει τό λάδι ἀπό τό καντήλι τῆς Θεοτόκου καί τῶν ἁγίων, συμβούλευε τούς γνωστούς του νά παίρνουν κάθε βράδυ ἀπ’ αὐτό, ν’ ἀλείφονται μέ πίστη καί μετά νά κοιμοῦνται.

  Ἕνας Ἀσκητής Ἐπίσκοπος
Ὅσιος Νήφων  Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς
 (σελ
.80-82)
Ἱερὰ Μονή Παρακλήτου
Ὠρωπος Ἀττικῆς 2004
 Ἀναβάσεις 
 
18 Νοεμβρίου 2013

Διαβάστε τά ὑπόλοιπα πατώντας  Ἅγιος Νήφων Κωνσταντιανῆς


http://anavaseis.blogspot.gr/2013/11/blog-post_2352.html

Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2013

Τό μίασμα τῆς ἀκολασίας. Ὅσιος Νήφων Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς

Τό μίασμα τῆς ἀκολασίας 
Ὁ βίος τοῦ Ὁσίου Νήφωνος Ἐπισκόπου Κωνσταντιανῆς τῆς κατ’ Ἀλεξάνδρειαν

Φεύγοντας ἀπό κεῖ, περάσαμε ἔξω ἀπό ἕνα πορνεῖο.  Στό κατώφλι του καθόταν κάποιος νέος ὡραῖος κι εὐγενικός.  Φαινόταν πολύ λυπημένος, κυριολεκτικά ἀπελπισμένος.  Πότε σκέπαζε τό πρόσωπό του μέ τίς παλάμες καί ξεσποῦσε σέ λυγμούς· πότε σήκωνε τά χέρια στόν οὐρανό καί προσευχόταν μέ δάκρυα· πότε στήριζε τό σαγόνι στά χέρια καί βυθιζόταν σέ μιάν ἀπελπισμένη σιωπή.
Βλέποντάς τον ὁ ὅσιος σ’ αὐτή τήν κατάσταση, τόν συμπόνεσε τόσο, πού τόν πῆραν κι αὐτόν τά κλάματα. Σκούπισε ὅμως τά μάτια του, τόν πλησίασε καί τοῦ εἶπε στοριγκά:
-Γιά τό Θεό, ἀδελφέ!  Τί ἔπαθες; Γιατί κάθεσαι ἐδῶ, μπροστά σέ τοῦτο τό καταγώγιο, κλαίγοντας τόσο πικρά; Πές μου, σέ παρακαλῶ, θέλω νά μάθω, γιατί ὁ θρῆνος σου μοῦ ράγιζε τήν καρδιά.
-Ἐγώ, τίμιε Νήφων, εἶμαι ἄγγελος τοῦ Θεοῦ, ἀποκρίθηκε ἐκεῖνος.  Καί καθώς ὅλοι οἱ χριστιανοί παίρνουν τήν ὥρα τοῦ βαπτίσματός τους ἀπό ἕνα ἄγγελο φύλακα τῆς ζωῆς τους, ἔτσι κι ἐγώ προστάχθηκα ἀπό τό Θεό νά φυλάω κάποιον ἄνθρωπο. Αὐτός ὅμως μέ καταπικραίνει, γιατί κυλιέται μέσα στίς ἀνομίες.
Νά, τώρα βρίσκεται σ’ αὐτό τό καταγώγιο καί ἁμαρτάνει μέ μιά πόρνη.  Βλέποντας λοιπόν αὐτό τό κατάντημα, πῶς νά μήν κλάψω; Πῶς νά μήν θρηνήσω τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, πού ξέπεσε καί βυθίστηκε σέ τέτοιο σκοτάδι;
-Καί γιατί δέν τόν νουθετεῖς νά ἐγκαταλείψει τή ζοφερή αὐτή ἁμαρτία; ρώτησε ὁ Νήφων.
-Ἐπειδή δνέ μπορῶ πιά νά τόν πλησιάσω. Ἀπό τότε πού ἄρχισε ν’ ἁμαρτάνει, ἔγινε δοῦλος τῶν δαιμόνων κι ἐγώ δέν ἔχω καμιά ἐξουσία πάνω του.
-Καλά, πῶς δέν ἔχεις ἐξουσία; Δέν σοῦ τόν ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεός;
-Ἄκουσε με, δοῦλε του Χριστοῦ. Ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπο αὐτεξούσιο καί τόν ἄφησε ἐλεύθερο ν’ ἀκολουθήσει τό δρόμο πού τοῦ ἀρέσει. Τοῦ ἔδειξε τή στενή ὁδό, τοῦ ἔδειξε καί τήν πλατειά.  Καί τοῦ εἶπε: «Στενὴ καὶ τεθλιμμένη ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ζωήν»25.  «Πλατεῖα καὶ εὐρύχωρος ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ἀπώλειαν»26. Ἀφοῦ λοιπόν τὸν ὅπλισε μέ τόν θεῖο νόμο Του καί μέ τίς διδαχές τῶν ἁγίων Του, τόν ἄφησε νά πορεύεται ὅπως θέλει, μέ ὁδηγό τή συνείδησή του, ἔχοντάς τον βέβαια προειδοποιήσει γιά τήν ἔκβαση τοῦ κάθε δρόμου: Ὁ ἕνας δίνει λίγη πρόσκαιρη ἡδονή, μά ὁδηγεῖ στήν αἰώνια κόλαση. Ὁ ἄλλος ἔχει λίγο πρόσκαιρο κόπο, μά φέρνει στήν αἰώνια ἀνάπαυση.  Λοιπόν, ποιά νουθεσία μπορῶ νά δώσω ἐγώ στόν ἄνθρωπο, πού μοῦ ἔδωσε ὁ Θεός νά φυλάω; Ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, μέ τό δικό Του στόμα, νουθετεῖ καί παρακαλεῖ καί διδάσκει ὅλους τούς ἀνθρώπους ν’ ἀπέχουν ἀπό ἀκάθαρτα ἔργα.  Μά ἐκεῖνοι, πού προσέχουν τά λόγια Του καί τά ἐφαρμόζουν, εἶναι τόσο λίγοι! ...
-Γιατί ὅμως κάθε τόσο σήκωνε τά χέρια σου στόν οὐρανό στενάζοντας; ρώτησε τόν ἄγγελο ὁ ἅγιος.
-Γιατί ἔβλεπα γύρω του τούς δαίμονες -ἄλλους νά τραγουδοῦν, ἄλλους νά παίζουν κιθάρες, ἄλλους νά γελᾶνε χαιρέκακα σέ βάρος του.  Καιγόταν ἡ καρδιά μου, βλέποντας ἐκεῖνα τά βδελύγματα νά τόν ρεζιλεύουν.  Παρακαλοῦσα λοιπόν τό Θεό νά λυτρώσει τό πλάσμα Του ἀπό τόν ἐμπαιγμό τῶν σκοτεινῶν δαιμόνων. Ἀκόμα νά μ’ ἀξιώσει νά χαρῶ τή μετάνοια καί τήν ἐπιστροφή του, μιά μέρα ἔστω πρίν φύγει ἀπό τή ζωή αὐτή, ὥστε νά Τοῦ παραδώσω τήν ψυχή του ἄσπιλη καί καθαρή.
Αὐτά εἶπε ὁ ἄγγελος κι ἐξαφανίστηκε ἀπό μπροστά μας.
Καθώς φεύγαμε κι ἐμεῖς, ὁ ὅσιος βρῆκε τήν εὐκαιρία νά μοῦ μιλήσει γιά τό πάθος καί τήν ἁμαρτία τῆς πορνείας.
-Πιό βρωμερή ἁμαρτία ἀπ’ αὐτή δέν ὑπάρχει, ἔλεγε. Ἄν ὅμως ὁ ἀκόλαστος ἄνθρωπος θελήσει νά μετανοήσει, ὁ Θεός τόν δέχεται πιό πρόθυμα καί πιό θερμά ἀπ’ ὅλους τούς ἄλλους ἁμαρτωλούς.  Γιατί ξέρει πόσο δυνατό εἶναι τό πάθος τοῦτο, ἀφοῦ καί ἀπό τή φυσική γενετήσια ὁρμή τοῦ ἀνθρώπου τρέφεται, ἀλλά καί ἀπό τούς δαίμονες ἐπιπλέον κεντρίζεται μέ τούς διαφόρους πειρασμούς. Ὅποιος θέλει νά τό νικήσει, θά τό κατορθώσει μόνο ἄν ἀγωνιστεῖ νά λιγοστέψει τόν ὕπνο του καί τό φαγητό του.
Καί, καθώς περπατούσαμε, πρόσθεσε:
-Κάποτε συνάντησα ἕναν ἄνθρωπο πού πορευόταν στόν εὐρύχωρο δρόμο τῆς ἁμαρτίας. Καί νά !  Ἄνοιξαν τά μάτια τῆς ψυχῆς μου, καί εἶδα ἴσαμε τριάντα δαίμονες νά θορυβοῦν ὁλόγυρά του. Ἄλλοι βούιζαν σάν μύγες στό πρόσωπό του, ἄλλοι ζουζούνιζαν σάν κουνούπια στ’ αὐτιά του, ἐνῶ τρεῖς τόν εἶχαν δέσει μέ σκοινιά ἀπό τό λαιμό, τά πόδια καί τή μέση καί τόν ἔσερναν βάναυσα πότ’ ἐδῶ καί πότ’ ἐκεῖ.
Μπροστά στό ἀξιοθρήνητο ἐκεῖνο θέαμα, τά μάτια μου γέμισα δάκρυα. ‟Ποιοί νά’ναι αὐτοί οἱ τρεῖς, πού σέρνουν τόν ἄνθρωπο μέ τά κοινιά;’’, συλλογίστηκα.  Καί μοῦ ἀποκαλύφθηκε, πώς ὁ ἕνας ἦταν ὁ δαίμονας τῆς πορνείας, ὁ ἄλλος τῆς μοιχείας καὶ ὁ τρίτος τῆς ἀρσενοκοιτίας. Ἐκεῖνοι πάλι πού ζουζούνιζαν σάν κουνούπια στ’ αὐτιά του, προσπαθοῦσαν νά τόν ρίξουν στήν ἀπόγνωση.  Κι αὐτοί πού βούιζαν σάν μύγες στό πρόσωπό του, τόν ἔκαναν ἀναίσθητο καί ἀδιάντροπο.  Αὐτά μοῦ φανέρωσε ὁ Κύριος.
Μόλις τότε παρατήρησα, ὅτι ἀπό μακριά ἀκολουθοῦσε ὁ ἄγγελός του, κρατώντας στό χέρι κάτι σάν ψιλό ραβδί, πού στήν ἄκρη του εἶχε ἕνα ὑπέροχο κρίνο.  Βάδιζε σκυθρωπός, περίλυπος, ἀπελπισμένος, βλέποντας τόν ἄνθρωπο ἐκεῖνο νά βρίσκεται μέσα στό στόμα τοῦ ἅδη, ὑποδουλωμένος καθώς ἦταν στό τρίπτυχο αὐτῆς τῆς σαρκολατρίας.  Τότε κι ἐγώ σήκωσα τά χέρια μου στόν οὐρανό, θέλοντας νά κάνω μιά μικρή ἔστω προσευχή γι’ αὐτόν.  Μά οἱ πονηροί δαίμονες μεμιᾶς ρίχτηκαν πάνω μου σάν κουνούπια καί ἄρχισαν νά κατατσιμποῦν τά χέρια μου , νομίζοντας πώς θά μ’ ἐμπόδιζαν ἔτσι νά προσευχηθῶ γιά τό θύμα τους.
Μέ φόβο καί τρόμο ἄκουσα τή διήγηση τοῦ ὁσίου.  Πραγματικά, πότε δέν εἶχα ξανακούσει τέτοια καταπληκτικά πράγματα.
  Ἕνας Ἀσκητής Ἐπίσκοπος
Ὅσιος Νήφων  Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς
 (σελ.
77-80)
Ἱερὰ Μονή Παρακλήτου
Ὠρωπος Ἀττικῆς 2004
 Ἀναβάσεις 

14 Νοεμβρίου 2013

Διαβάστε τά ὑπόλοιπα πατώντας  Ἅγιος Νήφων Κωνσταντιανῆς
 
 http://anavaseis.blogspot.gr/2013/11/blog-post_5454.html

Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2013

Ὁ σωστός ἐκκλησιασμός. «Προσευχή ταπεινοῦ νεφέλας διῆλθε» (Σειράχ 35:17). Ὅσιος Νήφων Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς



 Ὁ σωστός ἐκκλησιασμός
Ὁ βίος τοῦ Ὁσίου Νήφωνος Ἐπισκόπου Κωνσταντιανῆς τῆς κατ’ Ἀλεξάνδρειαν

Εκείνη τή μέρα μοῦ ἔδωσε κι ἄλλες συμβουλές:
-Πρόσεχε πολύ, ὅταν βρίσκεσαι στήν ἐκκλησία μέ τούς ἄλλους χριστιανούς.  Νά μή γελᾶς, νά μή μιλᾶς, νά μή σχολιάζεις τούς ἄλλους καί νά μήν ψάλλεις κενόδοξα, κομψεύοντας τή φωνή σου ἀπό ἀνθρωπαρέσκεια.
-Μά εἶναι ἄραγε ἁμαρτία, νά κάνει κανείς ὅσα εἶπες; τόν ρώτησα ἐπίτηδες, γιά νά τόν ἀναγκάσω νά μοῦ πεῖ περισσότερα.
-Ἄκουσε παιδί μου.  Πάνω ἀπ’ τούς ἀνθρώπους, πού στέκονται στήν ἐκκλησία, βρίσκονται πολύ περισσότεροι ἄγγελοι καί ψάλλουν ἀόρατα μαζί τους. Ἄν ὅμως κάποιος ἀπό τό ἐκκλησίασμα ἀρχίσει νά χωρατεύει ἤ νά κουτσομπολεύει ἤ νά συζητάει γιά βιοτικές ὑποθέσεις, οἱ ἄγγελοι, πού τόν βλέπουν, ἀφήνουν τήν ὑμνωδία καί πιάνουν τή θρηνωδία γιά τήν κατάντια του, λέγοντας: ‟Ἄχ, πῶς αἰχμαλωτίστηκε ἔτσι ἡ ψυχή αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου, πού στέκεται μέσα στήν ἐκκλησία μέ τόση καταφρόνια, χωρίς φόβο Θεοῦ, χωρίς ντροπή, χωρίς σεβασμό!  Ὁ Θεός ἔσκυψε ἀπ’ τά οὐράνια γιά ν’ ἀκούσει προσευχή ταπεινή καί λόγια παρακλητικά, κι ἀντί γι’ αὐτά ἀκούει ἀστεῖα καί κουτσομπολιά’’.
Τά λόγια του μέ τρόμαξαν. Ἀπό τότε, ἄν ποτέ μοῦ ξέφευγε στήν ἐκκλησία κανένας μάταιος λόγος, τά θυμόμουνα καί ντρεπόμουνα τούς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ.



«Προσευχή ταπεινοῦ νεφέλας διῆλθε» (Σειράχ 35:17)

Ενα ἀπόγευμα ἤμουν πολύ κοντά του κι εὐφραινόμουν ἀπό τίς διδαχές του. Ὅταν ἄρχισε νά πέφτει τό σκοτάδι, μέ πῆρε νά πᾶμε στό ναό τοῦ ἁγίου μεγαλομάρτυρος Ἀναστασίου γιά νά προσευχηθοῦμε».
Καθώς περνούσαμε ἀπό κάποιο σοκάκι, ἀκούσαμε γέλια καί αἰσχρά τραγούδια. Ἔβγαιναν ἀπό ἕνα καπηλειό. Ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ ἀναστέναξε, φωνερά ἐνοχλημένος. Σήκωσε τά μάτια του στόν οὐρανό, ψιθύρισε κάτι καί συνέχισε τήν πορεία του. Τήν ἴδια στιγμή ἔπαψε ὅλη ἐκείνη ἡ δαιμονική φασαρία.  Περάσαμε ἀτάραχοι, χωρίς ν’ ἀκούσουμε καμιάν αἰσχρολογία. Μόλις ὅμως ξεμακρύναμε, ἄρχισαν πάλι τά ἴδια.
Μέ θαυμασμό κατάλαβα τί εἶχε γίνει: Ὅταν δυσφόρησε καί κοίταξε τόν οὐρανό, θά εἶπε, φαίνεται, κάτι τέτοιο: ‟Κύριε, φράξε τά στόματά τους γιά νά μήν φλυαροῦν, μέχρι νά περάσουμε’’. Ἔτσι κι ἔγινε.
Στό ναό τοῦ ἁγίου Ἀναστασίου προσευχήθηκε θερμά πολλή ὥρα, κι ἔπειτα φύγαμε. Προχωρήσαμε λίγο καί ἤρθαμε στό δρόμο τοῦ Χαλκουργείου, ὅπως λέγεται.
Ἐκεῖ εἶναι ἕν’ ἀρχοντικό, πού πάνω ἀπό τήν πύλη ἔχει μιά εἰκόνα τῆς Θεοτόκου μέ τό θεῖο Βρέφος στήν ἀγκαλιά της καί τούς τρεῖς Μάγους νά προσφέρουν τά δῶρα τους.  Κάτω ἀπ’ αὐτή τήν εἰκόνα ὑπάρχει ἕνα ὑπέροχο ψηφιδωτό, πού ἀπεικονίζει ἐκφραστικότατα τή μορφή τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.  Τήν εἰκόνα αὐτήν τήν εὐλαβοῦνται πολύ οἱ κάτοικοι τῆς πόλης.  Πᾶνε κι ἔρχονται ἀσταμάτητα, ἄλλοι μέρα κι ἄλλοι νύχτα, κάνοντας μπροστά της προσευχές καί δέησεις.
Πλησίασε λοιπόν κι ὁ δίκαιος ἐκεί, ὕψωσε τά χέρια του καί προσευχήθηκε μέ στεναγμούς:

-Θεέ τ’ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς,
πού Σέ φοβοῦνται καί Σέ τρέμουν ἀόρατα καί ὁρατά,
μήν παραβλέψεις τήν προσευχή
τοῦ τιποτένιου δούλου Σου,
πού κυλιέται μέσα σέ πολλές ἁμαρτίες.
Ἐσύ ’σαι , Κύριε, πού κατέβηκες
ἀπό τούς πατρικούς κόλπους,
χωρίς νά τούς ἀποχωριστεῖς,
καί μπῆκες στήν ἄχραντη μήτρα τῆς Μαρίας,
τῆς δοξασμένης Σου Μητέρας, τῆς Θεοτόκου,
κρυφά κι ἀπ’ τίς οὐράνιες Δυνάμεις.
Θαῦμα πρωτάκουστο!
Θαῦμα πού πρέπει μόνο στό Θεό!
Πραγματικά, περνάει ὁ Κύριος
μεσ’ ἀπό τήν κλεισμένη πύλη τῆς παρθενίας Της
-ἄσαρκος μπαίνοντας,
Θεός σαρκοφόρος βγαίνοντας-
καί πάλι μένει ἡ πύλη κλειδωμένη,
καθώς ἦταν καί πρίν ἀπό τή γέννα.
Μπῆκες τέλειος Θεός,
βγῆκες καί τέλειος ἄνθρωπος,
μέ δύο φύσεις καί οὐσιές,
μέ μία τήν ὑπόσταση.  Μέ δύο τίς θελήσεις,
μά ἕνας Κύριος Ἰησοῦς Χριστός,
Λόγος καί ἀπαύγασμα τοῦ Πατρός.
Ὅμοιος ἤσουνα μέ τόν Πατέρα Σου σέ ὅλα
ἐκτός ἀπ’ τήν ἀγεννησία,
καί ὅμως πῆρες δουλική μορφή
κι ἔγινες ὅμοιος μ’ ἐμᾶς σέ ὅλα
ἐκτός ἀπό τήν ἁμαρτία.
Μές στούς ἀνθρώπους ἔζησες
κι ἔκανες θαύματα ἐκπληκτικά,
δείχοντας ἔτσι καί πιστοποιώντας
τήν ἄχραντη Θεότητά Σου.
Μή μ’ ἀφήσεις λοιπόν νά χαθῶ,
Κύριέ μου Ἰησοῦ Χριστέ,
γιά τό πλῆθος τῶν ἀνομιῶν μου!
Φανερώσου μου, Δέσποτα, τήν ὥρα τούτη
μέ ἔλεος, μέ εὐσπλαχνία,
καί ἐπισκίασέ με μέ τ’ Ἅγιο Σου Πνεῦμα.
Ἔλα, εὔσπλαχνε καί πανάγαθε,
νά παρηγορήσεις τήν ἄθλια ψυχή μου
καί νά τήν γεμίσεις εὐωδία
μέσα στή λαμπρότητα καί τό κάλλος Σου!

Αὐτή ἡ προσευχή στόν Κύριο καί ἄλλες ὅμοιες ξεχύθηκαν ἀπό τό στόμα τοῦ ὁσίου.
Ξαφνικά ἀκούστηκε ἕνα φοβερό βουητό, σάν παφλασμός ὁρμητικοῦ ποταμοῦ, πού ξεχυνόταν ἀπό τήν σεβάσμια μορφή τῆς εἰκόνας κι ἐρχόταν πρός τό μέρος του.  Τό Ἅγιο Πνεῦμα ὅρμησε σάν σίφουνας μέσα στήν καρδιά του, τόν σήκωσε ἀπό τή γῆ καί τόν κράτησε γιά λίγο μετέωρο, μέ τά χέρια ἁπλωμένα!
Ὅταν ξανακατέβηκε στό ἔδαφος, τό πρόσωπό του ἄστραφτε καί φεγγοβολοῦσε σάν τόν ἥλιο.  Καθώς βάδιζε τώρα, ἔνιωθε νά μήν πατάει στή γῆ, πού, ἀπό σεβασμό θαρρεῖς, γινόταν κάτω ἀπ’ τά πόδια του σφουγγάρι.  Καί ὁ ἴδιος ἔνιωθε σά νά ἦταν ἄσαρκος καί σά νά περπατοῦσε στόν ἀέρα. Ἡ δόξα τοῦ  Θεοῦ πού τόν συνεῖχε, τόν εἶχε ἀπλλάξει τήν ὥρα ἐκείνη ἀπό κάθε βάρος καί πάθος.

  Ἕνας Ἀσκητής Ἐπίσκοπος
Ὅσιος Νήφων  Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς
 (σελ.
73-76)
Ἱερὰ Μονή Παρακλήτου
Ὠρωπος Ἀττικῆς 2004
 Ἀναβάσεις 

13 Νοεμβρίου 2013

Διαβάστε τά ὑπόλοιπα πατώντας  Ἅγιος Νήφων Κωνσταντιανῆς
 
 http://anavaseis.blogspot.gr/2013/11/3517.html

Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2013

Τό μεγαλεῖο τῆς ταπεινοφροσύνης. Ὅσιος Νήφων Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς

Τό μεγαλεῖο τῆς ταπεινοφροσύνης
Ὁ βίος τοῦ Ὁσίου Νήφωνος Ἐπισκόπου Κωνσταντιανῆς τῆς κατ’ Ἀλεξάνδρειαν

Ο Ὅσιος διατηροῦσε πάντα ταπεινό φρόνημα καί μ’ αὐτό ἐξουδετέρωνε τήν ἔπαρση καί τήν κενοδοξία. Συνχά μάλιστα παρακαλοῦσε τό Θεό.
-Κύριε καί Θεέ μου.
Ἐσύ πού τήν ἁγία Σου Μητέρα
ἀνέδειξες πιό σεβαστή
ἀπ’ τίς οὐράνιες Δυνάμεις
συγχώρεσε τίς ἁμαρτίες μου μέ τίς εὐχές
αὐτῆς τῆς πολυέραστης Παρθένου,
καί διῶξε μακριά μου κάθε ρύπο-
πορνεία καί μοιχεία καί καταλαλιά,
φθόνο καί ζήλεια καί ὀργή,
πικρία καί ἀκηδία,
περηφάνεια καί κενοδοξία
φιλαργυρία καί ἀσπλαχνία,
φιλονικία, διαμάχη κι ἔχθρα,
πύρωση σάρκας, πώρωση ψυχῆς,
γαστριμαργία, μέθη, πονηρή ἐπιθυμία
καί, τέλος, τήν ἐπιορκία
καί τῶν ἀνθρώπων τήν πικρότατη κι ἄδοξη δόξα.

Ναί, Θεέ μου,
Διῶξε τα ὅλα τοῦτα μακριά μου
καί κάνε τούς ἀνθρώπους νά μέ περιφρονοῦν
καί νά μ’ ἀποφεύγουν σά σίχαμα.

Νά μή βρεθεῖ στή γῆ, φιλάνθρωπε,
Μήτ’ ἕνας πού θά μέ παινέψει καί θά μέ τιμήσει,
μήτ’ ἕνας πού θά πεῖ πώς εἶμαι ἅγιος,
γιά νά μήν καταδικαστῶ, Κύριέ μου, ἐξαιτίας του.
Λύτρωσέ με ἀπό τή δόξα τῶν ἀνθρώπων,
φιλάνθρωπε!
Λευτέρωσέ με ἀπό τήν ἀνθρωπαρέσκεια,
εὔσπλαχνε!

Τέτοιες προσευχές ἔκανε, καί περνοῦσε τή ζωή του μέ πολλή ταπείνωση.
Μιά μέρα εἶχε ἐπισκέπτες -ἤμουνα κι ἐγώ ἐκεῖ- καί τούς μιλοῦσε γιά τήν κενοδοξία και τήν ταπείνωση.  Πρίν φύγουν, τοῦ ἔβαλαν βαθειά μετάνοια.  Μετά τήν ἀναχώρηση τῶν ξένων λοιπόν, τόν ρωτάω:
-Γιά πιό λόγο, πάτερ μου, στυλώνεις τό βλέμμα σου στή γῆ, ὅταν κάποιος σοῦ βάζει μετάνοια;
Κι ἐκεῖνος μοῦ ἀποκρίνεται:
-Συγχώρεσέ με, ἀδελφέ μου, ἀλλά ὅταν κάποιος μοῦ βάζει μετάνοια, τήν ἴδια στιγμή ἐγώ κατεβαίνω μέ τό νοῦ στόν ἅδη, καί κάθομαι ἐκεῖ μέχρι πού νά σηκωθεῖ ὁ ἄλλος.  Καί ὅταν ἐκεῖνος σηκωθεῖ, τότε μονάχα σηκώνομαι κι ἐγώ καί τόν κατευοδώνω.  Εἶμ’ ἄξιος ἐγώ, ἕνας βρωμερός σκύλος, ἕνα συντρίμμι σώματος καί ψυχῆς, νά πέφτουνε στά πόδια μου τά τέκνα τοῦ Θεοῦ;
Μέ τόσο θαυμασμό ἄκουσα τήν ἀπόκρισή του, πού μοῦ ξέφυγε ἕνας ἀναστεναγμός κι ἕνα αὐθόρμητο ‟Κύριε, ἐλέησον!’’.
-Γιατί θαυμάζεις; μοῦ εἶπε.  Καλύτερα νά ζηλέψεις καί νά κάνεις καί ἐσύ τό ἴδιο.
-Μά ἐγώ δέν ξέρω πῶς νά κατεβαίνω στόν ἅδη.
-Ἄν δέν μπορεῖς νά κατέβεις στόν ἅδη, τότε μπές νοερά κάτω ἀπ’ τά πόδια τοῦ ἀδελφοῦ. Ἄν κι αὐτό δέν μπορεῖς νά τό κάνεις, λέγε τουλάχιστον ‟Ἐγώ εἶμαι ὁ ἁμαρτωλότερος ἀπ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους’’. Ἄν οὔτε κι αὐτό μπορεῖς, τότε καταδίκαζε καί ἐξευτέλιζε τόν ἑαυτό σου. Ἄν καί τοῦτο σοῦ φαίνεται βαρύ, σκύβε τό κεφάλι σου στή γῆ καί λέγε: «Γῆ εἰμι καί εἰς γῆν ἀπελεύσομαι»23. Τό βρίσκεις δύσκολο ἀκόμα κι αὐτό; Λέγε λοιπόν ἀκατάπαυστα τόν θεῖο λόγο: «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ καὶ σῶσόν με»24.

23. Πρβλ. Γεν. 3:19.
24. Πρβλ. Λουκ. 18:13.
  Ἕνας Ἀσκητής Ἐπίσκοπος
Ὅσιος Νήφων  Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς
 (σελ.
70-72)
Ἱερὰ Μονή Παρακλήτου
Ὠρωπος Ἀττικῆς 2004
 Ἀναβάσεις 

10 Νοεμβρίου 2013

Διαβάστε τά ὑπόλοιπα πατώντας  Ἅγιος Νήφων Κωνσταντιανῆς
 
 http://anavaseis.blogspot.gr/2013/11/blog-post_1198.html

Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2013

Ἡ σημασία τῆς μετάνοιας. Ὅσιος Νήφων Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς

  Ἡ σημασία τῆς μετάνοιας
Ὁ βίος τοῦ Ὁσίου Νήφωνος Ἐπισκόπου Κωνσταντιανῆς τῆς κατ’ Ἀλεξάνδρειαν


Συνήθιζα νά τόν ἐπισκέπτομαι συχνά.  Μιά μέρα λοιπόν, ὅταν πῆγα, τόν βρῆκα νά διαβάζει.  Χάρηκε, ὅπως πάντα, πού μέ εἶδε.  Σηκώθηκε, μέ ἀσπάσθηκε κι ἔκανε νά ξαναπιάσει τό βιβλίο. Ἐγώ ὅμως εἶχα πάει ἐκεῖ γιά ν’ ἀκούσω λόγο ψυχωφελή ἀπ’ τό στόμα του. Γι’ αὐτό τόν παρακάλεσα νά διακόψει τή μελέτη του καί νά μοῦ μιλήσει γιά τή μετάνοια.
Χωρίς νά πολυσκεφτεῖ, μοῦ λέει:
-Πίστεψέ με, ἀδελφέ, ὅτι ὁ ἀγαθός Θεός μας δέν θά κρίνει τό χριστιανό ἐπειδή ἁμάρτησε.
Ξαφνιάστηκα. Μ’ ὅλο μου τό σεβασμό ἀπέναντί του, τόλμησα ν’ ἀντιδράσω.
-Δηλαδή, καταπώς λές, οἱ ἁμαρτωλοί δέν θά κριθοῦν;  Μ’ ἄλλα λόγια, δέν ὑπάρχει κρίση;
Χαμογέλασε αἰνιγματικά.
-Ὑπάρχει καί παρϋπάρχει!
-Τότε ποιός θά κριθεῖ;
-Ἄκου, παιδί μου, νά σοῦ ἐξηγήσω. Δέν κρίνει ὁ Θεός τό χριστιανό γιατί ἁμάρτησε, ἀλλά γιατί δέν μετανοεῖ.  Τό ν’ ἁμαρτάνει κανείς καί νά μετανοεῖ, εἶναι ἀνθρώπινο. Τό νά μή μετανοεῖ, ὅμως, εἶναι γνώρισμα τοῦ διαβόλου καί τῶν δαιμόνων του.  Γι’ αὐτό λοιπόν, παιδί μου, θά κριθοῦμε. Γιατί δέν ζοῦμε συνεχῶς μέσα στή μετάνοια. 
Καί παίρνοντας ἀφορμή ἀπό τή συζήτησή μας ἐκείνη, μοῦ διηγήθηκε μέ πολλή ἐνάργεια ἕνα θαυμάσιο γεγονός, πού, ἀκούγοντάς το καί μόνο, τά χάνει κανείς μέ τήν ἄφατη φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου.
Λίγο καιρό ἀφότου ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ τόν εἶχε ὁδηγήσει γιά πρώτη φορά στή μετάνοια, βρισκόταν, λέει, σέ μιά περιοχή, πού λέγεται «τοῦ Ἀριστάρχου», καί ἀναλογιζόταν τίς ἁμαρτίες του. Ἔνιωσε ὅπως ὁ ἄσωτος γιός τῆς παραβολῆς.  Ξαφνικά ἀπό μιά ἐσωτερική παρόρμηση, λέει στόν ἑαυτό του:
-Σήκω, ἁμαρτωλέ Νήφων, καί πήγαινε στήν ἐκκλησία, νά ἐξομολογηθεῖς τίς ἁμαρτίες σου στό Θεό. Δέν ξέρεις ἄν θά ζεῖς αὔριο.  Βιάσου λοιπόν!  Κουράστηκε  νά σέ προσμένει ἐκεῖ ὁ πολυεύσπλαχνος Θεός, καρτερώντας τή μετάνοιά σου.
Δέν κατάλαβε γιά πότε ἔφτασε στό ναό. Λές κι εἶχαν φτερά τά πόδια του. Στάθηκε στά πρόθυρα.  Στράφηκε στ’ ἀνατολικά, σήκωσε τά χέρια του ψηλά κι ἔκφραξε μέ στεναγμούς:
-Δέξου, Πατέρα, τόν νεκρό,
Πού ’χασε τήν ψυχή του
Δέξου τό καταγώγιο τῶν ἁμαρτιῶν,
τόν βλάσφημο καί τόν πονηρό,
τόν ἀδιάντροπο καί τόν αἰσχρό,
τόν μολυσμένο καί στό σῶμα καί στήν ψυχή.
Δέξου με, τόν βυθισμένο
σ’ ὅλες τίς δαιμονικές κακίες.
Ἐλέησέ με, τόν μοιχό,
τόν πόρνο καί τόν παιδοφθόρο,
τόν κλέφτη καί τόν παραβάτη,
τῆς ἁμαρτίας τό σίχαμα.
Ἐλέησέ με, τοῦ ἐλέους
ἡ πλούσια κι ἀστείρευτη πηγή.
Μήν ἀποστρέψεις ἀπό μένα
τό πρόσωπό Σου τ’ ἀγαθό.
Μήν πεῖς, Δέσποτα:
‟Ποιός εἶσαι τάχα; Δέν σέ ξέρω!’’.
Μήν πεῖς: ‟Ποῦ ἤσουνα ὥς τώρα;’’.
Μή μέ περιφρονήσει, τόν καπνό,
τό χῶμα, τή σαπίλα, τή ντροπή,
τό σίχαμα, τήν ἀνομία, τό σκουπίδι,
τῶν πονηρῶν τό λάφυρο
καί τῶν θνητῶν τό σκάνδαλο.
Μή μ’ ἀποστέρξεις, Δέσποτα·
ἔλεος δεῖξε, σῶσε με!
Τό ξέρω δά, φιλάνθρωπε,
ὅτι δέν θέλεις τό χαμό τοῦ ἁμαρτωλοῦ,
μά τήν ἐπιστροφή καί σωτηρία του.
Δέν θά Σ’ ἀφήσω, ἄν δέν μ’ ἐλεήσεις!
Δέν θά Σ’ ἀφήσω, ἄν δέν μέ βοηθήσεις!....
Δέν εἶπε μόνο αὐτά, μά καί πολλά ἄλλα, μέ τήν ψυχή φαρμακωμένη....
Ξάφνου, μιά βροντή ἀκούστηκε ἀπ’ τόν οὐρανό κι ἕνα φῶς, ἀκτινωτό καί φοβερό, ἔλαμψε.  Κι ἐκεῖνο τό φῶς ἔγινε σάν ἀγκαλιά, πού ἔκλεισε μέσα της τόν ὅσιο καί τόν ἀσπάσθηκε τρυφερά!  Συνάμα μιά γλυκειά, οὐράνια φωνή ἀκούστηκε νά λέει:
-Καλῶς ὅρισε ὁ γιός μου!  Καλῶς το, τό παιδί μου, τό πικραμένο μου!  Ξαναζωντάνεψε τό παλικάρι μου.  Ξαναβρέθηκε τό χαμένο μου. Πῶς ἀναστέναζα, γιέ μου, γιά σένα!  Πῶς καιγόταν ἡ καρδιά μου κι ἀδημονοῦσε κι ἔλεγε: ‟Νά, ὥρα τήν ὥρα θά γυρίσει.  Κι ἄν ὄχι τό πρωί, σίγουρα ὅμως ὥς τό βράδυ....’’.  Πῶς μ’ ἔλιωνε ἡ ἔγνοια σου! ..... Χαρά σ’ ἐμένα τώρα, πού φωτίστηκαν τά μάτια σου, ξανάνιωσε ἡ ψυχή σου, καί ἀπό μόνος σου πιά θά μ’ ὁμολογεῖς χωρίς δισταγμό!
Μέ τά λόγια αὐτά τόν ἀσπάσθηκε πάλι καί χάθηκε στόν οὐρανό. Κι ὁ δίκαιος, ἀπ’ τή γλυκύτητα τοῦ ἀσπασμοῦ, ἔπεσε σάν σέ ἔκστασση.
Μόλις συνῆλθε λίγο, ἄλλο τίποτα δέν μπόρεσε νά κάνει ἤ νά πεῖ, παρά μόνο νά ψελλίσει:
-Δόξα Σοι, ὁ Θεός!  Δόξα Σοι!
Καί πάλι:
-Δόξα Σοι, ὁ Θεός!....
Τό ἔλεγε καί τό ξανάλεγε ἀκατάπαυστα μέ τήν καρδιά πλημμυρισμένη ἀπό θεϊκή εὐωδία καί τό στόμα ξέχειλο ἀπό μέλι πνευματικό.
Ὥρα πολλή προσευχόταν μετά ἀπό κεῖνο τόν ἀνέκφραστο ἀσπασμό. Ὕστερα κινησε γιά τό κελλί του σάν χαμένος ἀπ’ τήν ἔκσταση, πού τοῦ προκάλεσε ἡ θεϊκή ἐπίσκεψη. Ἀπό τότε, καθώς ἔλεγε, μέ πολλή εὐκολία καί προθυμία βάδιζε στό δρόμο τοῦ Θεοῦ.
Αὐτό τό παράδοξο καί σχεδόν ἀπίστευτο θαῦμα τό ἄκουσα – μάρτυράς μου ὁ Θεός! - ἀπό τό ἴδιο τό στόμα τοῦ ὁσίου.  Μοῦ τό διηγήθηκε μέ δάκρυα καί δέος, ἀλλά καί μέ χαρά πνευματική.  Γιατί συνήθιζα νά τοῦ ζητάω ἐπίμονα νά μοῦ διηγεῖται διάφορα περιστατικά ἀπό τή ζωή του.  Κι ἐπειδή μ’ ἀγαποῦσε πολύ, ποτέ δέν μοῦ ἔκρυβε τίποτα.
Σάν ἔφτασε λοιπόν στό κελλί του, τό ἴδιο ἐκεῖνο βράδυ, πυρπολημένος ἀπό θεῖο πόθο, ἄρχισε πάλι νά προσεύχεται:
-Θεέ μου, Θεέ μου,
Σύ πού τόν οὐρανό «ἐξέτεινας ὡς δέρριν»22
καί πού τόν καταστόλισες μέ τ’ ἄστρα,
μέ τά σύννεφα, τόν ἥλιο, τή σελήνη,
κι ἐμένα καταστόλισε
μέ κάθε ἀρετή, ἀντί γι’ ἀστέρια.
Τό νοῦ μου φώτισε
μέ τ’ Ἅγιό Σου Πνεῦαμ, ἀντί γιά ἥλιο.
Τό εἶναι μου πλημμύρισε
μέ τή σοφία Σου, ἀντί γιά σελήνη.
Μέ τήν πραότητα, τήν ὁσιότητα καί τή δικαιοσύνη
ἀντί γιά νέφη τύλιξέ με.
Περίζωσε τή μέση μου μέ τήν ἀλήθεια Σου.
Τά πόδια μου ἑτοίμασε
γιά τό χαρμόσυνο ἄγγελμα τῆς εἰρήνης Σου.
Θεέ μου, Θεέ μου,
Σύ πού ξεχύνεις πλούσιο στήν πλάση τόν ἀέρα
γιά ν’ ἀναπνέουν οἱ ἄνθρωποι
καί νά ζωογονοῦνται,
ξέχυσε πλούσια μέσα μου τή χάρη καί τή δωρεά
τοῦ Ἁγίου καί ζωοποιοῦ Σου Πνεύματος.
Κάνε με ὁλόκληρο θεόμορφο,
ὁλόφωτο καί καθαρό, σεμνό καί πράο,
γεμάτο χάρη καί ἀλήθεια,
γεμάτο γνώση καί σοφία πνευματική.
Μέ τά τελευταῖα τοῦτα λόγια, ἔλαμψε καί πάλι φῶς οὐράνιο. Τήν ἴδια στιγμή τοῦ παρουσιάστηκε ἄγγελος Κυρίου, κρατώντας ἕνα δοχεῖο γεμάτο μύρο. Ὅλο ἐκεῖνο τό μύρο τοῦ τό ἄδειασε στό κεφάλι. Ἀπό κεῖ κύλησε καί μούσκεψε ὅλο του τό σῶμα. Ὁ τόπος πλημμύρισε εὐωδία...
Τά ροῦχα του μοσχομύριζαν ἀρκετές μέρες, πράγμα πού ἔκανε τούς ἄλλους νά ἀποροῦν.  Μερικοί ξεθάρρεψαν καί τόν ρώτησαν:
-Ἀπό τί εἶναι αὐτή ἡ εὐωδία;
Μά ἐκεῖνος ἀπαντοῦσε:
-Ἐγώ εἶμαι ἀπ’ τά γεννοφάσκια μου βουτηγμένος στίς ἁμαρτίες. Αὐτό τό γνωρίζω καλά. Ὅσο γιά τήν εὐωδία, δέν ξέρω ἀπό τί εἶναι....
22.Πρβλ.Ψαλμ. 103:2.

  Ἕνας Ἀσκητής Ἐπίσκοπος
Ὅσιος Νήφων  Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς
 (σελ.65-70)
Ἱερὰ Μονή Παρακλήτου
Ὠρωπος Ἀττικῆς 2004
 Ἀναβάσεις 

6 Νοεμβρίου 2013

Διαβάστε τά ὑπόλοιπα πατώντας  Ἅγιος Νήφων Κωνσταντιανῆς
 
http://anavaseis.blogspot.gr/2013/11/blog-post_4863.html

Ὑπομονή στόν πόνο. Ὁ δρόμος τῶν ἀρετῶν. Ὅσιος Νήφων Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς

  Ὑπομονή στόν πόνο
Ὁ βίος τοῦ Ὁσίου Νήφωνος Ἐπισκόπου Κωνσταντιανῆς τῆς κατ’ Ἀλεξάνδρειαν

Κάποτε ὁ Νήφων ἄκουσε ἕνα σοφό γέροντα νά λέει, πώς οἱ πόνοι γεννᾶνε δόξα.  Σκίρτησε ἡ ψυχή του τήν ὥρα ἐκείνη, καί θέλησε ν’ ἀσκηθεῖ στήν ὑπομονή τοῦ πόνου.
Ἀποσυρόταν λοιπόν κάπου κι ἔβγαζε τά παπούτσια του. Ὕστερα γονάτιζε καταγῆς, διπλωνόταν στά δυό κι ἔριχνε ὅλο τό βάρος τοῦ σώματός του πάνω στά πόδια του.
Σ’ αὐτή τή στάση προσευχόταν ὥρα πολλή, ὑπομένοντας τόν ἀφόρητο πόνο πού τοῦ προξενοῦσε. Ἔβαζε μάλιστα κάτω ἀπ’ τά πόδια του μιά πλατειά καί ὁμαλή πέτρα.
Πάνω σ’ αὐτή στριφογύριζε, πληγώνοντας τά πόδια του, γιά νά θερίσει τόν καρπό τοῦ πόνου.
Ὅταν τέλειωνε τήν προσευχή του κι ἔκανε νά σηκωθεῖ, ἴσα πού μποροῦσε νά κουνηθεῖ. Καί τά δυό του πόδια, πιασμένα καί μουδιασμένα, ἦταν λές κολλημένα πάνω στή πέτρα. Μέ μεγάλη βία καί ἀργές κινήσεις τά ἅπλωνε ἕνα-ἕνα. Οἱ ἀρθρώσεις ἔτριζαν ὀδυνηρά. Ἐκεῖνος ὅμως ἔλεγε παρηγορητικά στόν ἑαυτό του:
-«Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται, καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν»»21.
Ὅταν, ἐπιτέλους, συνερχόταν λίγο, ἔβαζε τά πόδια του κι ἀργοκινοῦσε παραπατώντας γιά τό κελλί του.
Στό δρόμο συλλογιζόταν:

‟Ἀλίμονό σου, ταλαίπωρε Νήφων!  Ἀφοῦ δέν ἀντέχεις αὐτόν τόν μικρό πόνο, πῶς θ’ ἀντέξεις τή φλόγα τῆς κολάσεως;....’’.

Ὁ δρόμος τῶν ἀρετῶν
Βλέπει τότε μιάν ἀπέραντη θάλασσα.  Μεσοπέλαγα ὑψωνόταν ἕνας πανύψηλος στύλος, πού κατέληγε σέ θρόνο ὑπέλαμπρο ἀλλά κενό.
Ξαφνικά παρουσιάζεται κάποιος καί τοῦ λέει:
-Τί στέκεσαι; Ἀνέβα στό στύλο!  Εἶναι Θεοῦ θέλημα.
Ἄρχισε νά σκαρφαλώνει.  Μέ πολύ κόπο ἔφτασε σχεδόν ὥς τήν κορυφή. Ἔμενε ἀκόμα μιά ὀργυιά περίπου γιά ν’ ἀνέβει στό θρόνο.  Μά δέν ὑπῆρχε κάποια πρόσβαση, καί τό διάστημα, πού τό χώριζε, του φαινόταν πολύ μεγάλο. Βρισκόταν στό πιό δύσκολο κι ἐπικίνδυνο σημεῖο.
Λιποψύχησε, καθώς τό βλέμμα του ἔπεσε κάτω, στό φοβερό πέλαγος.
-Τρομάρα μου!  Τί θά κάνω ὁ δύστυχος; συλλογίστηκε.  Ἄν δοκιμάσω μέ μιά δρασκελιά νά φτάσω στό θρόνο, ὑπάρχει φόβος νά γλιστρήσω καί νά γκρεμιστῶ στήν ἄβυσσο. Ποιό λοιπόν τό κέρδος, πού ἔφτασα ὥς ἐδῶ; Ἀλλά πάλι... νά γυρίσω πίσω; Καί νά πάει χαμένος ὅλος ὁ κόπος μου; Ἄχ, τί νά κάνω;
Ἦταν σέ δεινή ἀμηχανία.
Ξαφνικά ὅμως, χωρίς νά τό καταλάβει κι ὁ ἴδιος ἀποτόλμησε τό πήδημα καί..... βρέθηκε καθισμένος στό θρόνο!  Ὥ, τί χαρά ἔνιωσε, ἀγναντεύοντας ἀπό κεῖ τό πανόραμα πού τόν τριγύριζε! Ὡστόσο ἀποροῦσε:
-Τί μ’ ἔπιασε κι ἀνέβηκα ἐδῶ πάνω; Πῶς θά ξανακατέβω;
Τότε ἀκριβῶς ξύπνησε.
-Τί νά σημαίνει αὐτό τό ὄνειρο; ἀναρωτήθηκε.
Ἡ ἀπορία του κορυφώθηκε, ὅταν εἶδε τό ἴδιο ὄνειρο ὄχι μόνο τήν ἑπόμενη, ἀλλά καί τήν τρίτη νύχτα. Ζήτησε τότε τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ.
-Κύριε!  Φανέρωσέ μου, Σέ παρακαλῶ, τή σημασία τοῦ ὀνείρου.
Καί ὁ Θεός, πράγματι, τοῦ φώτισε τό νοῦ, κι ἔτσι μπόρεσε νά ἐξηγήσει μόνος του τό ὅραμα:
‟Ἡ ἀνάβαση στό στύλος εἶναι ὁ τραχύς δρόμος τῶν ἀρετῶν, πού ὁδηγεῖ στήν οὐράνια βασιλεία. Τό τελευταῖο ἐκεῖνο σημεῖο, πού δυσκολεύτηκα καί περάσω, σημαίνει, ὅτι πολλές φορές ξαναγυρνᾶμε στά γήινα κι ἔτσι δυσκολευόμαστε νά φτάσουμε ὥς τήν ἀπάθεια. Γιατί ὁ θρόνος, ὅπου κάθισα κι ἀτένισα τά πάντα, εἶναι ἡ ἀπάθεια. Αὐτή βρίσκεται πάνω ἀπ’ ὅλες τίς ἀρετές, σάν θρόνος. Κι ὅποιος καθήσει σ’ αὐτόν τό θρόνο, βλέπει καθαρά τά πάντα –καί τά θεῖα καί τ’ ἀνθρώπινα καί τά δαιμονικά’’.
Μόλις ξεδιάλυνε τό ὄνειρο ὁ δίκαιος, δόξασε μ’ ὅλη του τήν καρδιά τό Θεό, πού τόσο νοιάζεται γι’ αὐτόν καί τόν φροντίζει.

 21. Ματθ. 11:12.

 Ἕνας Ἀσκητής Ἐπίσκοπος
Ὅσιος Νήφων  Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς
 (σελ.62-65)
Ἱερὰ Μονή Παρακλήτου
Ὠρωπος Ἀττικῆς 2004
4  Σεπτεμβρίου 2013

Διαβάστε τά ὑπόλοιπα πατώντας  Ἅγιος Νήφων Κωνσταντιανῆς


http://anavaseis.blogspot.gr/2013/11/blog-post_2211.html

Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2013

Ὁ μεγάλος πειρασμός. (Μέρος Β'). Ὅσιος Νήφων Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς

 Ὁ μεγάλος πειρασμός. (Μέρος Β')
 Ὁ βίος τοῦ Ὁσίου Νήφωνος Ἐπισκόπου Κωνσταντιανῆς τῆς κατ’ Ἀλεξάνδρειαν

 Ἦταν νά θαυμάζει κανείς τήν ὑπομονή καί τήν καρτερία, πού ἔδειχνε ὁ δίκαιος!  Μά κι ἀπ’ τά χείλη του δέν ἔλειπε ἡ δοξολογία τοῦ Θεοῦ.
Ἐκεῖνος ὅμως ὁ κακοῦργος δέν ξεκολοῦσε ἀπό κοντά του, λέγοντας καί ξαναλέγοντας ἀδιάκοπα:
-Τί δηλαδή; Νομίζεις πώς ὑπάρχει Θεός; Καί ποῦ τόν εἶδες τό Θεό, πού λές; Ποιός σοῦ τόν ἔδειξε; Καί ποῦ μένει;.... Δεῖξε μου τον, καί θά πιστέψω κι ἐγώ!
Τέσσερα χρόνια, ὅπως εἶπα, τόν βασάνιζε μ’ αὐτόν τόν τρόπο. Ὅ,τι κι ἄν ἔκανε -ἔτρωγε, κοιμόταν, πορσευχόταν...-αὐτόν τό λογισμό τοῦ ἔβαζε, ἀναγκάζοντάς τον νά πιστέψει πώς δέν ὑπάρχει Θεός.  Τοῦ ἔπαιρνε τό μυαλό του μ’ αὐτήν τήν ἐξοντωτική ἐπανάληψη.  Κι ἦταν νά κλαῖς, βλέποντάς τόν δίκαιο νά γκρεμίζεται στή δυσπιστία! ...
Ἄλλοτε ἔλεγε: ‟Ὑπάρχει Θεός!’’.  Καί ἄλλοτε, κάτω ἀπό τήν ἐπηρεία τοῦ διαβόλου: ‟Ὄχι....μᾶλλον Θεός δέν ὑπάρχει....’’.
Ἔφτασε στήν ἀπόγνωση. Ἔνιωθε τήν ψυχή του γυμνή καί κούφια.  Δέν ἄφηνε ὅμως τήν προσευχή καί τή μελέτη του.
Ἕνα βράδυ πῆγε στήν ἐκκλησία καί στάθηκε νά προσευχηθεῖ μπροστά στήν εἰκόνα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀλλά, .... νάτος πάλι ὁ διάβολος!
-Θεός δέν ὑπάρχει! ἄρχιζε νά τόν τριβελίζει, ὅπως πάντα.
Σηκώνει τά μάτια του ὁ δίκαιος καί κοιτάζει πονεμένα τή μορφή τοῦ Χριστοῦ. Ἕνας βαθύς στεναγμός βγῆκε ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς του. Ἅπλωσε ἱκετευτικά τά χέρια του στήν εἰκόνα καί φώναξε:
-«Ὁ Θεὸς ὁ Θεός μου, πρόσχες μοι· ἱνατί ἐγκατέλιπές με;»18. Βεβαίωσέ με, Θεέ μου, πώς ὑπάρχεις, γιατί ἀλλιῶς θά σταματήσω ὅσα κάνω γιά τ’ ἅγιο ὄνομά Σου, καί θά ὑπακούσω στίς ὁρμήνειες τοῦ διαβόλου!
Σώπασε καί περίμενε... Ἐνῶ εἶχε στυλωμένη τή ματιά του στό ἱερό εἰκόνισμα, τό βλέπει ξάφνου ν’ ἀστράφτει!  Τό πρόσωπο τοῦ ὁσίου λούστηκε στό φῶς.  Μιά ἄρρητη εὐωδία τόν τύλιξε...
Θαμπωμένος ἀπ’ τό φῶς καί μεταρσιωμένος ἀπ’ τήν οὐράνια μοσχοβολιά, ἔπεσε καταγῆς. Ἔτρεμε ὁλόκληρος.  Σχεδόν μηχανικά ἄρχισε νά ψελλίζει:

-Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν,
Πατέρα, παντοκράτορα,
Ποιητὴνοὐρανοῦ καὶ γῆς,
ὁρατῶν τε πάντων καί ἀοράτων·
καὶ εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν,
τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ τὸν μονογενῆ»*,
τὸν πλάστη καί Δεσπότη μου...
«Καὶ εἰς τὸ Πνεῦμα τό ἅγιον»*,
τό ἔνδοξο καί φωτιστικό,
«τὸ λαλῆσαν διὰ τῶν προφητῶν»*.....
Κύριέ μου Ἰησοῦ Χριστέ,
μὴν ὀργιστεῖς μαζί μου, πολυέλεε.
Μή μ’ ἀποδιώξεις, τόν βέβηλο,
πού ἀσέβησα στό ἅγιο Σου ὄνομα!
Ἐσύ δά ξέρεις, Κύριε,
πόσο μέ παίδεψε ὁ ἐχθρός,
βυθίζοντάς με ὁλότελα
στήν ἀπιστία τήν πονηρή.
Γι’ αὐτό συγχώρεσέ με,
πού σέ δοκιμασία ἔβαλα
τήν ἀνεξίκακη φιλανθρωπία Σου,
πανάγαθε καί μακρόθυμε,
«ὁ μετανοῶν ἐπὶ κακίας ἀνθρώπων»19...

Ἦταν ἀκόμα πεσμένος μέ τό πρόσωπο στή γῆ. Ἀνασηκώθηκε λίγο καί κοίταξε δειλά τή σεβάσμια εἰκόνα.
Τί ἦταν αὐτό πού ἀντίκρυσε!  Τό πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἔλαμπε σάν ἥλιος! Ὁ Νήφων μαγνητίστηκε ἀπό τήν ἀπερίγραπτη γλυκύτητα καί τήν ὑπερκόσμια χάρη Του.  Μά τό πιό θαυμαστό  ἦταν τοῦτο: Σάν ἄνθρωπος ζωντανός γύριζε τά μάτια Του ὁ Χριστός ἐδῶ κι ἐκεῖ, ἔπαιζε τά φρύδια καί σάλευε τά χείλη!
Θαυμασμός καί δέος κυρίεψαν τό Νήφωνα μπροστά σ’ ἐκεῖνο τό παράδοξο θέαμα.
-Κύριε, ἐλέησον!  ἀναφώνησε αὐθόρμητα.
Μιά ἀνέκφραστη, ἐξωκόσμια ἀγαλλίαση ἦρθε ν’ ἀναμεστώσει τήν ψυχή του.
-Ἀλήθεια, εἶπε μ’ ἐνθουσιασμό, μεγάλος εἶναι ὁ Θεός τῶν χριστιανῶν, καί μεγάλη ἡ δόξα καί ἡ δύναμή Του!  Γιατί ποτέ δέν θ’ ἀφήσει νά χαθεῖ τό πλάσμα, πού προστρέχει στ’ ἄχραντα πόδια Του. Εὐλογητός ὁ Θεός καί εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού μ’ ἔσωσε ἀπ’ τό σκοτάδι καί σιδερένια δεσμά τοῦ θανάτου!
Εἶπε κι ἄλλες πολλές εὐχαριστήριες προσευχές στόν Κύριο, κι ἔφυγε ἀπό τήν ἐκκλησία.  Πῆγε στό κελλί του καί ἤρεμος πιά, ἀποκοιμήθηκε λιγάκι. Ἡ καρδιά του ἦταν γεμάτη χαρά πνευματική...
Ἀπό τότε ἄλλαξε. Τώρα περπατοῦσε μέ ζωντάνια καί χάρη, χαμογελαστός κι εὐδιάθετος πάντα.  Μέ ὅλους τούς ἀνθρώπους ἦταν πρόσχαρος καί γλυκομίλητος. Ὅσοι λοιπόν τόν ἤξεραν, ἀναρωτιόντουσαν ἀπορημένοι:
-Τόσα χρόνια ἦταν ἀπλησίαστος. Βαρύς καί σκυθρωπός.  Πῶς ἔγινε τώρα ἔτσι χαρωπός κι ἐγκάρδιος; Μήπως εἶδε κανένα ὅραμα;....
Καί οἱ ἄνθρωποι ἔκαναν, βέβαια, τίς ὑποθέσεις τους. Ὁ Νήφων πάλι, κάθε φορά πού ἀντίκρυζε ἐκείνη τήν ἐξαίσια μορφή τοῦ Κυρίου, ἅπλωνε τά χέρια, ἄνοιγε διάπλατα τά μάτια καί προσευχόταν δοξολογικά:
-Ἐσύ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ ἔνδοξος, ὁ πολυεύσπλαχνος, ὁ φιλάνθρωπος, ἡ πηγή τῆς ζωῆς, τό οὐράνιο μύρο.....
Ὕστερα χλεύαζε τό διάβολο:
-Ποῦ εἶν’ ἐκεῖνος ὁ κακοῦργος, πού ἔλεγε πώς δέν ὑπάρχει Θεός;  Ρεζίλι ἔγινε ὁ ἀνόητος, ὁ φλύαρος, ὁ βρωμερός, ὁ σκοτεινός καί μισόκαλος!  Μοῦ φανερώθηκε ὁ Κύριός μου καί μοῦ ἔδωσε σημεῖο, ὅπως στόν μακάριο Θωμᾶ, ὅταν ἀπίστησε. «Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τὸν Κύριο καὶ ἠγαλλίασε τὸ πνεῦμά μου ἐπὶ τῷ Θεῷ τῷ σωρῆρί μου»20.
Μέ τέτοιους ὕμνους δοξολογοῦσε καὶ εὐχαριστοῦσε ὁ μαρκάριος Νήφων τό Θεό, πού τόν ἐπισκέφθηκε μέσα σέ ἄρρητη εὐωδία.


18.Ψαλμ. 21:1.
*Σύμβολο τῆς Πίστεως, ἄρθρα 1,2,8.
19.Πρβλ. Ἰωήλ. 2:13. Ἰωνᾶ 4:2.


 Ἕνας Ἀσκητής Ἐπίσκοπος
Ὅσιος Νήφων  Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς
 (σελ.54-62)
Ἱερὰ Μονή Παρακλήτου
Ὠρωπος Ἀττικῆς 2004
1 Σεπτεμβρίου 2013

Διαβάστε τά ὑπόλοιπα πατώντας  Ἅγιος Νήφων Κωνσταντιανῆς


http://anavaseis.blogspot.gr/2013/11/blog-post_3803.html

Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2013

Ὁ μεγάλος πειρασμός. (Μέρος Α'). Ὅσιος Νήφων Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς

Ὁ μεγάλος πειρασμό. (Μέρος Α')
 Ὁ βίος τοῦ Ὁσίου Νήφωνος Ἐπισκόπου Κωνσταντιανῆς τῆς κατ’ Ἀλεξάνδρειαν
Οπως τόν εἶχε προειδοποιήσει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἦρθε κι ἡ ὥρα του μεγάλου πειρασμοῦ....
Κάθε Σάββατο, τή νύχτα, ὁ Νήφων ξαγρυπνοῦσε. Οὔτε κοιμόταν οὔτε καθόταν. Ὥς τό πρωί τῆς Κυριακῆς προσευχόταν κι ἔκανε μετάνοιες ὁ μιμητής τοῦ Δανιήλ, ἤ μᾶλλον τῶν ἀγγέλων, πού ἀνταποκρίνονται στήν προφητική προτροπή: «προσκυνήσατε αὐτῷ πάντες ἄγγελοι αὐτοῦ»16.
Αὐτή τήν τάξη κρατοῦσε ὄχι μόνο τίς Κυριακές, μά καί τίς δεσποτικές ἑορτές, σύμφωνα μέ τήν ἐκκλησιαστική παράδοση.
Ἀνάλογα προσευχόταν κι ὅλες τίς ἄλλες μέρες καί νύχτες.
Τό πρωί μάλιστα ἔλεγε μιά προσευχή, πού τήν ἐπαναλάμβανε καί ἀποβραδίς. Ἀλλά τί προσευχή ἦταν ἐκείνη!  Ξέχειλη ἀπό σοφία καί χάρη καί θεογνωσία. Ἔκλεινε μέσα της ὅλη τήν ἄφατη θεολογία –τή γέννηση τοῦ Υἱοῦ, τή δημιουργία τῶν ἀσωμάτων Δυνάμεων, τά φρικτά καί ἄρρητα μυστήρια, τά θαύματα τῆς θείας οἰκονομίας καί τοῦ φυσικοῦ κόσμου, τά τωρινά καί τά ἔσχατα, τά ἐπίγεια καί τά καταχθόνια... –μά τί νά πρωτογράψω;-... τά ἐγκόσμια καί τά ὑπερκόσμια, τά ὁρατά καί τ’ ἀόρατα, τά καταληπτά καί τ’ ἀκατάληπτα, τά νοητά καί τ’ ἀκατανόητα... Ἴσως παρακάτω νά καταχωρίσουμε, ἄν μπορέσουμε, κάποιο τμῆμα ἀπό τή θεσπέσια προσευχή του.

Ἄς δοῦμε ὅμως τώρα, τί ἔγινε μέ τόν μεγάλο πειρασμό πού τόν βρῆκε.
Κάποιο Σάββατο, καθώς σουρούπωνε, ἄρχισε, ὅπως πάντα, νά προσεύχεται.
Ξαφνικά ἀκούει ἕνα τρομερό κι ἀνατριχιαστικό συριγμό, πού τοῦ τρύπησε τ’ αὐτιά!
Πάγωσε...
‟Τί νά ’ναι αὐτό;’’, ἀναρωτήθηκε.
Μά δέν πρόλαβε νά πεῖ τίποτ’ ἄλλο, καί νά ὁ διάβολος.... Ἄρχισε νά βρυχιέται καί ν’ ἀφρίζει καί νά φοβερίζει τό Νήφωνα.
Ἐκεῖνος τά χρειάστηκε.... Ὁ νοῦς του σκοτίστηκε. Ὁ φόβος κι ἡ ταραχή τόν παρέλυσαν. Ἔκανε νά προσευχηθεῖ, μά δέν μποροῦσε νά μαζέψει τόν νοῦ του. Μύρια κακά τόν κυρίεψαν: χασμουρητά καί ὑπνηλία, κομμάρα καί ραθυμία, ἀκατάσχετη φλυαρία, ἀφόρητη λύπη..  Σωπαίνω γι’  ἄλλα χειρότερα...
Νύχτες καί μέρες συνέχιζε νά τόν βασανίζει μ’ αὐτόν τόν τρόπο.  Τό ’χε βάλει σκοπό νά τοῦ σαλέψει ὁλότελα τά λογικά!
Κάποια στιγμή, ἀποκαμωμένος ὁ μακάριος ἀπό τήν τυραννία τοῦ διαβόλου, ἄφησε φωνή:
-Ἄχ, ἁμαρτωλέ Νήφων!..... Τώρα πληρώνεις τίς ἁμαρτίες σου !  Κι ὁ πειρασμός, πού φοβόσουνα, εἶναι στ’ ἀλήθεια φοβερός. Ὁ δράκοντας εἶναι μανιασμένος μαζί σου. Ἤδη σοῦ σκότισε τό νοῦ. Πρόσεχε! ...... Πρόσεχε, μή σέ καταπιεῖ ζωντανό!....
Αὐτά εἶπε καί σταυροκοπήθηκε.
Στό μεταξύ ὁ ἀναίσχυντος διάβολος συνέχιζε νά τόν τυραννάει δίχως σταματημό, πότε μέ τόν ἕναν καί πότε μέ τόν ἄλλον τρόπο.
Δέν δίσταζε ἀκόμα καί νά τόν ἐκβιάζει.
-Λοιπόν, ἤ σταματᾶς τήν προσευχή, τοῦ εἶπε κάποτε ὀρθά-κοφτά, ἤ στρογγυλοκάθομαι ἐδῶ δίπλα σου μέχρι νά σκάσεις!  Δέν φεύγω, κι ὅ,τι θέλει ἄς γίνει!
-Δέν θά σοῦ κάνω τό χατήρι, ἀκάθαρτε δαίμονα, τοῦ ξέκοψε ὁ Νήφων. Κι ἄν ὁ Θεός μου σέ προσέταξε νά με σκοτώσεις, ἄς γίνει τό θέλημά Του. Ἄν πάλι δέν τό θέλει αὐτό ὁ Θεός, τότε.... τί νά πῶ.... γελάω μέ τά τεχνάσματά σου!
-Μά ....ὑπάρχει Θεός; Θεός δέν ὑπάρχει!  τοῦ σφύριξε ὁ διάβολος.
Τήν ἴδια στιγμή ἔριξε στό νοῦ του σκοτάδι καί σύγχυση, τριβελίζοντάς τον ἀσταμάτητα μέ τά φρικτά τοῦτα λόγια:
-Ὑπάρχει Θεός; Θεός δέν ὑπάρχει! ....
Νά ποιός ἦταν λοιπόν ὁ τελικός του σκοπός. Ἀποκαλύφθηκε τώρα. Ἤθελε νά ρίξει τόν ὅσιο ὁλότελα στήν ἀπιστία!  Καί τό καταχθόνιο σχέδιό του ἦταν χωρισμένο σέ τρεῖς διαδοχικές φάσεις· Πρῶτα, ἐπίθεση καί αἰχμαλώτιση τῆς διάνοιας τοῦ Νήφωνα. Ἔπειτα, σκοτισμό καί ἀποχαύνωσή του.  Καί τέλος, τό γκρέμισμα τοῦ στό θανάσιμο βάραθρο τῆς ἀπιστίας καί τῆς παραφροσύνης.
Σκιζόταν ἡ καρδιά τοῦ ὁσίου, σάν ἄκουγε τόν φαρμακερό λόγο τοῦ νοητοῦ φιδιοῦ.  Καί μ’ ὅση δύναμη τοῦ εἶχε ἀπομείνει, ἀντίλεγε:
-Εἶπεν ἄφρων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ· οὐκ ἔστι Θεός»17. Ἀφανίσου, ζοφερέ, καί μή βλαστημᾶς!  Γκρεμίσου στό σκοτάδι!  Τσακίσου ἀπό μπροστά μου, γιατί ἐγώ πιστεύω βαθιά πώς ὁ Θεός καί ὑπάρχει καί θά ὑπάρχει αἰώνια!
Μά ὁ μισόκαλος διάβολος εἶχε βάλει σκοπό νά τόν νικήσει, καί μάλιστα γρηγορότερο. Τοῦ θόλωνε λοιπόν ὅλο καί περισσότερο τό μυαλό.  Παρέλυε τή σκέψη του καί τόν ἔκανε νά ξεχνάει ὅ,τι ἤξερε ἀπό τήν Ἁγία Γραφή.
Ἄρχιζε, λόγου χάρη, νά λέει, ὅπως συνήθιζε, ἕνα ψαλμό. Ἐνῶ ὅμως τά χείλη του ψέλλιζαν τά λόγια τοῦ ψαλμοῦ, ὁ σκοτισμένος νοῦς του δέν τά καταλάβαινε. Αὐτή ἡ κατάσταση τόν στενοχωροῦσε καί τόν φαρμάκωνε.
-Συμφορά μου!  Δέν καταλαβαίνω τί λέω!  Στέναζε, ὅταν συνερχόταν λίγο.
Κι ἄρχιζε πάλι ἀπ’ τήν ἀρχή τήν προσευχή μέ πολύ κόπο.
Τέσσερα χρόνια παρέδερνε ἔτσι!  Κι ὁ διάβολος δέν σταματοῦσε νά τόν σφυροκοπάει κάθε μέρα:
-Θεός δέν ὑπάρχει! ..... Θεός δέν ὑπάρχει!....
Αὐτός ὁ φρικιαστικός λόγος βύθιζε τό νοῦ του σέ πηχτό σκοτάδι καί τήν καρδιά του σ’ ἀπαρηγόριτη θλίψη. Τόση ἦταν ἡ λύπη κι ἡ ταραχή του ἀπ’ αὐτόν τόν σατανικό πόλεμο, πού καί στό δρόμο ἀκόμα τόν ἔβλεπες νά περπατάει σάν ἀπελπισμένος κι ἀδιάφορος γιά ὅλα.
Ὁ διάβολος, ὡστόσο, δέν σταματοῦσε νά τόν πειράζει.
-Ἄκου δῶ!  τοῦ λέει.  Δέν θά σοῦ ζητήσω πιά τίποτα ἄλλο, παρά μόνο νά κόψεις τήν προσευχή πού κάνεις πρωί καί μεσημέρι.
Ἄ, ἡ ἀναίδειά του ξεπερνοῦσε κάθε ὅριο...
-Ἄκου κι ἐσύ!  τοῦ ἀπαντάει ὁ Νήφων.  Καί στήν πορνεία νά πέσω... καί φονιάς νά γίνω.... κι ὅ,τι ἄλλο νά κάνω... ἀπ’ τά πόδια τοῦ Κυρίου μου Ἰησοῦ Χριστοῦ δέν φεύγω. Παρ’ τό ἀπόφαση!
-Τί λές; Καί ὑπάρχει Χριστός; Χριστός δέν ὑπάρχει!  Ποιός πάλι σέ πλάνησε, πώς ὑπάρχει τάχα Χριστός;.... Ὄχι, δέν ὑπάρχει!  Ἐγώ μόνο κυριαρχῶ στά σύμπαντα. Ἐσύ λοιπόν γιατί μ’ ἀρνήθηκες;
-Ὑπάρχει Χριστός, ἄθλιε! Ναί, ὑπάρχει, Θεός μαζί καί ἄνθρωπος!  Μά....ὥς πότε θά τυραννᾶς τό πλάσμα τοῦ Θεοῦ, ἀχρεῖε; Δέν πρόκειται νά μέ πλανέψεις κατάλαβέ το, πανοῦργε καί σκοτεινέ!  Ναί, σκοτάδι εἶσαι καί στό σκοτάδι ζεῖς καί μέ τό σκοτάδι πολεμᾶς τούς ἀνθρώπους. Ἀλλά καί στό σκοτάδι θά βασανίζεσαι στούς ἀτέλειωτους αἰῶνες.  Χάσου ἀπό δῶ, ἐχθρέ τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἁγίων Του!

16.Ψαλμ.96:7.
17.Ψαλμ. 13:1.

 Ἕνας Ἀσκητής Ἐπίσκοπος
Ὅσιος Νήφων  Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς
 (σελ.54-62)
Ἱερὰ Μονή Παρακλήτου
Ὠρωπος Ἀττικῆς 2004
30  Ὀκτωβρίου 2013
Διαβάστε τά ὑπόλοιπα πατώντας  Ἅγιος Νήφων Κωνσταντιανῆς


 http://anavaseis.blogspot.gr/2013/10/blog-post_864.html