Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιος Νήφων Κωνσταντιανής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιος Νήφων Κωνσταντιανής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2013

Τό μεγαλεῖο τῆς ταπεινοφροσύνης. Ὅσιος Νήφων Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς

Τό μεγαλεῖο τῆς ταπεινοφροσύνης
Ὁ βίος τοῦ Ὁσίου Νήφωνος Ἐπισκόπου Κωνσταντιανῆς τῆς κατ’ Ἀλεξάνδρειαν

Ο Ὅσιος διατηροῦσε πάντα ταπεινό φρόνημα καί μ’ αὐτό ἐξουδετέρωνε τήν ἔπαρση καί τήν κενοδοξία. Συνχά μάλιστα παρακαλοῦσε τό Θεό.
-Κύριε καί Θεέ μου.
Ἐσύ πού τήν ἁγία Σου Μητέρα
ἀνέδειξες πιό σεβαστή
ἀπ’ τίς οὐράνιες Δυνάμεις
συγχώρεσε τίς ἁμαρτίες μου μέ τίς εὐχές
αὐτῆς τῆς πολυέραστης Παρθένου,
καί διῶξε μακριά μου κάθε ρύπο-
πορνεία καί μοιχεία καί καταλαλιά,
φθόνο καί ζήλεια καί ὀργή,
πικρία καί ἀκηδία,
περηφάνεια καί κενοδοξία
φιλαργυρία καί ἀσπλαχνία,
φιλονικία, διαμάχη κι ἔχθρα,
πύρωση σάρκας, πώρωση ψυχῆς,
γαστριμαργία, μέθη, πονηρή ἐπιθυμία
καί, τέλος, τήν ἐπιορκία
καί τῶν ἀνθρώπων τήν πικρότατη κι ἄδοξη δόξα.

Ναί, Θεέ μου,
Διῶξε τα ὅλα τοῦτα μακριά μου
καί κάνε τούς ἀνθρώπους νά μέ περιφρονοῦν
καί νά μ’ ἀποφεύγουν σά σίχαμα.

Νά μή βρεθεῖ στή γῆ, φιλάνθρωπε,
Μήτ’ ἕνας πού θά μέ παινέψει καί θά μέ τιμήσει,
μήτ’ ἕνας πού θά πεῖ πώς εἶμαι ἅγιος,
γιά νά μήν καταδικαστῶ, Κύριέ μου, ἐξαιτίας του.
Λύτρωσέ με ἀπό τή δόξα τῶν ἀνθρώπων,
φιλάνθρωπε!
Λευτέρωσέ με ἀπό τήν ἀνθρωπαρέσκεια,
εὔσπλαχνε!

Τέτοιες προσευχές ἔκανε, καί περνοῦσε τή ζωή του μέ πολλή ταπείνωση.
Μιά μέρα εἶχε ἐπισκέπτες -ἤμουνα κι ἐγώ ἐκεῖ- καί τούς μιλοῦσε γιά τήν κενοδοξία και τήν ταπείνωση.  Πρίν φύγουν, τοῦ ἔβαλαν βαθειά μετάνοια.  Μετά τήν ἀναχώρηση τῶν ξένων λοιπόν, τόν ρωτάω:
-Γιά πιό λόγο, πάτερ μου, στυλώνεις τό βλέμμα σου στή γῆ, ὅταν κάποιος σοῦ βάζει μετάνοια;
Κι ἐκεῖνος μοῦ ἀποκρίνεται:
-Συγχώρεσέ με, ἀδελφέ μου, ἀλλά ὅταν κάποιος μοῦ βάζει μετάνοια, τήν ἴδια στιγμή ἐγώ κατεβαίνω μέ τό νοῦ στόν ἅδη, καί κάθομαι ἐκεῖ μέχρι πού νά σηκωθεῖ ὁ ἄλλος.  Καί ὅταν ἐκεῖνος σηκωθεῖ, τότε μονάχα σηκώνομαι κι ἐγώ καί τόν κατευοδώνω.  Εἶμ’ ἄξιος ἐγώ, ἕνας βρωμερός σκύλος, ἕνα συντρίμμι σώματος καί ψυχῆς, νά πέφτουνε στά πόδια μου τά τέκνα τοῦ Θεοῦ;
Μέ τόσο θαυμασμό ἄκουσα τήν ἀπόκρισή του, πού μοῦ ξέφυγε ἕνας ἀναστεναγμός κι ἕνα αὐθόρμητο ‟Κύριε, ἐλέησον!’’.
-Γιατί θαυμάζεις; μοῦ εἶπε.  Καλύτερα νά ζηλέψεις καί νά κάνεις καί ἐσύ τό ἴδιο.
-Μά ἐγώ δέν ξέρω πῶς νά κατεβαίνω στόν ἅδη.
-Ἄν δέν μπορεῖς νά κατέβεις στόν ἅδη, τότε μπές νοερά κάτω ἀπ’ τά πόδια τοῦ ἀδελφοῦ. Ἄν κι αὐτό δέν μπορεῖς νά τό κάνεις, λέγε τουλάχιστον ‟Ἐγώ εἶμαι ὁ ἁμαρτωλότερος ἀπ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους’’. Ἄν οὔτε κι αὐτό μπορεῖς, τότε καταδίκαζε καί ἐξευτέλιζε τόν ἑαυτό σου. Ἄν καί τοῦτο σοῦ φαίνεται βαρύ, σκύβε τό κεφάλι σου στή γῆ καί λέγε: «Γῆ εἰμι καί εἰς γῆν ἀπελεύσομαι»23. Τό βρίσκεις δύσκολο ἀκόμα κι αὐτό; Λέγε λοιπόν ἀκατάπαυστα τόν θεῖο λόγο: «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ καὶ σῶσόν με»24.

23. Πρβλ. Γεν. 3:19.
24. Πρβλ. Λουκ. 18:13.
  Ἕνας Ἀσκητής Ἐπίσκοπος
Ὅσιος Νήφων  Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς
 (σελ.
70-72)
Ἱερὰ Μονή Παρακλήτου
Ὠρωπος Ἀττικῆς 2004
 Ἀναβάσεις 

10 Νοεμβρίου 2013

Διαβάστε τά ὑπόλοιπα πατώντας  Ἅγιος Νήφων Κωνσταντιανῆς
 
 http://anavaseis.blogspot.gr/2013/11/blog-post_1198.html

Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2013

Ἡ σημασία τῆς μετάνοιας. Ὅσιος Νήφων Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς

  Ἡ σημασία τῆς μετάνοιας
Ὁ βίος τοῦ Ὁσίου Νήφωνος Ἐπισκόπου Κωνσταντιανῆς τῆς κατ’ Ἀλεξάνδρειαν


Συνήθιζα νά τόν ἐπισκέπτομαι συχνά.  Μιά μέρα λοιπόν, ὅταν πῆγα, τόν βρῆκα νά διαβάζει.  Χάρηκε, ὅπως πάντα, πού μέ εἶδε.  Σηκώθηκε, μέ ἀσπάσθηκε κι ἔκανε νά ξαναπιάσει τό βιβλίο. Ἐγώ ὅμως εἶχα πάει ἐκεῖ γιά ν’ ἀκούσω λόγο ψυχωφελή ἀπ’ τό στόμα του. Γι’ αὐτό τόν παρακάλεσα νά διακόψει τή μελέτη του καί νά μοῦ μιλήσει γιά τή μετάνοια.
Χωρίς νά πολυσκεφτεῖ, μοῦ λέει:
-Πίστεψέ με, ἀδελφέ, ὅτι ὁ ἀγαθός Θεός μας δέν θά κρίνει τό χριστιανό ἐπειδή ἁμάρτησε.
Ξαφνιάστηκα. Μ’ ὅλο μου τό σεβασμό ἀπέναντί του, τόλμησα ν’ ἀντιδράσω.
-Δηλαδή, καταπώς λές, οἱ ἁμαρτωλοί δέν θά κριθοῦν;  Μ’ ἄλλα λόγια, δέν ὑπάρχει κρίση;
Χαμογέλασε αἰνιγματικά.
-Ὑπάρχει καί παρϋπάρχει!
-Τότε ποιός θά κριθεῖ;
-Ἄκου, παιδί μου, νά σοῦ ἐξηγήσω. Δέν κρίνει ὁ Θεός τό χριστιανό γιατί ἁμάρτησε, ἀλλά γιατί δέν μετανοεῖ.  Τό ν’ ἁμαρτάνει κανείς καί νά μετανοεῖ, εἶναι ἀνθρώπινο. Τό νά μή μετανοεῖ, ὅμως, εἶναι γνώρισμα τοῦ διαβόλου καί τῶν δαιμόνων του.  Γι’ αὐτό λοιπόν, παιδί μου, θά κριθοῦμε. Γιατί δέν ζοῦμε συνεχῶς μέσα στή μετάνοια. 
Καί παίρνοντας ἀφορμή ἀπό τή συζήτησή μας ἐκείνη, μοῦ διηγήθηκε μέ πολλή ἐνάργεια ἕνα θαυμάσιο γεγονός, πού, ἀκούγοντάς το καί μόνο, τά χάνει κανείς μέ τήν ἄφατη φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου.
Λίγο καιρό ἀφότου ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ τόν εἶχε ὁδηγήσει γιά πρώτη φορά στή μετάνοια, βρισκόταν, λέει, σέ μιά περιοχή, πού λέγεται «τοῦ Ἀριστάρχου», καί ἀναλογιζόταν τίς ἁμαρτίες του. Ἔνιωσε ὅπως ὁ ἄσωτος γιός τῆς παραβολῆς.  Ξαφνικά ἀπό μιά ἐσωτερική παρόρμηση, λέει στόν ἑαυτό του:
-Σήκω, ἁμαρτωλέ Νήφων, καί πήγαινε στήν ἐκκλησία, νά ἐξομολογηθεῖς τίς ἁμαρτίες σου στό Θεό. Δέν ξέρεις ἄν θά ζεῖς αὔριο.  Βιάσου λοιπόν!  Κουράστηκε  νά σέ προσμένει ἐκεῖ ὁ πολυεύσπλαχνος Θεός, καρτερώντας τή μετάνοιά σου.
Δέν κατάλαβε γιά πότε ἔφτασε στό ναό. Λές κι εἶχαν φτερά τά πόδια του. Στάθηκε στά πρόθυρα.  Στράφηκε στ’ ἀνατολικά, σήκωσε τά χέρια του ψηλά κι ἔκφραξε μέ στεναγμούς:
-Δέξου, Πατέρα, τόν νεκρό,
Πού ’χασε τήν ψυχή του
Δέξου τό καταγώγιο τῶν ἁμαρτιῶν,
τόν βλάσφημο καί τόν πονηρό,
τόν ἀδιάντροπο καί τόν αἰσχρό,
τόν μολυσμένο καί στό σῶμα καί στήν ψυχή.
Δέξου με, τόν βυθισμένο
σ’ ὅλες τίς δαιμονικές κακίες.
Ἐλέησέ με, τόν μοιχό,
τόν πόρνο καί τόν παιδοφθόρο,
τόν κλέφτη καί τόν παραβάτη,
τῆς ἁμαρτίας τό σίχαμα.
Ἐλέησέ με, τοῦ ἐλέους
ἡ πλούσια κι ἀστείρευτη πηγή.
Μήν ἀποστρέψεις ἀπό μένα
τό πρόσωπό Σου τ’ ἀγαθό.
Μήν πεῖς, Δέσποτα:
‟Ποιός εἶσαι τάχα; Δέν σέ ξέρω!’’.
Μήν πεῖς: ‟Ποῦ ἤσουνα ὥς τώρα;’’.
Μή μέ περιφρονήσει, τόν καπνό,
τό χῶμα, τή σαπίλα, τή ντροπή,
τό σίχαμα, τήν ἀνομία, τό σκουπίδι,
τῶν πονηρῶν τό λάφυρο
καί τῶν θνητῶν τό σκάνδαλο.
Μή μ’ ἀποστέρξεις, Δέσποτα·
ἔλεος δεῖξε, σῶσε με!
Τό ξέρω δά, φιλάνθρωπε,
ὅτι δέν θέλεις τό χαμό τοῦ ἁμαρτωλοῦ,
μά τήν ἐπιστροφή καί σωτηρία του.
Δέν θά Σ’ ἀφήσω, ἄν δέν μ’ ἐλεήσεις!
Δέν θά Σ’ ἀφήσω, ἄν δέν μέ βοηθήσεις!....
Δέν εἶπε μόνο αὐτά, μά καί πολλά ἄλλα, μέ τήν ψυχή φαρμακωμένη....
Ξάφνου, μιά βροντή ἀκούστηκε ἀπ’ τόν οὐρανό κι ἕνα φῶς, ἀκτινωτό καί φοβερό, ἔλαμψε.  Κι ἐκεῖνο τό φῶς ἔγινε σάν ἀγκαλιά, πού ἔκλεισε μέσα της τόν ὅσιο καί τόν ἀσπάσθηκε τρυφερά!  Συνάμα μιά γλυκειά, οὐράνια φωνή ἀκούστηκε νά λέει:
-Καλῶς ὅρισε ὁ γιός μου!  Καλῶς το, τό παιδί μου, τό πικραμένο μου!  Ξαναζωντάνεψε τό παλικάρι μου.  Ξαναβρέθηκε τό χαμένο μου. Πῶς ἀναστέναζα, γιέ μου, γιά σένα!  Πῶς καιγόταν ἡ καρδιά μου κι ἀδημονοῦσε κι ἔλεγε: ‟Νά, ὥρα τήν ὥρα θά γυρίσει.  Κι ἄν ὄχι τό πρωί, σίγουρα ὅμως ὥς τό βράδυ....’’.  Πῶς μ’ ἔλιωνε ἡ ἔγνοια σου! ..... Χαρά σ’ ἐμένα τώρα, πού φωτίστηκαν τά μάτια σου, ξανάνιωσε ἡ ψυχή σου, καί ἀπό μόνος σου πιά θά μ’ ὁμολογεῖς χωρίς δισταγμό!
Μέ τά λόγια αὐτά τόν ἀσπάσθηκε πάλι καί χάθηκε στόν οὐρανό. Κι ὁ δίκαιος, ἀπ’ τή γλυκύτητα τοῦ ἀσπασμοῦ, ἔπεσε σάν σέ ἔκστασση.
Μόλις συνῆλθε λίγο, ἄλλο τίποτα δέν μπόρεσε νά κάνει ἤ νά πεῖ, παρά μόνο νά ψελλίσει:
-Δόξα Σοι, ὁ Θεός!  Δόξα Σοι!
Καί πάλι:
-Δόξα Σοι, ὁ Θεός!....
Τό ἔλεγε καί τό ξανάλεγε ἀκατάπαυστα μέ τήν καρδιά πλημμυρισμένη ἀπό θεϊκή εὐωδία καί τό στόμα ξέχειλο ἀπό μέλι πνευματικό.
Ὥρα πολλή προσευχόταν μετά ἀπό κεῖνο τόν ἀνέκφραστο ἀσπασμό. Ὕστερα κινησε γιά τό κελλί του σάν χαμένος ἀπ’ τήν ἔκσταση, πού τοῦ προκάλεσε ἡ θεϊκή ἐπίσκεψη. Ἀπό τότε, καθώς ἔλεγε, μέ πολλή εὐκολία καί προθυμία βάδιζε στό δρόμο τοῦ Θεοῦ.
Αὐτό τό παράδοξο καί σχεδόν ἀπίστευτο θαῦμα τό ἄκουσα – μάρτυράς μου ὁ Θεός! - ἀπό τό ἴδιο τό στόμα τοῦ ὁσίου.  Μοῦ τό διηγήθηκε μέ δάκρυα καί δέος, ἀλλά καί μέ χαρά πνευματική.  Γιατί συνήθιζα νά τοῦ ζητάω ἐπίμονα νά μοῦ διηγεῖται διάφορα περιστατικά ἀπό τή ζωή του.  Κι ἐπειδή μ’ ἀγαποῦσε πολύ, ποτέ δέν μοῦ ἔκρυβε τίποτα.
Σάν ἔφτασε λοιπόν στό κελλί του, τό ἴδιο ἐκεῖνο βράδυ, πυρπολημένος ἀπό θεῖο πόθο, ἄρχισε πάλι νά προσεύχεται:
-Θεέ μου, Θεέ μου,
Σύ πού τόν οὐρανό «ἐξέτεινας ὡς δέρριν»22
καί πού τόν καταστόλισες μέ τ’ ἄστρα,
μέ τά σύννεφα, τόν ἥλιο, τή σελήνη,
κι ἐμένα καταστόλισε
μέ κάθε ἀρετή, ἀντί γι’ ἀστέρια.
Τό νοῦ μου φώτισε
μέ τ’ Ἅγιό Σου Πνεῦαμ, ἀντί γιά ἥλιο.
Τό εἶναι μου πλημμύρισε
μέ τή σοφία Σου, ἀντί γιά σελήνη.
Μέ τήν πραότητα, τήν ὁσιότητα καί τή δικαιοσύνη
ἀντί γιά νέφη τύλιξέ με.
Περίζωσε τή μέση μου μέ τήν ἀλήθεια Σου.
Τά πόδια μου ἑτοίμασε
γιά τό χαρμόσυνο ἄγγελμα τῆς εἰρήνης Σου.
Θεέ μου, Θεέ μου,
Σύ πού ξεχύνεις πλούσιο στήν πλάση τόν ἀέρα
γιά ν’ ἀναπνέουν οἱ ἄνθρωποι
καί νά ζωογονοῦνται,
ξέχυσε πλούσια μέσα μου τή χάρη καί τή δωρεά
τοῦ Ἁγίου καί ζωοποιοῦ Σου Πνεύματος.
Κάνε με ὁλόκληρο θεόμορφο,
ὁλόφωτο καί καθαρό, σεμνό καί πράο,
γεμάτο χάρη καί ἀλήθεια,
γεμάτο γνώση καί σοφία πνευματική.
Μέ τά τελευταῖα τοῦτα λόγια, ἔλαμψε καί πάλι φῶς οὐράνιο. Τήν ἴδια στιγμή τοῦ παρουσιάστηκε ἄγγελος Κυρίου, κρατώντας ἕνα δοχεῖο γεμάτο μύρο. Ὅλο ἐκεῖνο τό μύρο τοῦ τό ἄδειασε στό κεφάλι. Ἀπό κεῖ κύλησε καί μούσκεψε ὅλο του τό σῶμα. Ὁ τόπος πλημμύρισε εὐωδία...
Τά ροῦχα του μοσχομύριζαν ἀρκετές μέρες, πράγμα πού ἔκανε τούς ἄλλους νά ἀποροῦν.  Μερικοί ξεθάρρεψαν καί τόν ρώτησαν:
-Ἀπό τί εἶναι αὐτή ἡ εὐωδία;
Μά ἐκεῖνος ἀπαντοῦσε:
-Ἐγώ εἶμαι ἀπ’ τά γεννοφάσκια μου βουτηγμένος στίς ἁμαρτίες. Αὐτό τό γνωρίζω καλά. Ὅσο γιά τήν εὐωδία, δέν ξέρω ἀπό τί εἶναι....
22.Πρβλ.Ψαλμ. 103:2.

  Ἕνας Ἀσκητής Ἐπίσκοπος
Ὅσιος Νήφων  Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς
 (σελ.65-70)
Ἱερὰ Μονή Παρακλήτου
Ὠρωπος Ἀττικῆς 2004
 Ἀναβάσεις 

6 Νοεμβρίου 2013

Διαβάστε τά ὑπόλοιπα πατώντας  Ἅγιος Νήφων Κωνσταντιανῆς
 
http://anavaseis.blogspot.gr/2013/11/blog-post_4863.html

Ὑπομονή στόν πόνο. Ὁ δρόμος τῶν ἀρετῶν. Ὅσιος Νήφων Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς

  Ὑπομονή στόν πόνο
Ὁ βίος τοῦ Ὁσίου Νήφωνος Ἐπισκόπου Κωνσταντιανῆς τῆς κατ’ Ἀλεξάνδρειαν

Κάποτε ὁ Νήφων ἄκουσε ἕνα σοφό γέροντα νά λέει, πώς οἱ πόνοι γεννᾶνε δόξα.  Σκίρτησε ἡ ψυχή του τήν ὥρα ἐκείνη, καί θέλησε ν’ ἀσκηθεῖ στήν ὑπομονή τοῦ πόνου.
Ἀποσυρόταν λοιπόν κάπου κι ἔβγαζε τά παπούτσια του. Ὕστερα γονάτιζε καταγῆς, διπλωνόταν στά δυό κι ἔριχνε ὅλο τό βάρος τοῦ σώματός του πάνω στά πόδια του.
Σ’ αὐτή τή στάση προσευχόταν ὥρα πολλή, ὑπομένοντας τόν ἀφόρητο πόνο πού τοῦ προξενοῦσε. Ἔβαζε μάλιστα κάτω ἀπ’ τά πόδια του μιά πλατειά καί ὁμαλή πέτρα.
Πάνω σ’ αὐτή στριφογύριζε, πληγώνοντας τά πόδια του, γιά νά θερίσει τόν καρπό τοῦ πόνου.
Ὅταν τέλειωνε τήν προσευχή του κι ἔκανε νά σηκωθεῖ, ἴσα πού μποροῦσε νά κουνηθεῖ. Καί τά δυό του πόδια, πιασμένα καί μουδιασμένα, ἦταν λές κολλημένα πάνω στή πέτρα. Μέ μεγάλη βία καί ἀργές κινήσεις τά ἅπλωνε ἕνα-ἕνα. Οἱ ἀρθρώσεις ἔτριζαν ὀδυνηρά. Ἐκεῖνος ὅμως ἔλεγε παρηγορητικά στόν ἑαυτό του:
-«Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται, καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν»»21.
Ὅταν, ἐπιτέλους, συνερχόταν λίγο, ἔβαζε τά πόδια του κι ἀργοκινοῦσε παραπατώντας γιά τό κελλί του.
Στό δρόμο συλλογιζόταν:

‟Ἀλίμονό σου, ταλαίπωρε Νήφων!  Ἀφοῦ δέν ἀντέχεις αὐτόν τόν μικρό πόνο, πῶς θ’ ἀντέξεις τή φλόγα τῆς κολάσεως;....’’.

Ὁ δρόμος τῶν ἀρετῶν
Βλέπει τότε μιάν ἀπέραντη θάλασσα.  Μεσοπέλαγα ὑψωνόταν ἕνας πανύψηλος στύλος, πού κατέληγε σέ θρόνο ὑπέλαμπρο ἀλλά κενό.
Ξαφνικά παρουσιάζεται κάποιος καί τοῦ λέει:
-Τί στέκεσαι; Ἀνέβα στό στύλο!  Εἶναι Θεοῦ θέλημα.
Ἄρχισε νά σκαρφαλώνει.  Μέ πολύ κόπο ἔφτασε σχεδόν ὥς τήν κορυφή. Ἔμενε ἀκόμα μιά ὀργυιά περίπου γιά ν’ ἀνέβει στό θρόνο.  Μά δέν ὑπῆρχε κάποια πρόσβαση, καί τό διάστημα, πού τό χώριζε, του φαινόταν πολύ μεγάλο. Βρισκόταν στό πιό δύσκολο κι ἐπικίνδυνο σημεῖο.
Λιποψύχησε, καθώς τό βλέμμα του ἔπεσε κάτω, στό φοβερό πέλαγος.
-Τρομάρα μου!  Τί θά κάνω ὁ δύστυχος; συλλογίστηκε.  Ἄν δοκιμάσω μέ μιά δρασκελιά νά φτάσω στό θρόνο, ὑπάρχει φόβος νά γλιστρήσω καί νά γκρεμιστῶ στήν ἄβυσσο. Ποιό λοιπόν τό κέρδος, πού ἔφτασα ὥς ἐδῶ; Ἀλλά πάλι... νά γυρίσω πίσω; Καί νά πάει χαμένος ὅλος ὁ κόπος μου; Ἄχ, τί νά κάνω;
Ἦταν σέ δεινή ἀμηχανία.
Ξαφνικά ὅμως, χωρίς νά τό καταλάβει κι ὁ ἴδιος ἀποτόλμησε τό πήδημα καί..... βρέθηκε καθισμένος στό θρόνο!  Ὥ, τί χαρά ἔνιωσε, ἀγναντεύοντας ἀπό κεῖ τό πανόραμα πού τόν τριγύριζε! Ὡστόσο ἀποροῦσε:
-Τί μ’ ἔπιασε κι ἀνέβηκα ἐδῶ πάνω; Πῶς θά ξανακατέβω;
Τότε ἀκριβῶς ξύπνησε.
-Τί νά σημαίνει αὐτό τό ὄνειρο; ἀναρωτήθηκε.
Ἡ ἀπορία του κορυφώθηκε, ὅταν εἶδε τό ἴδιο ὄνειρο ὄχι μόνο τήν ἑπόμενη, ἀλλά καί τήν τρίτη νύχτα. Ζήτησε τότε τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ.
-Κύριε!  Φανέρωσέ μου, Σέ παρακαλῶ, τή σημασία τοῦ ὀνείρου.
Καί ὁ Θεός, πράγματι, τοῦ φώτισε τό νοῦ, κι ἔτσι μπόρεσε νά ἐξηγήσει μόνος του τό ὅραμα:
‟Ἡ ἀνάβαση στό στύλος εἶναι ὁ τραχύς δρόμος τῶν ἀρετῶν, πού ὁδηγεῖ στήν οὐράνια βασιλεία. Τό τελευταῖο ἐκεῖνο σημεῖο, πού δυσκολεύτηκα καί περάσω, σημαίνει, ὅτι πολλές φορές ξαναγυρνᾶμε στά γήινα κι ἔτσι δυσκολευόμαστε νά φτάσουμε ὥς τήν ἀπάθεια. Γιατί ὁ θρόνος, ὅπου κάθισα κι ἀτένισα τά πάντα, εἶναι ἡ ἀπάθεια. Αὐτή βρίσκεται πάνω ἀπ’ ὅλες τίς ἀρετές, σάν θρόνος. Κι ὅποιος καθήσει σ’ αὐτόν τό θρόνο, βλέπει καθαρά τά πάντα –καί τά θεῖα καί τ’ ἀνθρώπινα καί τά δαιμονικά’’.
Μόλις ξεδιάλυνε τό ὄνειρο ὁ δίκαιος, δόξασε μ’ ὅλη του τήν καρδιά τό Θεό, πού τόσο νοιάζεται γι’ αὐτόν καί τόν φροντίζει.

 21. Ματθ. 11:12.

 Ἕνας Ἀσκητής Ἐπίσκοπος
Ὅσιος Νήφων  Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς
 (σελ.62-65)
Ἱερὰ Μονή Παρακλήτου
Ὠρωπος Ἀττικῆς 2004
4  Σεπτεμβρίου 2013

Διαβάστε τά ὑπόλοιπα πατώντας  Ἅγιος Νήφων Κωνσταντιανῆς


http://anavaseis.blogspot.gr/2013/11/blog-post_2211.html

Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2013

Ὁ μεγάλος πειρασμός. (Μέρος Β'). Ὅσιος Νήφων Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς

 Ὁ μεγάλος πειρασμός. (Μέρος Β')
 Ὁ βίος τοῦ Ὁσίου Νήφωνος Ἐπισκόπου Κωνσταντιανῆς τῆς κατ’ Ἀλεξάνδρειαν

 Ἦταν νά θαυμάζει κανείς τήν ὑπομονή καί τήν καρτερία, πού ἔδειχνε ὁ δίκαιος!  Μά κι ἀπ’ τά χείλη του δέν ἔλειπε ἡ δοξολογία τοῦ Θεοῦ.
Ἐκεῖνος ὅμως ὁ κακοῦργος δέν ξεκολοῦσε ἀπό κοντά του, λέγοντας καί ξαναλέγοντας ἀδιάκοπα:
-Τί δηλαδή; Νομίζεις πώς ὑπάρχει Θεός; Καί ποῦ τόν εἶδες τό Θεό, πού λές; Ποιός σοῦ τόν ἔδειξε; Καί ποῦ μένει;.... Δεῖξε μου τον, καί θά πιστέψω κι ἐγώ!
Τέσσερα χρόνια, ὅπως εἶπα, τόν βασάνιζε μ’ αὐτόν τόν τρόπο. Ὅ,τι κι ἄν ἔκανε -ἔτρωγε, κοιμόταν, πορσευχόταν...-αὐτόν τό λογισμό τοῦ ἔβαζε, ἀναγκάζοντάς τον νά πιστέψει πώς δέν ὑπάρχει Θεός.  Τοῦ ἔπαιρνε τό μυαλό του μ’ αὐτήν τήν ἐξοντωτική ἐπανάληψη.  Κι ἦταν νά κλαῖς, βλέποντάς τόν δίκαιο νά γκρεμίζεται στή δυσπιστία! ...
Ἄλλοτε ἔλεγε: ‟Ὑπάρχει Θεός!’’.  Καί ἄλλοτε, κάτω ἀπό τήν ἐπηρεία τοῦ διαβόλου: ‟Ὄχι....μᾶλλον Θεός δέν ὑπάρχει....’’.
Ἔφτασε στήν ἀπόγνωση. Ἔνιωθε τήν ψυχή του γυμνή καί κούφια.  Δέν ἄφηνε ὅμως τήν προσευχή καί τή μελέτη του.
Ἕνα βράδυ πῆγε στήν ἐκκλησία καί στάθηκε νά προσευχηθεῖ μπροστά στήν εἰκόνα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀλλά, .... νάτος πάλι ὁ διάβολος!
-Θεός δέν ὑπάρχει! ἄρχιζε νά τόν τριβελίζει, ὅπως πάντα.
Σηκώνει τά μάτια του ὁ δίκαιος καί κοιτάζει πονεμένα τή μορφή τοῦ Χριστοῦ. Ἕνας βαθύς στεναγμός βγῆκε ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς του. Ἅπλωσε ἱκετευτικά τά χέρια του στήν εἰκόνα καί φώναξε:
-«Ὁ Θεὸς ὁ Θεός μου, πρόσχες μοι· ἱνατί ἐγκατέλιπές με;»18. Βεβαίωσέ με, Θεέ μου, πώς ὑπάρχεις, γιατί ἀλλιῶς θά σταματήσω ὅσα κάνω γιά τ’ ἅγιο ὄνομά Σου, καί θά ὑπακούσω στίς ὁρμήνειες τοῦ διαβόλου!
Σώπασε καί περίμενε... Ἐνῶ εἶχε στυλωμένη τή ματιά του στό ἱερό εἰκόνισμα, τό βλέπει ξάφνου ν’ ἀστράφτει!  Τό πρόσωπο τοῦ ὁσίου λούστηκε στό φῶς.  Μιά ἄρρητη εὐωδία τόν τύλιξε...
Θαμπωμένος ἀπ’ τό φῶς καί μεταρσιωμένος ἀπ’ τήν οὐράνια μοσχοβολιά, ἔπεσε καταγῆς. Ἔτρεμε ὁλόκληρος.  Σχεδόν μηχανικά ἄρχισε νά ψελλίζει:

-Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν,
Πατέρα, παντοκράτορα,
Ποιητὴνοὐρανοῦ καὶ γῆς,
ὁρατῶν τε πάντων καί ἀοράτων·
καὶ εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν,
τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ τὸν μονογενῆ»*,
τὸν πλάστη καί Δεσπότη μου...
«Καὶ εἰς τὸ Πνεῦμα τό ἅγιον»*,
τό ἔνδοξο καί φωτιστικό,
«τὸ λαλῆσαν διὰ τῶν προφητῶν»*.....
Κύριέ μου Ἰησοῦ Χριστέ,
μὴν ὀργιστεῖς μαζί μου, πολυέλεε.
Μή μ’ ἀποδιώξεις, τόν βέβηλο,
πού ἀσέβησα στό ἅγιο Σου ὄνομα!
Ἐσύ δά ξέρεις, Κύριε,
πόσο μέ παίδεψε ὁ ἐχθρός,
βυθίζοντάς με ὁλότελα
στήν ἀπιστία τήν πονηρή.
Γι’ αὐτό συγχώρεσέ με,
πού σέ δοκιμασία ἔβαλα
τήν ἀνεξίκακη φιλανθρωπία Σου,
πανάγαθε καί μακρόθυμε,
«ὁ μετανοῶν ἐπὶ κακίας ἀνθρώπων»19...

Ἦταν ἀκόμα πεσμένος μέ τό πρόσωπο στή γῆ. Ἀνασηκώθηκε λίγο καί κοίταξε δειλά τή σεβάσμια εἰκόνα.
Τί ἦταν αὐτό πού ἀντίκρυσε!  Τό πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἔλαμπε σάν ἥλιος! Ὁ Νήφων μαγνητίστηκε ἀπό τήν ἀπερίγραπτη γλυκύτητα καί τήν ὑπερκόσμια χάρη Του.  Μά τό πιό θαυμαστό  ἦταν τοῦτο: Σάν ἄνθρωπος ζωντανός γύριζε τά μάτια Του ὁ Χριστός ἐδῶ κι ἐκεῖ, ἔπαιζε τά φρύδια καί σάλευε τά χείλη!
Θαυμασμός καί δέος κυρίεψαν τό Νήφωνα μπροστά σ’ ἐκεῖνο τό παράδοξο θέαμα.
-Κύριε, ἐλέησον!  ἀναφώνησε αὐθόρμητα.
Μιά ἀνέκφραστη, ἐξωκόσμια ἀγαλλίαση ἦρθε ν’ ἀναμεστώσει τήν ψυχή του.
-Ἀλήθεια, εἶπε μ’ ἐνθουσιασμό, μεγάλος εἶναι ὁ Θεός τῶν χριστιανῶν, καί μεγάλη ἡ δόξα καί ἡ δύναμή Του!  Γιατί ποτέ δέν θ’ ἀφήσει νά χαθεῖ τό πλάσμα, πού προστρέχει στ’ ἄχραντα πόδια Του. Εὐλογητός ὁ Θεός καί εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού μ’ ἔσωσε ἀπ’ τό σκοτάδι καί σιδερένια δεσμά τοῦ θανάτου!
Εἶπε κι ἄλλες πολλές εὐχαριστήριες προσευχές στόν Κύριο, κι ἔφυγε ἀπό τήν ἐκκλησία.  Πῆγε στό κελλί του καί ἤρεμος πιά, ἀποκοιμήθηκε λιγάκι. Ἡ καρδιά του ἦταν γεμάτη χαρά πνευματική...
Ἀπό τότε ἄλλαξε. Τώρα περπατοῦσε μέ ζωντάνια καί χάρη, χαμογελαστός κι εὐδιάθετος πάντα.  Μέ ὅλους τούς ἀνθρώπους ἦταν πρόσχαρος καί γλυκομίλητος. Ὅσοι λοιπόν τόν ἤξεραν, ἀναρωτιόντουσαν ἀπορημένοι:
-Τόσα χρόνια ἦταν ἀπλησίαστος. Βαρύς καί σκυθρωπός.  Πῶς ἔγινε τώρα ἔτσι χαρωπός κι ἐγκάρδιος; Μήπως εἶδε κανένα ὅραμα;....
Καί οἱ ἄνθρωποι ἔκαναν, βέβαια, τίς ὑποθέσεις τους. Ὁ Νήφων πάλι, κάθε φορά πού ἀντίκρυζε ἐκείνη τήν ἐξαίσια μορφή τοῦ Κυρίου, ἅπλωνε τά χέρια, ἄνοιγε διάπλατα τά μάτια καί προσευχόταν δοξολογικά:
-Ἐσύ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ ἔνδοξος, ὁ πολυεύσπλαχνος, ὁ φιλάνθρωπος, ἡ πηγή τῆς ζωῆς, τό οὐράνιο μύρο.....
Ὕστερα χλεύαζε τό διάβολο:
-Ποῦ εἶν’ ἐκεῖνος ὁ κακοῦργος, πού ἔλεγε πώς δέν ὑπάρχει Θεός;  Ρεζίλι ἔγινε ὁ ἀνόητος, ὁ φλύαρος, ὁ βρωμερός, ὁ σκοτεινός καί μισόκαλος!  Μοῦ φανερώθηκε ὁ Κύριός μου καί μοῦ ἔδωσε σημεῖο, ὅπως στόν μακάριο Θωμᾶ, ὅταν ἀπίστησε. «Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τὸν Κύριο καὶ ἠγαλλίασε τὸ πνεῦμά μου ἐπὶ τῷ Θεῷ τῷ σωρῆρί μου»20.
Μέ τέτοιους ὕμνους δοξολογοῦσε καὶ εὐχαριστοῦσε ὁ μαρκάριος Νήφων τό Θεό, πού τόν ἐπισκέφθηκε μέσα σέ ἄρρητη εὐωδία.


18.Ψαλμ. 21:1.
*Σύμβολο τῆς Πίστεως, ἄρθρα 1,2,8.
19.Πρβλ. Ἰωήλ. 2:13. Ἰωνᾶ 4:2.


 Ἕνας Ἀσκητής Ἐπίσκοπος
Ὅσιος Νήφων  Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς
 (σελ.54-62)
Ἱερὰ Μονή Παρακλήτου
Ὠρωπος Ἀττικῆς 2004
1 Σεπτεμβρίου 2013

Διαβάστε τά ὑπόλοιπα πατώντας  Ἅγιος Νήφων Κωνσταντιανῆς


http://anavaseis.blogspot.gr/2013/11/blog-post_3803.html

Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2013

Ὁ μεγάλος πειρασμός. (Μέρος Α'). Ὅσιος Νήφων Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς

Ὁ μεγάλος πειρασμό. (Μέρος Α')
 Ὁ βίος τοῦ Ὁσίου Νήφωνος Ἐπισκόπου Κωνσταντιανῆς τῆς κατ’ Ἀλεξάνδρειαν
Οπως τόν εἶχε προειδοποιήσει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἦρθε κι ἡ ὥρα του μεγάλου πειρασμοῦ....
Κάθε Σάββατο, τή νύχτα, ὁ Νήφων ξαγρυπνοῦσε. Οὔτε κοιμόταν οὔτε καθόταν. Ὥς τό πρωί τῆς Κυριακῆς προσευχόταν κι ἔκανε μετάνοιες ὁ μιμητής τοῦ Δανιήλ, ἤ μᾶλλον τῶν ἀγγέλων, πού ἀνταποκρίνονται στήν προφητική προτροπή: «προσκυνήσατε αὐτῷ πάντες ἄγγελοι αὐτοῦ»16.
Αὐτή τήν τάξη κρατοῦσε ὄχι μόνο τίς Κυριακές, μά καί τίς δεσποτικές ἑορτές, σύμφωνα μέ τήν ἐκκλησιαστική παράδοση.
Ἀνάλογα προσευχόταν κι ὅλες τίς ἄλλες μέρες καί νύχτες.
Τό πρωί μάλιστα ἔλεγε μιά προσευχή, πού τήν ἐπαναλάμβανε καί ἀποβραδίς. Ἀλλά τί προσευχή ἦταν ἐκείνη!  Ξέχειλη ἀπό σοφία καί χάρη καί θεογνωσία. Ἔκλεινε μέσα της ὅλη τήν ἄφατη θεολογία –τή γέννηση τοῦ Υἱοῦ, τή δημιουργία τῶν ἀσωμάτων Δυνάμεων, τά φρικτά καί ἄρρητα μυστήρια, τά θαύματα τῆς θείας οἰκονομίας καί τοῦ φυσικοῦ κόσμου, τά τωρινά καί τά ἔσχατα, τά ἐπίγεια καί τά καταχθόνια... –μά τί νά πρωτογράψω;-... τά ἐγκόσμια καί τά ὑπερκόσμια, τά ὁρατά καί τ’ ἀόρατα, τά καταληπτά καί τ’ ἀκατάληπτα, τά νοητά καί τ’ ἀκατανόητα... Ἴσως παρακάτω νά καταχωρίσουμε, ἄν μπορέσουμε, κάποιο τμῆμα ἀπό τή θεσπέσια προσευχή του.

Ἄς δοῦμε ὅμως τώρα, τί ἔγινε μέ τόν μεγάλο πειρασμό πού τόν βρῆκε.
Κάποιο Σάββατο, καθώς σουρούπωνε, ἄρχισε, ὅπως πάντα, νά προσεύχεται.
Ξαφνικά ἀκούει ἕνα τρομερό κι ἀνατριχιαστικό συριγμό, πού τοῦ τρύπησε τ’ αὐτιά!
Πάγωσε...
‟Τί νά ’ναι αὐτό;’’, ἀναρωτήθηκε.
Μά δέν πρόλαβε νά πεῖ τίποτ’ ἄλλο, καί νά ὁ διάβολος.... Ἄρχισε νά βρυχιέται καί ν’ ἀφρίζει καί νά φοβερίζει τό Νήφωνα.
Ἐκεῖνος τά χρειάστηκε.... Ὁ νοῦς του σκοτίστηκε. Ὁ φόβος κι ἡ ταραχή τόν παρέλυσαν. Ἔκανε νά προσευχηθεῖ, μά δέν μποροῦσε νά μαζέψει τόν νοῦ του. Μύρια κακά τόν κυρίεψαν: χασμουρητά καί ὑπνηλία, κομμάρα καί ραθυμία, ἀκατάσχετη φλυαρία, ἀφόρητη λύπη..  Σωπαίνω γι’  ἄλλα χειρότερα...
Νύχτες καί μέρες συνέχιζε νά τόν βασανίζει μ’ αὐτόν τόν τρόπο.  Τό ’χε βάλει σκοπό νά τοῦ σαλέψει ὁλότελα τά λογικά!
Κάποια στιγμή, ἀποκαμωμένος ὁ μακάριος ἀπό τήν τυραννία τοῦ διαβόλου, ἄφησε φωνή:
-Ἄχ, ἁμαρτωλέ Νήφων!..... Τώρα πληρώνεις τίς ἁμαρτίες σου !  Κι ὁ πειρασμός, πού φοβόσουνα, εἶναι στ’ ἀλήθεια φοβερός. Ὁ δράκοντας εἶναι μανιασμένος μαζί σου. Ἤδη σοῦ σκότισε τό νοῦ. Πρόσεχε! ...... Πρόσεχε, μή σέ καταπιεῖ ζωντανό!....
Αὐτά εἶπε καί σταυροκοπήθηκε.
Στό μεταξύ ὁ ἀναίσχυντος διάβολος συνέχιζε νά τόν τυραννάει δίχως σταματημό, πότε μέ τόν ἕναν καί πότε μέ τόν ἄλλον τρόπο.
Δέν δίσταζε ἀκόμα καί νά τόν ἐκβιάζει.
-Λοιπόν, ἤ σταματᾶς τήν προσευχή, τοῦ εἶπε κάποτε ὀρθά-κοφτά, ἤ στρογγυλοκάθομαι ἐδῶ δίπλα σου μέχρι νά σκάσεις!  Δέν φεύγω, κι ὅ,τι θέλει ἄς γίνει!
-Δέν θά σοῦ κάνω τό χατήρι, ἀκάθαρτε δαίμονα, τοῦ ξέκοψε ὁ Νήφων. Κι ἄν ὁ Θεός μου σέ προσέταξε νά με σκοτώσεις, ἄς γίνει τό θέλημά Του. Ἄν πάλι δέν τό θέλει αὐτό ὁ Θεός, τότε.... τί νά πῶ.... γελάω μέ τά τεχνάσματά σου!
-Μά ....ὑπάρχει Θεός; Θεός δέν ὑπάρχει!  τοῦ σφύριξε ὁ διάβολος.
Τήν ἴδια στιγμή ἔριξε στό νοῦ του σκοτάδι καί σύγχυση, τριβελίζοντάς τον ἀσταμάτητα μέ τά φρικτά τοῦτα λόγια:
-Ὑπάρχει Θεός; Θεός δέν ὑπάρχει! ....
Νά ποιός ἦταν λοιπόν ὁ τελικός του σκοπός. Ἀποκαλύφθηκε τώρα. Ἤθελε νά ρίξει τόν ὅσιο ὁλότελα στήν ἀπιστία!  Καί τό καταχθόνιο σχέδιό του ἦταν χωρισμένο σέ τρεῖς διαδοχικές φάσεις· Πρῶτα, ἐπίθεση καί αἰχμαλώτιση τῆς διάνοιας τοῦ Νήφωνα. Ἔπειτα, σκοτισμό καί ἀποχαύνωσή του.  Καί τέλος, τό γκρέμισμα τοῦ στό θανάσιμο βάραθρο τῆς ἀπιστίας καί τῆς παραφροσύνης.
Σκιζόταν ἡ καρδιά τοῦ ὁσίου, σάν ἄκουγε τόν φαρμακερό λόγο τοῦ νοητοῦ φιδιοῦ.  Καί μ’ ὅση δύναμη τοῦ εἶχε ἀπομείνει, ἀντίλεγε:
-Εἶπεν ἄφρων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ· οὐκ ἔστι Θεός»17. Ἀφανίσου, ζοφερέ, καί μή βλαστημᾶς!  Γκρεμίσου στό σκοτάδι!  Τσακίσου ἀπό μπροστά μου, γιατί ἐγώ πιστεύω βαθιά πώς ὁ Θεός καί ὑπάρχει καί θά ὑπάρχει αἰώνια!
Μά ὁ μισόκαλος διάβολος εἶχε βάλει σκοπό νά τόν νικήσει, καί μάλιστα γρηγορότερο. Τοῦ θόλωνε λοιπόν ὅλο καί περισσότερο τό μυαλό.  Παρέλυε τή σκέψη του καί τόν ἔκανε νά ξεχνάει ὅ,τι ἤξερε ἀπό τήν Ἁγία Γραφή.
Ἄρχιζε, λόγου χάρη, νά λέει, ὅπως συνήθιζε, ἕνα ψαλμό. Ἐνῶ ὅμως τά χείλη του ψέλλιζαν τά λόγια τοῦ ψαλμοῦ, ὁ σκοτισμένος νοῦς του δέν τά καταλάβαινε. Αὐτή ἡ κατάσταση τόν στενοχωροῦσε καί τόν φαρμάκωνε.
-Συμφορά μου!  Δέν καταλαβαίνω τί λέω!  Στέναζε, ὅταν συνερχόταν λίγο.
Κι ἄρχιζε πάλι ἀπ’ τήν ἀρχή τήν προσευχή μέ πολύ κόπο.
Τέσσερα χρόνια παρέδερνε ἔτσι!  Κι ὁ διάβολος δέν σταματοῦσε νά τόν σφυροκοπάει κάθε μέρα:
-Θεός δέν ὑπάρχει! ..... Θεός δέν ὑπάρχει!....
Αὐτός ὁ φρικιαστικός λόγος βύθιζε τό νοῦ του σέ πηχτό σκοτάδι καί τήν καρδιά του σ’ ἀπαρηγόριτη θλίψη. Τόση ἦταν ἡ λύπη κι ἡ ταραχή του ἀπ’ αὐτόν τόν σατανικό πόλεμο, πού καί στό δρόμο ἀκόμα τόν ἔβλεπες νά περπατάει σάν ἀπελπισμένος κι ἀδιάφορος γιά ὅλα.
Ὁ διάβολος, ὡστόσο, δέν σταματοῦσε νά τόν πειράζει.
-Ἄκου δῶ!  τοῦ λέει.  Δέν θά σοῦ ζητήσω πιά τίποτα ἄλλο, παρά μόνο νά κόψεις τήν προσευχή πού κάνεις πρωί καί μεσημέρι.
Ἄ, ἡ ἀναίδειά του ξεπερνοῦσε κάθε ὅριο...
-Ἄκου κι ἐσύ!  τοῦ ἀπαντάει ὁ Νήφων.  Καί στήν πορνεία νά πέσω... καί φονιάς νά γίνω.... κι ὅ,τι ἄλλο νά κάνω... ἀπ’ τά πόδια τοῦ Κυρίου μου Ἰησοῦ Χριστοῦ δέν φεύγω. Παρ’ τό ἀπόφαση!
-Τί λές; Καί ὑπάρχει Χριστός; Χριστός δέν ὑπάρχει!  Ποιός πάλι σέ πλάνησε, πώς ὑπάρχει τάχα Χριστός;.... Ὄχι, δέν ὑπάρχει!  Ἐγώ μόνο κυριαρχῶ στά σύμπαντα. Ἐσύ λοιπόν γιατί μ’ ἀρνήθηκες;
-Ὑπάρχει Χριστός, ἄθλιε! Ναί, ὑπάρχει, Θεός μαζί καί ἄνθρωπος!  Μά....ὥς πότε θά τυραννᾶς τό πλάσμα τοῦ Θεοῦ, ἀχρεῖε; Δέν πρόκειται νά μέ πλανέψεις κατάλαβέ το, πανοῦργε καί σκοτεινέ!  Ναί, σκοτάδι εἶσαι καί στό σκοτάδι ζεῖς καί μέ τό σκοτάδι πολεμᾶς τούς ἀνθρώπους. Ἀλλά καί στό σκοτάδι θά βασανίζεσαι στούς ἀτέλειωτους αἰῶνες.  Χάσου ἀπό δῶ, ἐχθρέ τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἁγίων Του!

16.Ψαλμ.96:7.
17.Ψαλμ. 13:1.

 Ἕνας Ἀσκητής Ἐπίσκοπος
Ὅσιος Νήφων  Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς
 (σελ.54-62)
Ἱερὰ Μονή Παρακλήτου
Ὠρωπος Ἀττικῆς 2004
30  Ὀκτωβρίου 2013
Διαβάστε τά ὑπόλοιπα πατώντας  Ἅγιος Νήφων Κωνσταντιανῆς


 http://anavaseis.blogspot.gr/2013/10/blog-post_864.html

Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2013

«Κύριος ταπεινοῖς δίδωσι χάριν». Ὅσιος Νήφων Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς

«Κύριος ταπεινοῖς δίδωσι χάριν» 
 Ὁ βίος τοῦ Ὁσίου Νήφωνος Ἐπισκόπου Κωνσταντιανῆς τῆς κατ’ Ἀλεξάνδρειαν
Καί νά! Ξάφνου τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἄστραψε μπροστά του, πλημμυρίζοντας τήν καρδιά του μ’ εὐφροσύνη καί χαρά μεγάλη.
-Νήφων, Νήφων, τοῦ λέει. Ἐγώ θά σοῦ δώσω δύναμη κι ἐξουσία κατά τῶν ἀκαθάρτων δαιμόνων.  Πρόσεξε μόνο, νά μείνες πάντα ταπεινός.  Γιατί ὅσο ἀγαπῶ τούς ταπεινούς, τόσο ἀποστρέφομαι τούς ὑπερήφανους.
 Ἄν θές λοιπόν νά σ’ ἀγαπῶ, νά ’χεις πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα ταπείνωση. Μά νά θυμᾶσαι καί τοῦτα: Ποτέ μήν ὁρκιστεῖς.  Κανένα μήν περιγελάσεις.  Ψέμα μήν ξεστομίσεις.  Ποτέ μήν ὀργιστεῖς μήτε νά κατακρίνεις ἄνθρωπο, κι ἄν ἁμαρτήσει ἀκόμα.
Πρόσεξε, γιατί θά ’ναι βαρειά ἡ τιμωρία γιά ὅλ’ αὐτά. Ἐσύ λοιπόν νά μήν μοιάσεις στούς ἁμαρτωλούς.  Βαδίζεις, βέβαια μέσα στίς παγίδες τοῦ διαβόλου.
Μά νά ’χεις τό νοῦ σου, γιά νά μην πιαστεῖς σέ καμιά... Κουράγιο!  Ἐγώ εἶμαι μαζί σου!
Μόλις εἶπε τά λόγια αὐτά τό Πνεῦμα του Θεοῦ, ἔφερε τόν ὅσιο σέ ἔκσταση.  Βλέπει τότε ἐκεῖνος ἕνα μακρύ δρόμο, πού ὁδηγοῦσε πρός τήν ἀνατολή.
Τόν φύλαγαν κάποιοι ἄνδρες, θεόρατοι καί μαῦροι σάν αἰθίοπες, μ’ ἀρματωσιά βαρειά καί δόρατα στά χέρια.  Στήν ἀρχή τοῦ δρόμου στριμώχνουν πλῆθος ἀνθρώπων, πού ἤθελαν νά προχωρήσουν.
Φοβόντουσαν ὅμως τούς φοβερούς φύλακες.

Ἀνάμεσά στό πλῆθος ἐκεῖνο ἦταν, λέει, κι ὁ Νήφων.  Ζητοῦσε κι αὐτός νά περάσει, μά δέν ἤξερε πῶς.
Καθώς λοιπόν στεκόταν ὅλοι ἀμήχανοι, παρουσιάζεται ἀνάμεσά τους ἕνας λευκοφόρος ἄνδρας καί λέει δυνατά:
-Τί δειλία εἶν’ αὐτή πού σᾶς κυρίεψε ὅλους;
-Φοβόμαστε τούς αἰθίοπες, ἀποκρίθηκαν.
Ἐκεῖνος τότε στράφηκε στό Νήφωνα.
-Κι ἐσύ;.... Γιατί δέν προχωρᾶς;
-Φοβᾶμαι κι ἐγώ....
-Προσευχήθηκες ποετέ νά σοῦ δοθεῖ ταπείνωση; τόν ρώτησε ἀπροσδόκητα ὁ ἄγγελος.
-Μά.... αὐτή ζητάω συνεχῶς ἀπ’ τό Θεό μου!
-Ἔ, λοιπόν, σοῦ τήν ἔστειλε!  Κοίταξε τί θά γίνει....
Καί τί νά δεῖ ὁ Νήφων!  Μέ μιά γρήγορι κίνηση ὁ ἄγγελος σά νά τοῦ ἔσκισε τό στῆθος. Κι ἐκεῖ, μπροστά σέ ὅλους, τοῦ ἔβγαλε τήν καρδιά, τήν πέταξε στή γῆ κι ἔβαλε στή θέση της μιά ἄλλη, διαφορετική. Ὕστερα τοῦ εἶπε:
-Προχώρησε τώρα στό δρόμο. Οἱ μαῦροι θά παραλύουν στόν πέρασμά σου.  Κανένας δέν θ’ ἀκουμπήσει χέρι πάνω σου.
Τότε καί οἱ ἄλλοι ἄρχισαν νά ἐκλιπαροῦν τόν ἄγγελο:
-Σέ παρακαλοῦμε, κάνε καί σ’ ἐμᾶς τό ἴδιο, γιά νά μπορέσουμε ἐλεύθερα νά βαδίσουμε αὐτόν τόν δρόμο!
Μά οἱ ἱκεσίες τους δέν ἔφεραν ἀποτέλεσμα.
-Ζητῆστε το κι ἐσεῖς μέ προσευχή καί νηστεία ἀπό τό Θεό, καί χωρίς ἄλλο θά σᾶς τό δώσει. Ἄν δέν τό ζητήσετε, δέν θά τό πάρετε.  Κι ἄν δέν τό πάρετε, δέν θά μπορέσετε νά περάσετε κι ἀπ’ τή στράτα τούτη –τή μόνη πού ὁδηγεῖ στή ζωή!  Αὐτός πού εἴδατε, πῆρε «καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένη»12, ἐπειδή  χρόνια πολλά τή ζητοῦσε ἀπ’ τό Θεό.  Καί μόλις τώρα τήν ἀξιώθηκε... Κοίταξε τον λοιπόν πῶς βαδίζει!
Ἔριξαν ὅλοι τά βλέμματά τους πάνω στό Νήφωνα, καί τόν εἶδαν νά προχωράει στό δρόμο ἀνεμπόδιστα. Ἔφτασε στή πρώτη σκοπιά, ὅπου στέκονταν δύο αἰθίοπες. Στό πλησίασμά του, τράβηξαν τά σπαθιά τους. Τά σήκωσαν γιά νά τόν χτυπήσουν, ἀλλά μεμιᾶς τά χέρια τους κοκάλωσαν!
Ὁ Νήφων προχώρησε ἐλεύθερα.  Μέ τόν ἴδιο τρόπο πέρασε καί τή δεύτερη σκοπιά καί τήν τρίτη καί τήν τέταρτη καί τίς ὑπόλοιπες ὅλες.
Τελικά ἔφτασε σ’ ἕνα τόπο, ὅπου εἶχαν στρατοπεδεύσει ὁλόκληρα τάγματα αἰθιόπων. Ἀμέσως ρίχτηκαν ἐπάνω του γιά νά τόν χτυπήσουν. Μά νά, ἔμειναν κι αὐτοί ξεροί κι ἀναίσθητοι. Ἦταν μάλιστα τόσο πολλοί, πού ἔκλεισαν τόν τόπο, κι ὁ Νήφων δέν μποροῦσε νά περάσει. Γιά ν’ ἀνοίξει λοιπόν δρόμο, ἄρχισε ἄλλους νά σπρώχνει, ἄλλους νά ποδοπατεῖ, καί νά συνάμα νά φωνάζει:
-Ποιός ἔστησε ἐδῶ πέρα τά βδελύγματα τοῦτα, πού μᾶς φράζουν τό δρόμο πρός τή ζωή;...
Κι ἐνῶ οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι τόν ἀτένιζαν μέ θαυμασμό, ἐκεῖνος διάβηκε ὅλο τό δρόμο κι ἔφτασε μέ εὐκολία ὥς τό τέρμα.
Ὅταν ὁ μακάριος συνῆλθε λίγο ἀπό τήν ὀπτασία, ἀναριωτιόταν τί νά σήμαιναν ὅλ’ αὐτά. Τότε τό Ἅγιο Πνεῦμα, πού τόν συνεῖχε ἀκόμα, τόν πληροφόρησε:
-Θέλεις ἐξήγηση σέ ὅσα εἶδες; Πρόσεξε: Ἡ στράτα πού πῆρες, εἶναι ἡ «στενὴ καὶ τεθλιμμένη ὁδός»13.  Οἱ αἰθίοπες εἶναι οἱ πονηροί δαίμονες, πού πασχίζουν νά ἐμποδίζουν ὅσους θέλουν νά τή βαδίσουν.  Τώρα πιά σοῦ φανερώθηκε καθαρά, ὅτι κανένας δέν μπορεῖ νά τήν περάσει, ἄν δέν μοῦ ζητήσει πρώτα νά τοῦ δώσω καρδιά ταπεινή καί συντετριμμένη. Ἐσύ τή ζήτησες καί τήν πῆρες. Ἀπό δῶ καί πέρα δέν ἔχεις νά φοβηθεῖς «ἀπὸ φόβου νυκτερινοῦ, ἀπὸ βέλους πετομένου ἡμέρας, ἀπὸ πράγματος ἐν σκότει διαπορευομένου», γιατί «τόν Ὕψιστον ἔθου καταφυγήν σου»14. Ἔχε τό νοῦ σου ὅμως!  Μεγάλος πειρασμός θά σηκωθεῖ ἐναντίον σου. Μά δέν θά νικηθεῖς, γιατί ἐγώ εἶμαι μαζί σου.
Αὐτά εἶπε τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ κι ἔλυσε τήν ὀπτασία. Μιά ἄρρητη εὐωδία, πού συνόδευε τήν παρουσία Του, τύλιγε ἀκόμα τόν ὅσιο.
-Μά τήν ἀλήθεια, μονολόγησε  συνεπαρμένος, καμμιά ἀνθρώπινη αἴσθηση δέν μπορεῖ νά νιώσει μεγαλύτερη γλυκύτητα, ἀπ’ αὐτή πού δίνει ἡ εὐωδία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ναί, ξεπερνάει κάθε ἀπόλαυση, κάθε τέρψη. Ἄχ, νά τήν ἀπολάμβανα γιά πάντα!  Δέν θά ’θελα πιά τίς ἡδονές τοῦ κόσμου!
Ἡ τελευταία σκέψη τοῦ θύμισε τίς ἁμαρτίες του.
-Ἀλίμονο σ’ ἐμένα, ἄρχισε νά θρηνεῖ, τόν ἁμαρτωλό, τόν πονηρό, τό βρωμερό, τόν ἀκόλαστο, τόν αἰσχρό, τό βλάσφημο!  Καί τούς δαίμονες ξεπερνάω στίς ἁμαρτίες!  Τί νά κάνω Θεέ μου, γιά νά γλυτώσω ἀπ’ αὐτούς; Ἀλιμονό μου!
Συνήθειά του ἦταν νά λέει καί νά ξαναλέει:
-Ἀλίμονο σ’ ἐμένα, τόν ἁμαρτωλό!...
Στήν ἐκκλησία, μετά τήν ἀκολουθία, ἔβαζε σ’ ὅλους μετάνοιας. Ὁ ἴδιος ὅμως ἔκλεινε τά μάτια, γιά νά μή δεῖ κανένα νά τοῦ τήν ἀνταποδίδει –τόσο πολύ μισοῦσε κι ἀπωθοῦσε τήν ἀνθρώπινη δόξα.
Πολλές φορές μάλιστα τόν ἄκουγα νά προσεύχεται μέ στεναγμούς καί νά λέει:
-Θεέ μου, Θεέ μου,
μήν ἐπιτρέψεις νά μέ δοξάζουν οἱ ἄνθρωποι.
Μήν τούς ἀφήσεις νά μοῦ δείχνουν
ἐκτίμηση ἤ σεβασμό.
Ἀντί γιά τοῦτα, χάρισέ μου
τή δόξα σου, πού μένει στούς αἰῶνες.
Γιατί τό πνεῦμα μου θ’ ἀναπαυθεῖ μονάχα
ὅταν θ’ ἀγάλλεται κοντά Σου.
Ξέρεις δά, Κύριε, πώς ἡ φιλία τοῦ κόσμου
εἶν’ ἔχθρα σ’  Ἐσένα, τό Θεό μου15.
Εἶχε καί μιάν ἄλλη θεάρεστη συνήθεια ὁ μακάριος. Ὅποτε δηλαδή προσευχόταν στήν ἐκκλησία, κάκιζε καί μεμφόταν τόν ἑαυτό του, λέγοντας:
-Τί ἔκανες, ἄθλιε; Ἦρθες κι ἐδῶ, γιά νά μολύνεις αὐτούς τούς ἁγίους ἀνθρώπους; Ἀλίμονό σου, ἀκάθαρτε!  Φαίνεσαι ἄνθρωπος, μά στά ἔργα εἶσαι πονηρός δαίμονας!
Κι ἔστρεφε τά μάτια του στόν οὐρανό λέγοντας:
-Θεέ μου, ἐλέησέ με, γιατί δέν ἔχω κάνει κανένα καλό.
Ἔτσι ταπείνωνσε τόν ἑαυτό του, θεωρώντας τον χῶμα στά πόδια τῶν ἀδελφῶν.
-Ψυχή μου, μονολογοῦσε συχνά, θαρρῶ πώς εἶσαι στ’ ἀλήθεια χειρότερη κι ἀπό τό χῶμα, πού ἔχουν οἱ ἀδελφοί στά παπούτσια τους.  Γιατί ἐκεῖνο τουλάχιστον τινάζεται καί πέφτει, καθώς τρέχουν. Ἐνῶ ἐσύ, ταλαίπωρη, ξεπέρασες, κάθε δαιμονική βρωμιά. Ἀλίμονό σου τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως!....
Ἕτσι ταλανίζοντας τόν ἑαυτό του, λάτρευε τόν Κύριο μ’ εὐσέβεια κι ἀγάπη.
Ὅταν ἤθελε νά δώσει σέ φτωχό κανένα νόμισμα ἤ τίποτ’ ἄλλο, ἔλεγε:
-«Tὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν σοὶ προσφέρομεν, Κύριε, κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα»*.
Κι ἔσκυβε πρῶτος τό κεφάλι του, προσκυνώντας εὐλαβικά τό ζητιάνο. Ἄν τόν ρωτοῦσε κανείς γιατί τό ἔκανε αὐτό, ἀποκρινόταν:
-Δέ φτάνει πού ἔρχεται ὁ Χριστός μπροστά στά πόδια μας νά ζητιανέψει; Πρέπει καί νά μᾶς προσκυνάει καί νά παρακαλάει καί νά μᾶς ἱκετεύει μέ δάκρυα; Ὄχι δά! Ἀντίθετα, ἐμεῖς ὀφείλουμε ὄχι μόνο τήν ἐντολή τῆς ἐλεημοσύνης νά τηροῦμε, ἀλλά καί νά παρηγοροῦμε καί νά ὑπηρετοῦμε καί σεβασμό νά δείχνουμε στόν φτωχό συνάνθρωπό μας. Μακάριος εἶναι ὅποιος φροντίζει γιά τά πλάσματα τοῦ Χριστοῦ!
Ἔτσι λοιπόν, μές τή βαθειά ταπείνωση, κυλοῦσε ἡ ζωή τοῦ ὁσίου. Κι ἄν συνέβαινε καμιά φορά ν’ ἁμαρτήσει, ἀμέσως ἔτρεψε στήν ἐκκλησία νά ἐξομολογηθεῖ.  Καί μέ στεναγμούς παρακαλοῦσε τό Θεό νά συγχωρέσει τήν ἁμαρτία του. Γιατί, ὅπως ἔλεγε, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος κάθε μέρα ἁμαρτάνει, κάθε μέρα πρέπει νά μετανοεῖ. Κι ἔτσι, ὅ,τι ράβει ὁ σατανάς, ἐμεῖς θά τοῦ τό ξηλώνουμε!


10. Λουκ. 4:23.
11. Ψαλμ. 118:35
12.Ψαλμ. 50:19.
13.Βλ. Ματθ. 7:13-14.
14.Ψαλμ. 90:5-6,9.
15.Βλ. Ἰάκ. 4:4.
*Θεία Λειτουργία. Ἐκφώνηση πρίν ἀπό τόν καθαγιασμό τῶν τιμίων Δώρων.

Ἕνας Ἀσκητής Ἐπίσκοπος
Ὅσιος Νήφων  Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς
 (σελ.48-54)
Ἱερὰ Μονή Παρακλήτου
Ὠρωπος Ἀττικῆς 2004
 29 Ὀκτωβρίου 2013
Διαβάστε τά ὑπόλοιπα πατώντας  Ἅγιος Νήφων Κωνσταντιανῆς
 
 http://anavaseis.blogspot.gr/2013/10/blog-post_772.html

Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2013

Πόλεμος μέ τή σάρκα. Ὅσιος Νήφων Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς

 Πόλεμος μέ τή σάρκα 
 Ὁ βίος τοῦ Ὁσίου Νήφωνος Ἐπισκόπου Κωνσταντιανῆς τῆς κατ’ Ἀλεξάνδρειαν

Δέν ἔχασε καιρό ὁ πονηρός.  Σέ λίγες μέρες ρίχνεται πάλι στό Νήφωνα, φλογίζοντας κι ἐρεθίζοντάς τον τώρα μέ πορνικούς λογισμούς. Ὁ ὅσιος ὅμως, καταλαβαίνοντας πώς ἦταν δαιμονικός πόλεμος μονολόγησε:
-Πάλι τά ἴδια, ταλαίπωρε Νήφων! Ἀπ’ τήν ἀρχή πάλι!...
Κι ἀπό κείνη τή μέρα ἄρχισε νά τρώει μονάχα ξερό ψωμί, ἐκτός ἀπ’ τά Σαββατοκύριακα. Ἔπειτα ἔτρωγε μόνο φροῦτα ὁλόκληρη τήν ἑβδομάδα.  Καί μετά ἔτρωγε μέρα παρά μέρα.  Κάποτε ἔμενε νηστικός μέχρι καί μία ἑβδομάδα, χωρίς νά πίνει οὔτε νερό.  Μ’ αὐτόν τόν τρόπο δάμαζε σκληρά καί ταπείνωνε τή σάρκα του.  Συνήθιζε μάλιστα νά λέει:
-Ἄς ὑποθέσουμε, πώς ἕνας ἄνθρωπος νηστεύει σαράντα μέρες. Ἕνας ἄλλος πάλι τρώει κανονικά ὅλη τήν ἑβδομάδα, δέν πίνει ὅμως καθόλου νερό. Ἔ, λοιπόν, ὁ δεύτερος κάνει σκληρότερη ἄσκηση ἀπό τόν πρῶτο. Γιατί, ὅποιος τρώει χωρίς νά πίνει νερό, βασανίζεται φοβερά.  Καμίνι ἀνάβει στά σπλάχνα του! Ὅποιος ὅμως νηστεύει καί τό ψωμί καί τό νερό, ἔχει ἀγώνα εὐκολότερο. Γι’ αὐτό καί δέν μπορεῖ νά συγκριθεῖ μέ τόν πρῶτο.
Πότε-πότε, παρόλο πού καιγόταν ὁ μακάριος ἀπό τή δίψα, ἤθελε νά περιγελάσει τό διάβολο. Ἔβαζε τότε νερό στό ποτήρι του κι ἔλεγε:



-Ὤ, τί ὡραῖο καί δροσερό νερό θά πιοῦμε, ψυχή μου! Μά μόλις πού ἄγγιζε μέ τή γλώσσα του τό ποτήρι, κι εὐθύς ἔχυνε τό νερό στή γῆ!

Ὁ πονηρός διάβολος, σαστισμένος ἀπό τήν ἐφευρετική ἀγωνιστικότητα τοῦ ὁσίου, ἀπομακρυνόταν γρυλίζοντας.-Ἄχ, Νήφων! Ὅλες μου τίς δυνάμεις τίς τσάκισε ἡ χάρη τοῦ Σταυρωμένου, καί τά τεχνάσματά μου τ’ ἀχρήστεψε ἡ θεϊκή δύναμη, πού ’χεις μέσα σου!

Μ’ ὅλες τίς ἧττες του, δέν τό ἔβαλε κάτω ὁ παγκάκιστος. Ὁπλίστηκε πάλι μέ τούς σαρκικούς πειρασμούς καί ὅρμησε στό ἅγιο τήν ὥρα πού κοιμόταν.  Τόν ἐρέθισε μέσα στόν ὕπνο του καί τόν ἔκανε νά δεῖ στ’ ὄνειρό του πώς ἁμάρτησε μ’ ἕνα παιδί!
Ἐκεῖνος ξύπνησε καί πετάχτηκε ὄρθιος.  Καταλαβαίνοντας ἀμέσως πώς ἦταν πειρασμός, βάζει φωνή:
-Ἀλίμονο στόν ὑπναρά τό Νήφωνα!  Τί νά κάνουμε τώρα; Τίποτ’ ἄλλο ἀπό τό «ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν»10.
Ζύγιασε μέ τό νοῦ του τό βάρος τῆς ἁμαρτίας, πού διέπραξε τάχα στ’ ὄνειρό του, κι ἔβγαλε τήν ἀπόφαση:
-Θά δοκιμάσεις τώρα δά, ἀντί γιά ἡδονή, πικρή ὀδύνη!
Πιάνει στή στιγμή ἕνα κοντό ξύλο κι ἀρχίζει νά χτυπάει ἄγρια τά πόδια του.  Τά χτύπησε τόσο, πού γιά καιρό μετά ἦταν μελανιασμένα.
Ὅταν ἀπόκαμε πιά νά δέρνεται, στράφηκε στό Θεό. Προσευχόταν μέ στεναγμούς κι ἔλεγε:
-Ἐλέησέ με, Κύριε,
πού ἁμάρτησα βαριά.
Συγχώρεσέ με, τόν ἄσωτο,
τόν αἰσχρό, τόν μολυσμένο,
καί ὁδήγησέ με στό δρόμο τῶν ἐντολῶν Σου,
πού τόσο πόθησα11.
Ὡστόσο συνέχισε νά παλεύει πολύ σκληρά μέ τό πνεῦμα τῆς πορνείας, πού δέν ὑποχωροῦσε. Ἀναγκάστηκε κάποτε νά χτυπάει τό σῶμα του καί μέ πέτρες! Μέ τόση μανία πολεμοῦσε τούς γαργαλισμούς τῆς ἀκολασίας.
Δεκατέσσερα ὁλόκληρα χρόνια ἔδωσε φοβερές μάχες μέ τή σάρκα. Ὕστερα πιά ὁ Θεός τόν λύτρωσε ἀπ’ αὐτή τή δοκιμασία, παύοντας τόν πόλεμο.  Καί νά πῶς:
Κοιμόταν κάποτε, καί τοῦ φάνηκε πώς βρέθηκε σ’ ἕνα μεγάλο κάμπο.  Κι ἤτανε, λέει, τ’ ἀπόκρυφα μέρη του γεμάτα βρωμερές ἀκαθαρσίες πού τόν βάραιναν πολύ. Ἐπιπλέον ἡ ἀφόρητη δυσοσμία τους ἀνέβαινε ὥς τό πρόσωπό του καί τόν ἀηδίαζε.  Δέν ἤξερε ὅμως τί νά κάνει.
Ἐκεῖ πού στεκόταν ἀμήχανος, τόν πλησιάζει ξαφνικά ἕνας λευκοντυμένος καί τοῦ λέει:
-Ἔλα μαζί μου.
Ὁ Νήφων τόν ἀκολούθησε, συγκρατώντας μέ τό ἕνα χέρι τό βρωμερό φορτίο –τόσο ἦταν τό βάρος του.
Στάθηκε μπροστά σ’ ἕνα λάκκο γεμάτο βοῦρκο. Στράφηκε τότε ὁ ἄγγελος καί λέει στό Νήφωνα:
-Ἄδειασε ἐδῶ μέσα ὅ,τι ἔχεις στ’ ἀπόκρυφά σου.
Τό ἔκανε, κι ἀμέσως ξαλάφρωσε.  Το βρωμερό βάρος ἔφυγε ἀπό πάνω του, μά ταυτόχρονα ἔνιωσε σά νά ξεριζώθηκαν μαζί καί τ’ ἀπόκρυφα μέλη του καί να ’πεσαν κι αὐτά μέσα στό λάκκο. Ἀπ’ τό φρικτό πόνο ξύπνησε.  Στό μεταξύ ὁ λευκοντυμένος τοῦ εἶπε:
-Εἰρήνευε,  ἐξαίσιε Νήφων!
Κι ἔγινε ἄφαντος.
Τότε μόλις συνειδητοποίησε ὁ μακάριος πώς τόν ἐπισκέφθηκε ἄγγελος Κυρίου, καί δόξασε τόν Πανάγαθο.
Ἀπό τό γεγονός αὐτό καί στό ἑξῆς, καθώς ὁμολογοῦσε ὁ ἴδιος, δέν εἶχε πιά καμιά ἐξουσία ἐπάνω του τό πνεῦμα τῆς πορνείας. Μά κι ὅταν τόν πολεμοῦσε, πάντα ἔβγαινε δυνατότερος ἀπ’ αὐτό λέγοντάς του:
-Ἔννοια σου, πονηρέ, καί ξέρω σέ τί μέ σπρώχνεις. Νά ποθήσω γυναίκα καί ν’ ἁμαρτήσω μαζί της. Ὅμως τί εἶν’ ἡ γυναίκα; Σάρκα, πού φοράει ροῦχα.  Σάρκα πού καταλήγει στόν τάφο, ὅπου σαπίζει καί βρωμίζει. Κι ἡ σάρκα αὐτή τί ἔχει!  Αἷμα καί λίπη καί νεῦρα.  Καί παράμεσα εἶν’ ἡ κοιλιά, γεμάτη δυσοσμία κόπρανα... Ποιά ἡδονή νά βρεῖ κανείς σ’ αὐτά; Ἀδιάντροπε σκύλε!  Κοπροφάγε!  Τέτοια μέ βάζεις νά ποθήσω; Μά ὅλα τοῦτα εἶναι φθορά κι ἀνυπόφορη δυσωδία.  Πῶς μπορῶ λοιπόν νά τά γευθῶ; Χάσου ἀπό μπροστά μου, ἀκάθαρτο πνεῦμα!
Τά ἔχανε ὁ διάβολος μέ τήν ἐξυπνάδα του καί μαζευόταν ἀπό φόβο.  Κι ὅταν ὁ Νύφων τόν ἔβλεπε νά φεύγει ντροπιασμένος, στεκόταν καί τόν παρατηροῦσε κοροϊδευτικά, χλευάζοντας τήν ἀδυναμία του. Μολαταῦτα, ὁ πονηρός δέν ἄφηνε ἥσυχο τόν ἅγιο.  Πάλι καί πάλι ριχνόταν ἐναντίον του, μέ νέες κάθε φορά ἐπινοήσεις καί ἐπιβουλές.
Μιά μέρα, ἐκεῖ πού καθόταν ἀμέριμνος ἀλλά καί ἄγρυπνος, στράφηκε καί ρώτησε τό Θεό:
-Κύριε, ἔφυγε τάχα ὁλότελα ἀπό κοντά μου ὁ διάβολος;
Μά πρίν ἀποσώσει καλά-καλά τό λόγο του, βλέπει λίγο μακρύτερα ἀπ’ τό κελλί του, πάνω σέ κάτι ἀκαθαρσίες, ξαπλωμένο ἕνα μαῦρο σκύλο.
‟Λές νά ’ναι δαίμονας αὐτός ὁ σκύλος;’’ Συλλογίστηκε, ἐνῶ τόν ἔδειχνε μηχανικά μέ τό δάκτυλό του.
Ἐκεῖνος τότε πετάχτηκε πάνω και χύμηξε στόν ὅσιο, θέλοντας, θαρρεῖς, νά τόν ξεσκίσει. Μά σάν ἔφτασε κοντά του, στάθηκε.
-Ἐμένα θέλεις; τόν ρώτησε μ’ ἀνθρώπινη λαλιά. Νά, λοιπόν, ἦρθα!
Ὁ ἅγιος ὅμως τόν ἔκανε ἄφαντο μ’ ἕνα του φύσημα.
Ἄλλοτε πάλι,καθώς κοιμόταν καθισμένος σ’ ἕνα στασίδι τῆς ἐκκλησίας, ἔρχεται ὁ διάβολος, ἀνεβαίνει στά πόδια του κι ἀρχίζει νά τόν τραντάζει.
Ἔκεῖνος ξύπνησε ἀμέσως καί δοκίμασε νά σηκωθεῖ, μά δέν μποροῦσε. Λές κι ἦταν δεμένος.  Κατάλαβε. Ὁ πονηρός εἶχε κάνει πάλι τό ‟θαῦμα’’ του!  Τόν ἔφτυσε κατάμουτρα καί τόν ἐπιτίμησε:
-Ὦ ἀδιόρθωτε ἐχθρέ τοῦ Θεοῦ!  Τόσα ἔπαθες ἀπό τόν Κύριό μου Ἰησοῦ Χριστό, κι ἀκόμα μυαλό δέν ἔβαλες;
Τότε κατόρθωσε νά κουνήσει λίγο τό δεξί του πόδι.  Τό σήκωσε μέ κόπο καί, δίνοντας τάχα μιά κλωτσιά στό σατανά, τοῦ εἶπε:
-Ὁ Θεός, πονηρέ, νά σ’ ἀφανίσει ἐντελῶς! Ὅσο γιά μένα, δέν φοβᾶμαι τίς αἰσχρές ἐπιβουλές σου.
Ἀμέσως σηκώθηκε καί προσευχήθηκε:
-Κύριε ὁ Θεός μου,
Ἐσύ, πού σοφά ὅλα τ’ ἀρίθμησες,
Ἐσύ, πού μέ τήν ἄπειρή Σου δύναμη
ξεδίπλωσες τόν οὐρανό καί κατασκεύασες τή γῆ,
Ἐσύ, πού κρατᾶς ὅλη τήν κτίση μές στή χούφτα Σου,
δῶσε μου ἐξουσία κατά τῶν πονηρῶν πνευμάτων,
γιά ν’ ἀξιωθῶ νά τά συντρίψω
δυναμωμένος ἀπό τ’ Ἅγιό Σου Πνεῦμα.
Μέ σηκωμένα τά χέρια του στόν οὐρανό ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ, συνέχισε νά προσεύχεται γιά ὥρα....


Ἕνας Ἀσκητής Ἐπίσκοπος
Ὅσιος Νήφων  Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς
 (σελ.43-48)
Ἱερὰ Μονή Παρακλήτου
Ὠρωπος Ἀττικῆς 2004
  Ὀκτωβρίου 2013

Διαβάστε τά ὑπόλοιπα πατώντας  Ἅγιος Νήφων Κωνσταντιανῆς


http://anavaseis.blogspot.gr/2013/10/blog-post_7961.html

Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2013

Πόλεμος μέ τόν ὕπνο. Ὅσιος Νήφων Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς

Πόλεμος μέ τόν ὕπνο 
Ὁ βίος τοῦ Ὁσίου Νήφωνος Ἐπισκόπου Κωνσταντιανῆς τῆς κατ’ Ἀλεξάνδρειαν

Μ’ αὐτά τά λόγια ὅμως ὁ διάβολος μάνιαζε περισσότερο.  Κι ἀμέσως δοκίμαζε ἄλλο ὄπλο.  Τοῦ ἔφερνε ἀφόρητη νύστα καί ἀσταμάτητα χασμουρητά, προσπαθώντας ἔτσι νά τόν ἀποχαυνώσει. Ἀλλά ἐκεῖνος, μόλις ἔνιωθε νύστα, ἅρπαζε τό ραβδί του κι ἄρχιζε νά χτυπάει τό σῶμα του, λέγοντας:
-Ἀχάριστε δοῦλε!  Δέν σοῦ ἔδωσα νά φᾶς καί νά πιεῖς; Τώρα θέλεις καί ὕπνο; Θά σέ μάθω ἐγώ νά νυστάζεις!
Τέτοια λέγοντας, χτυποῦσε ὅλο καί δυνατότερα τό σῶμα του.  Τόσο, πού ἡ νύστα τελικά ὑποχωροῦσε!  Καί τότε ἄρχιζε ν’ ἀγρυπνεῖ καί νά προσεύχεται....
Μετά τή προσευχή ἔλεγε πάλι:
-Κοίταξε, Νήφων!  Ἔφαγες καί ἤπιες. Ἄν τώρα ὑπηρετήσεις ἀνύσταχτα τόν Κύριό σου, θά σέ ξαναχορτάσω μέ τίς δωρεές Του. Ἄν ὅμως ἀρχίσει νά λυγᾶς στόν ὕπνο, θά σέ πεθάνω στήν πείνα καί τήν δίψα!
Ἀκούγοντας ὁ διάβολος αὐτά λόγια, λύσσαγε.
-Ἀλιτήριε, Νήφων!  τσύριξε μιά μέρα.  Πιό πανοῦργος κι ἀπ’ τούς δαίμονες εἶσαι!  Ποιός σοῦ τίς ἔδειξε τοῦτες τί κατεργαριές; Ποῦ τά ’μαθες αὐτά τά κόλπα, μοῦ λές;.... Ἀλίμονό μου!   μέ πάμπολλους πάλεψα ὥς τώρα, μά τέτοιο σκληρό καρύδι ποτέ μου δέν συνάντησα! 
Δέν φτάνει πού μέ βρίζει καί κοροϊδεύει, διαλαλεῖ κι ἀπό πάνω πώς δέν φοβᾶται τούς δαίμονες.  Κακό πού μέ βρῆκε!  Τόν ρίχνω μιά φορά, σήκώνεται, μέ ρίχνει δυό καί τρεῖς!  Καί μοῦ λέει εἰρωνικά: ‟Δέν βλάφτει κανέναν νά κρατᾶμε τίς ἰσορροπίες!’’.
Ἄλλοτε πάλι μέ ἀπειλεῖ: ‟Μά κι ἄν πέσω, τί λές, δέν μπορῶ νά ξανασηκωθῶ;’’. Τί νά κάνω πιά... Μά ἔννοια σου! Νέος εἶν’ ἀκόμα!  Κι ἐγώ ξέρω χίλια τεχνάσματα!  Θά τόν τραβήξω πάλι στό βοῦρκο τῆς ἀκολασίας...

Ἕνας Ἀσκητής Ἐπίσκοπος
Ὅσιος Νήφων  Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς
 (σελ.42-43)
Ἱερὰ Μονή Παρακλήτου
Ὠρωπος Ἀττικῆς 2004
  Ὀκτωβρίου 2013

Διαβάστε τά ὑπόλοιπα πατώντας  Ἅγιος Νήφων Κωνσταντιανῆς


http://anavaseis.blogspot.gr/2013/10/blog-post_1890.html

Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2013

Πόλεμος μέ τή λαιμαργία. Ὅσιος Νήφων Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς

 Πόλεμος μέ τή λαιμαργία
   Ὁ βίος τοῦ Ὁσίου Νήφωνος Ἐπισκόπου Κωνσταντιανῆς τῆς κατ’ Ἀλεξάνδρειαν

Ο πονηρός δέν ἄργησε νά τόν πολεμήσει καί μέ ἄλλο τρόπο: μέ τή λαιμαργία.  Τοῦ προκαλεῖ λοιπόν, ἀπό τό πρωί κιόλας, ἕνα βασανιστικό αἴσθημα πείνας, σπρώχνοντάς τον νά φάει κρέατα καί ψάρια καί ἄλλα πλούσια φαγητά. Μά ὁ μακάριος Νήφων ἀντιστεκόταν στό διάβολο μέ τόν διακριτικό του λογισμό, λέγοντας:
-Ὅλ’ αὐτά, μόνο μέχρι τό φάρυγγα χαρίζουν ἡδονή. Πιό κάτω εὐχαρίστηση καμιά δέν δίνουν!  Μόνο ἀνυπόφορη δυσωδία ἀναδίνουν!  Πήγαινε λοιπό διάβολε, ἐκεῖ πού οἱ ἄνθρωποι κάνουν τήν ἀνάγκη τους καί δές τί εἶναι κεῖνα πού μοῦ λές νά φάω!  Γεύσου τα ἐσύ, νά εὐχαριστηθεῖς....
Μ’ αὐτά τά λόγια χλεύαζε τόν πονηρό.  Κι ὅταν ἐκεῖνος τοῦ ξαναριχνόταν καί τόν πολεμοῦσε ἀγριότερα, τοῦ ἔλεγε:
Σήμερα θά φάω καί θά πιῶ μέ τό παραπάνω!  Γιά νά σοῦ δείξω, πώς οὔτε κι ἔτσι θά μπορέσεις νά μ’ ἐμποδίσεις ἀπό τήν προσευχή.
Τή μέρα ἐκείνη ἔτρωγε ἀκόμα καί κρέας κι ἔπινε μπόλικο κρασί.
Ὕστερα σηκωνόταν κι ἔλεγε στόν ἑαυτό του:
-Πρόσεχε Νήφων!  Ὁ σκύλος, μόλις χορτάσει, γαβγίζει μ’ εὐχαρίστηση.  Κι ἐσύ τώρα ἔφαγες ἀπό τά δῶρα τοῦ Θεοῦ. Ἐμπρός, λοιπόν, νά Τόν εὐχαριστήσεις, πού σέ χόρτασε ἀπό τά ἐπίγεια ἀγαθά.
Κι εὐθύς πήγαινε στήν ἐκκλησία, σήκωνε τά χέρια του στόν οὐρανό κι ἔλεγε:
-Σέ δοξάξω, Χριστέ ὁ Θεός,
πού μέ χόρτασες ἀπ’ τά ἀγαθά Σου·
μή μοῦ στερήσεςι, πολυέλεε,
καί τά ἐπουράνια!
Καί συνέχιζε τήν προσευχή γιά πολλήν ὥρα, μ’ ὅλο καί μεγαλύτερη θέρμη.
Ὕστερα γύριζε κι ἔλεγε στό διάβολο:
-Δές, ἀδιάντροπε σκύλε, πόσο ἔφαγα καί ἤπια!  Ἔ, καί τί μ’ αὐτό; Ἀπό τήν ἐκκλησία κανείς δέν μπορεῖ νά μέ διώξει. Ὁ Θεός δέν μ’ ἀποστράφηκε, οὔτε κι οἱ ἅγιοι Του. Ρεζίλι ἔγινες πονηρέ καί ἀκάθαρτε! Φύγε μακριά!  Χάσου στό σκοτάδι!  Μήν ἐλπίζεις πιά σ’ ἐμένα!

Ἕνας Ἀσκητής Ἐπίσκοπος
Ὅσιος Νήφων  Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς
 (σελ.40-42)
Ἱερὰ Μονή Παρακλήτου
Ὠρωπος Ἀττικῆς 2004
22 Ὀκτωβρίου 2013

Διαβάστε τά ὑπόλοιπα πατώντας  Ἅγιος Νήφων Κωνσταντιανῆς


http://anavaseis.blogspot.gr/2013/10/blog-post_1096.html

Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2013

Ἡ δύναμη τῆς προσευχῆς καί τῆς νηστείας. Ὅσιος Νήφων Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς

Ἡ δύναμη τῆς προσευχῆς καί τῆς νηστείας
Ὁ βίος τοῦ Ὁσίου Νήφωνος Ἐπισκόπου Κωνσταντιανῆς τῆς κατ’ Ἀλεξάνδρειαν

Πέρασαν ἀρκετές μέρες.  Κάποια νύχτα βλέπει ὁ μακάριος στ’ ὄνειρό του ὅτι βρισκόταν μέσα σ’ ἕνα πολύ μεγάλο στενόμακρο σπίτι. Ξαφνικά, ἐκεῖ πού στεκόταν σέ μιάν ἄκρη, βλέπει δυό μαύρους καί ἀγριωπούς ἄνδρες νά ὁρμοῦν ἐναντίον του, θέλοντας νά τόν σκοτώσουν.
 Γιά νά γλυτώσει, ἄρχισε νά τρέχει ἀλαφιασμένος πρός τήν ἄλλη ἄκρη τοῦ σπιτιοῦ, ἐνῶ οἱ μαῦροι τόν κυνηγοῦσαν ἀπό πίσω. Τή στιγμή πού ἅπλωναν τά χέρια τους νά τόν ἁρπάξουν, ἔφτασε ἀπέναντι.  Βρῆκε μιά πόρτα, τήν ἄνοιξε σάν τρελός, χώθηκε μέσα καί τήν ἔκλεισε πίσω του μέ δύναμη.
Εἶδε πῶς εἶχε μπεῖ σ’ ἕνα ναό τοῦ Θεοῦ. Ἔνιωσε ἀσφαλισμένος.  Πράγματι, οἱ διῶκτες του δέν τόλμησαν νά μποῦν ἐκεῖ.  Ξαλάφρωσε καί ἠρέμησε.
Μετά ἀπό λίγο ἄνοιξε προσεκτικά τήν πόρτα καί βγῆκε ἔξω.  Προχώρησε ἀρκετά, ὁπότε οἱ μαῦροι ἐκεῖνοι, πού παραφύλαγαν σέ κάποιες γωνίες τοῦ σπιτιοῦ, ἐμφανίστηκαν ξαφνικά καί ἄρχισαν πάλι νά τόν κυνηγοῦν.
Μόλις τούς εἶδε ὁ Νήφων, τό ξανάβαλε στά πόδια, πρός τήν ἄλλη ἄκρη τώρα.  Κι ἐκεῖ βρῆκε μιά πόρτα, πού τόν ἔφερε καί τόν ἀσφάλισε σ’ ἕνα ἄλλο ἱερό ναό. Οἱ μαῦροι ἀπελπισμένοι, ἔπιασαν πάλι τίς γωνίες.
Ὅταν λίγο ἀργότερα βγῆκε δειλά-δειλά κι ἀπό κεῖ, ἐπαναλήφθηκε ἡ πρώτη σκηνή.
Αὐτό τό ὄνειρο τό ἔβλεπε κάθε νύχτα γιά μιά ὁλόκληρη ἑβδομάδα.  Καί ἐνῶ προσπαθοῦσε νά κτανοήσει τή σημασία του, τό Ἅγιο Πνεῦμα μίλησε μυστικά μές στή διάνοιά του καί τοῦ εἶπε:
-Εἶναι ἀδύνατο νά ξεφύγεις ἀπό τίς παγίδες τῶν δαιμόνων, ἄν δέν καταφεύγεις στούς ναούς τοῦ Θεοῦ κι ἄν δέν ἀγωνίζεσαι μέ προσευχές καί μέ νηστείες.
Ἀπό τότε ὁ Νήφων σύχναζε στίς ἐκκλησίες -ἔχει πολλές καί πάντερπνες ἡ Βασιλεύουσα-, ἐνῶ συνάμα παραδόθηκε στή προσευχή καί τή νηστεία.
Κάποτε τόν βασάνισε ὁ ἑξῆς λογισμός:
‟Μήπως, ἀντί νά τρέχω στούς ναούς, εἶναι καλύτερα νά κάθομαι σ’ ἕνα μέρος καί νά ζητάω τό ἔλεος τοῦ Θεου;’’.
Δέν ἄργησε ὁ φιάνθρωπος Θεός νά τοῦ ἀποκαλύψει καί πάλι, ὅτι κάθε φορά πού ἕνας ἄνθρωπος πάει σέ ἐκκλησία γιά νά προσευχηθεῖ, εἴτε μέρα εἶναι εἴτε νύχτα, τά βήματά του μετριοῦνται ἀπό τούς ἁγίους ἀγγέλους, γιά νά μετατραποῦν σέ οὐράνιο μισθό τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως. 
Κι ἀκόμα, πώς οἱ φύλακες ἄγγελοι τῶν ἱερῶν ναῶν, σημειώνουν ποιοί μπαίνουν μέσα, καί κάθε βράδυ δίνουν ἀναφορά στίς ἀγγελικές Δυνάμεις, πού κυκλώνουν τό οὐράνιο Θυσιαστήριο.  Τότε οἱ ἄγγελοι τοῦ οὐρανοῦ μέ περισσότερη προθυμία καί χαρά ψάλλουν τούς δοξολογικούς τους ὕμνους, λέγοντας: ‟Πόσο μεγάλο καί τιμητικό εἶναι γι’ αὐτούς τούς ἀνθρώπους τό ὅτι δέν παύουν νύχτα καί μέρα νά δοξάζουν τόν ὑπεράγαθο Θεό, μολονότι ζοῦν μέσα στή ματαιότητα τοῦ κόσμου! Ἄς σπεύσουμε λοιπόν κι ἐμεῖς πρόθυμα νά λατρεύσουμε τήν Παναγία Τριάδα, ψάλλοντάς Της τόν τρισάγιο ὕμνο’’.
Ἀφοῦ πληροφορήθηκε ὁ Νήφων ὅλ’ αὐτά ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἀγωνιζόταν νά προσεύχεται ἀδιάλειπτα, καταφεύγοντας κάθε τόσο στίς ἐκκλησίες.

 Ἕνας Ἀσκητής Ἐπίσκοπος
Ὅσιος Νήφων  Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς
 (σελ.35-37)
Ἱερὰ Μονή Παρακλήτου
Ὠρωπος Ἀττικῆς 2004
 Ὀκτωβρίου 2013
 Διαβάστε τά ὑπόλοιπα πατώντας  Ἅγιος Νήφων Κωνσταντιανῆς

http://anavaseis.blogspot.gr/2013/10/blog-post_7162.html

Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2013

Πόλεμος καί αἰσχρολογία. Ὅσιος Νήφων Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς

Πόλεμος καί αἰσχρολογία
 Ὁ βίος τοῦ Ὁσίου Νήφωνος Ἐπισκόπου Κωνσταντιανῆς τῆς κατ’ Ἀλεξάνδρειαν

Μά ὁ πονηρός διάβολος, πού γεμίζει τά στόματα τῶν ἀνθρώπων με αἰσχρολογίες, βάλθηκε νά πολεμήσει καί τό Νήφωνα μ’ αὐτόν τόν τρόπο. Ἐκεῖνος ἀγωνιζόταν μέ τήν προσευχή ν’ ἀποδιώξει τό φοβερό κακό.  Καί μιά φορά, μόλις ἀποκοιμήθηκε, βλέπει στ’ ὄνειρό του τόν ἅγιο πρωτομάρτυρα Στέφανο.
-Χαῖρε, δοῦλε τοῦ Θεοῦ Νήφων! τοῦ λέει. Καλή εἶναι ἡ ζωή σου, μόνο πού τή μολύνεις μέ βρισιές καί λόγια αἰσχρά. Σοῦ ὑπόσχομαι ὅμως, παιδί μου, πώς, ἄν πολεμήσεις μέ ἀνδρεία τό δαιμόνιο τῆς αἰσχρολογίας, ἐγώ θά εἶμαι στό πλευρό σου, βοηθός σου καί συναγωνιστής σου.
Ὁ Νήφων ξύπνησε καί μουρμούρισε ἀναστενάζοντας:
-Ἀλίμονό σου, ἄκαρπη κι ἀκάθαρτη ψυχή! Ἀκόμα καί οἱ ἅγιοι νοιάζονται γιά τό ἄθλιο κατάντημά σου, ἐνῶ ἐσύ ζεῖς μέ φοβερή ἀμέλεια.
Σηκώθηκε ἀμέσως, πῆρε μαζί του μιά λαμπάδα καί κίνησε γιά τό ναό τοῦ ἁγίου Στεφάνου. Ἄναψε τή λαμπάδα μπροστά στήν εἰκόνα του καί προσευχήθηκε ὥρα πολλή μέ δάκρυα, ζητώντας τή βοήθειά του.
Φεύγοντας, πῆρε ἀπό τό δρόμο μιά μικρή πέτρα καί τήν ἔβαλε στό στόμα του, λέγοντας στόν ἑαυτό του:
-Τρῶγε πέτρες, αἰσχρέ, γιά νά μή βρίζεις τούς ἀνθρώπους!

Ἐκείνη τήν πέτρα τήν κράτησε πολλές μέρες μέσα στό στόμα του, ἐμποδίζοντάς τον νά αἰσχρολογεῖ.
Ἄν ποτέ ξεχνιόταν καί ξεστόμιζε καμιά βρισιά, πήγαινε παράμερα καί χτυποῦσε τό στόμα του μ’ ὅλη του τή δύναμη, λέγοντας:
-Ἀκάθαρτε, κανείς μέχρι τώρα δέν σέ τιμώρησε ἔτσι, γι’ αὐτό ἀποθρασύνθηκες. Τώρα θά σέ σωφρονίσω ἐγώ!
Κι ἄν τύχαινε νά ὀργιστεῖ μέ κάποιον ἄνθρωπο καί νά τόν βρίσει, πήγαινε πάλι σέ τόπο μοναχικό καί γρονθοκοποῦσε τό σῶμα του, λέγοντας:
-Ἀθυρόστομε!  Δέν φτάνει πού ὁ λογισμός σου κινεῖται ἀνεξέλεκτος πρός τήν ὀργή, βρίζεις κιόλας τόν ἀδελφό σου, κι ἀνοίγεις χάσμα μίσους ἀνάμεσα σ’ ἐκεῖνον καί σ’ ἐσένα; Ἔννοια σου, καί θά σοῦ μάθω ἐγώ πραότητα καί σιωπή!  Ὄχι νά γίνεσαι θηρίο ἀπό τό θυμό καί νά βρίζεις..
Ἐπιπλέον ἔβαλε κανόνα νά δίνει κάθε μέρα σαράντα ραπίσματα στό πρόσωπό του.
Ἔλιωνε ἀπ’ τό κακό του ὁ διάβολος, βλέποντας τό Νήφωνα νά πολεμάει τόσο σκληρά, καί τοῦ ἔλεγε μέ πονηρία:
-Ἄθλιε, δέν λυπᾶσαι τό ἴδιο σου τό πρόσωπο, πού εἶναι φτιαγμένο «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ»; Πῶς τό χτυπᾶς ἔτσι ἀνελέητα; .....
-Βρωμιάρη, ἤρθες κι ἐδῶ, γιά νά μοῦ πεῖς τί θά κάνω στόν ἑαυτό μου; Ἄχ! Ἄς εἶχες κι ἐσύ σάρκα, κι ἄς ἔπεφτες στά χέρια μου.... Καί τότε θά σοῦ ἔδειχνα πῶς περιποιεῖται ὁ Νήφων.... Οἱ ἄρχοντες δέν ἔχουν ἀξουσία νά τιμωροῦν τούς κακούς δούλους τους; Γιατί κι ἐγώ νά μήν τιμωρήσω τό δικό μου δοῦλο; Δοῦλος μου εἶναι τό σῶμα μου.  Παρανομεῖ καί τό τιμωρῶ!
Ὁ πονηρός δέν ἤξερε τί ν’ ἀποκριθεῖ κι ἔφευγε.
Ἐπειδή ὅμως γιά λίγο μόνο ὑποχωροῦσε κι ἔπειτα ξανάρχιζε σκληρότερα τόν πόλεμο, ὁ μακάριος Νήφων ἔγινε πιά ἀμείλικτος μέ τό σῶμα του: Γρονθοκοπιόταν μέ μανία, ἐνῶ τά ραπίσματα ἔφταναν στά ἑκατό καί στά διακόσια κάθε μέρα.
Ἦταν ἕνα παράδοξο θέαμα: Μάρτυρας, πού ἀθλοῦσε καί βασανιζόταν φρικτά χωρίς τύραννο, χωρίς δήμιο!
Ἀπό τά πολλά πού ἔκανε στή σάρκα του, ἔρεψε κυριολεκτικά.  Προπαντός τό πρόσωπό του παραμορφώθηκε ἀπό τά πολλά χτυπήματα καί τόν πονοῦσε ἀφόρητα. Ἔβλεπες ἕνα ζωντανό νεκρό, πού μέ δυσκολία ἔσερνε τά πόδια του καί συχνά σωριαζόταν λιπόθυμος στή γῆ. Ὅταν ὅμως συνερχόταν, ἔλεγε στόν ἑαυτό του:
-Ἀλίμονό σου, ταλαίπωρε Νήφων!  Ἄν αὐτό τόν μικρό πόνο δέν ὑποφέρεις, πῶς θ’ ἀντέξεις τήν αἰώνια φωτιά τῆς γέενας;..... Μή χάνεις ὅμως τό θάρρος σου!  Γιατί «εἰ καὶ ὁ ἔξω ἡμῶν ἄνθρωπος διαφθείρεται, ἀλλ’ ὁ ἔσωθεν ἀνακαινοῦται ἡμέρᾳ καί ἡμέρᾳ»9.
Στό σημεῖο αὐτό θ’ ἀναφέρω κάτι θαυμαστό, πού μοῦ ἀποκάλυψε ὁ ἴδιος**. Εἴχαμε ,βλέπετε, στενό πνευματικό σύνδεσμο, γι’ αὐτό καί δέν μοῦ ἔκρυβε τίποτα.
Πήγαινα συχνά καί τόν ἔβλεπα. Κι ὅταν ἀλλάζαμε τόν ἀσπασμό τῆς ἀγάπης, μιά ἄρρητη εὐωδία, πού ἐρχόταν ἀπό τό πρόσωπό του, μέ τύλιγε καί μέ μεθοῦσε. Τί ἦταν αὐτή ἡ γλυκύτατη εὐωδία; Γιά πολύ καιρό δέν τολμοῦσα νά τόν ρωτήσω. Μιά μέρα ὅμως δέν ἄντεξα:
-Γιά τόν Κύριο, εἶπα δειλά, κάτι θά σέ ρωτήσω καί, σέ παρακαλῶ, μή μοῦ κρύψεις τήν ἀλήθεια.
-Ρώτησε ἐσύ, ἀποκρίθηκε, κι ἄν πρέπει νά σοῦ πῶ, θά τό μάθεις. Ἀλλιῶς ὄχι.
-Πές μου, γιατί ἀπό τό πρόσωπό του ἔρχεται τόση εὐωδία;
-Ἡ πίστη σου σέ κάνει νιώθεις αὐτή τήν εὐωδία. Ἐγώ ξέρω πώς εἶμαι ὁλόκληρος μιά δυσωδία.
Ἡ ὑπεκφυγή του μέ λύπησε. Καθώς ἐπέμενα λοιπόν νά μάθω τήν πραγματικότητα, μοῦ λέει:
-Δῶσε μου ὑπόσχεση πώς δέν θά τ’ ἀποκαλύψεις σέ κανένα, καί θά σοῦ πῶ.
-Σοῦ τό ὑπόσχομαι.
-Ἄκου, λοιπόν: Στίς ὧρες τοῦ πειρασμοῦ, ὅταν χτυπάω τόν ἑαυτό μου, ἔρχεται ἄγγελος, σταλμένος ἀπό τόν Κύριο, μ’ ἕνα θυμιατήρι.  Μέ θυμιάζει συνέχεια. Τόσο πολύ μέ συνεπαίρνει τότε ἡ εὐωδία τοῦ οὐράνιου αὐτοῦ θυμιάματος, πού δέν νιώθω τόν πόνο. Ἀντίθετα μάλιστα, ἡ ψυχή μου, εὐφραίνεται καί χαίρεται ὑπερβολικά ἀπό τήν ἀγγελική ἐπίσκεψη καί τήν ἄρρητη εὐωδία. Αὐτή ἀκριβῶς σέ τυλίγει, ὅταν μέ πλησιάζεις.
Ἔμεινα ἔκπληκτος μέ τήν ἀποκάλυψη τοῦ ὁσίου καί δόξασα τόν φιλάνθρωπο Θεό γιά τό θαῦμα Του.

Ἕνας Ἀσκητής Ἐπίσκοπος
Ὅσιος Νήφων  Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς
 (σελ.37-40)
Ἱερὰ Μονή Παρακλήτου
Ὠρωπος Ἀττικῆς 2004
10  Ὀκτωβρίου 2013

 Διαβάστε τά ὑπόλοιπα πατώντας  Ἅγιος Νήφων Κωνσταντιανῆς
 
http://anavaseis.blogspot.gr/2013/10/blog-post_10.html

Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2013

Ἡ δύναμη τῆς προσευχῆς καί τῆς νηστείας. Ὅσιος Νήφων Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς

 Ἡ δύναμη τῆς προσευχῆς καί τῆς νηστείας
Ὁ βίος τοῦ Ὁσίου Νήφωνος Ἐπισκόπου Κωνσταντιανῆς τῆς κατ’ Ἀλεξάνδρειαν

Πέρασαν ἀρκετές μέρες.  Κάποια νύχτα βλέπει ὁ μακάριος στ’ ὄνειρό του ὅτι βρισκόταν μέσα σ’ ἕνα πολύ μεγάλο στενόμακρο σπίτι. Ξαφνικά, ἐκεῖ πού στεκόταν σέ μιάν ἄκρη, βλέπει δυό μαύρους καί ἀγριωπούς ἄνδρες νά ὁρμοῦν ἐναντίον του, θέλοντας νά τόν σκοτώσουν.
Γιά νά γλυτώσει, ἄρχισε νά τρέχει ἀλαφιασμένος πρός τήν ἄλλη ἄκρη τοῦ σπιτιοῦ, ἐνῶ οἱ μαῦροι τόν κυνηγοῦσαν ἀπό πίσω. Τή στιγμή πού ἅπλωναν τά χέρια τους νά τόν ἁρπάξουν, ἔφτασε ἀπέναντι.  Βρῆκε μιά πόρτα, τήν ἄνοιξε σάν τρελός, χώθηκε μέσα καί τήν ἔκλεισε πίσω του μέ δύναμη.
Εἶδε πῶς εἶχε μπεῖ σ’ ἕνα ναό τοῦ Θεοῦ. Ἔνιωσε ἀσφαλισμένος.  Πράγματι, οἱ διῶκτες του δέν τόλμησαν νά μποῦν ἐκεῖ.  Ξαλάφρωσε καί ἠρέμησε.
Μετά ἀπό λίγο ἄνοιξε προσεκτικά τήν πόρτα καί βγῆκε ἔξω.  Προχώρησε ἀρκετά, ὁπότε οἱ μαῦροι ἐκεῖνοι, πού παραφύλαγαν σέ κάποιες γωνίες τοῦ σπιτιοῦ, ἐμφανίστηκαν ξαφνικά καί ἄρχισαν πάλι νά τόν κυνηγοῦν.  Μόλις τούς εἶδε ὁ Νήφων, τό ξανάβαλε στά πόδια, πρός τήν ἄλλη ἄκρη τώρα.  Κι ἐκεῖ βρῆκε μιά πόρτα, πού τόν ἔφερε καί τόν ἀσφάλισε σ’ ἕνα ἄλλο ἱερό ναό. Οἱ μαῦροι ἀπελπισμένοι, ἔπιασαν πάλι τίς γωνίες.
Ὅταν λίγο ἀργότερα βγῆκε δειλά-δειλά κι ἀπό κεῖ, ἐπαναλήφθηκε ἡ πρώτη σκηνή.
Αὐτό τό ὄνειρο τό ἔβλεπε κάθε νύχτα γιά μιά ὁλόκληρη ἑβδομάδα.  Καί ἐνῶ προσπαθοῦσε νά κτανοήσει τή σημασία του, τό Ἅγιο Πνεῦμα μίλησε μυστικά μές στή διάνοιά του καί τοῦ εἶπε:
-Εἶναι ἀδύνατο νά ξεφύγεις ἀπό τίς παγίδες τῶν δαιμόνων, ἄν δέν καταφεύγεις στούς ναούς τοῦ Θεοῦ κι ἄν δέν ἀγωνίζεσαι μέ προσευχές καί μέ νηστείες.
Ἀπό τότε ὁ Νήφων σύχναζε στίς ἐκκλησίες -ἔχει πολλές καί πάντερπνες ἡ Βασιλεύουσα-, ἐνῶ συνάμα παραδόθηκε στή προσευχή καί τή νηστεία.
Κάποτε τόν βασάνισε ὁ ἑξῆς λογισμός:
‟Μήπως, ἀντί νά τρέχω στούς ναούς, εἶναι καλύτερα νά κάθομαι σ’ ἕνα μέρος καί νά ζητάω τό ἔλεος τοῦ Θεου;’’.
Δέν ἄργησε ὁ φιάνθρωπος Θεός νά τοῦ ἀποκαλύψει καί πάλι, ὅτι κάθε φορά πού ἕνας ἄνθρωπος πάει σέ ἐκκλησία γιά νά προσευχηθεῖ, εἴτε μέρα εἶναι εἴτε νύχτα, τά βήματά του μετριοῦνται ἀπό τούς ἁγίους ἀγγέλους, γιά νά μετατραποῦν σέ οὐράνιο μισθό τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως. 
Κι ἀκόμα, πώς οἱ φύλακες ἄγγελοι τῶν ἱερῶν ναῶν, σημειώνουν ποιοί μπαίνουν μέσα, καί κάθε βράδυ δίνουν ἀναφορά στίς ἀγγελικές Δυνάμεις, πού κυκλώνουν τό οὐράνιο Θυσιαστήριο.  Τότε οἱ ἄγγελοι τοῦ οὐρανοῦ μέ περισσότερη προθυμία καί χαρά ψάλλουν τούς δοξολογικούς τους ὕμνους, λέγοντας: ‟Πόσο μεγάλο καί τιμητικό εἶναι γι’ αὐτούς τούς ἀνθρώπους τό ὅτι δέν παύουν νύχτα καί μέρα νά δοξάζουν τόν ὑπεράγαθο Θεό, μολονότι ζοῦν μέσα στή ματαιότητα τοῦ κόσμου! Ἄς σπεύσουμε λοιπόν κι ἐμεῖς πρόθυμα νά λατρεύσουμε τήν Παναγία Τριάδα, ψάλλοντάς Της τόν τρισάγιο ὕμνο’’.
Ἀφοῦ πληροφορήθηκε ὁ Νήφων ὅλ’ αὐτά ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἀγωνιζόταν νά προσεύχεται ἀδιάλειπτα, καταφεύγοντας κάθε τόσο στίς ἐκκλησίες.

Ἕνας Ἀσκητής Ἐπίσκοπος
Ὅσιος Νήφων  Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς
 (σελ.35-37)
Ἱερὰ Μονή Παρακλήτου
Ὠρωπος Ἀττικῆς 2004
9 Ὀκτωβρίου 2013

 Διαβάστε τά ὑπόλοιπα πατώντας  Ἅγιος Νήφων Κωνσταντιανῆς


http://anavaseis.blogspot.gr/2013/10/blog-post_5949.html