Παρασκευή 29 Μαρτίου 2013

Γέρων Ἠσύχιος Γρηγοριάτης. (+ 1896 – 1999). Μέρος ΙΑ'

 Γέρων Ἠσύχιος Γρηγοριάτης. (+ 1896 – 1999). Μέρος ΙΑ'

 Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου

῎Αλλος ἀγωνιστής Μοναχός πού ἀξιώθηκε ὁσιακοῦ τέλους, ἦταν ὁ Γέρο Λάζαρος. Γεννήθηκε στό Ραυτόπουλο τῆς Εὐρυτανίας τό 1859, καί τό 1882 ἦλθε στό Μοναστήρι μας. Πρό τῆς κοιμήσεώς του πού συνέβη στίς 31 Δεκεμβρίου 1942, λίγες ὧρες πρίν ἀνατείλει τό νέο ἔτος 1943, εἶπε στό γηροκόμο του: «ἀπόψε θά φύγω καί θά ἔχω γλέντια». Πράγματι στό «Κύριε ἐκέκραξα» τῆς ἀγρυπνίας τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ἄφησε τήν τελευταία του πνοή. Δέν ἐπεβάρυνε κανέναν. Δέν ἐλύπησε κανέναν. ῎Εζησε μέ πολλήν ἁπλότητα καί φόβο Θεοῦ σ᾿ ὅλη του τήν ζωή. Αἰωνία του ἡ μνήμη.
Θά ἦταν παράλειψι νά μή σᾶς εἴπω καί γιά τόν μακαριστό παπᾶ Δημήτρη, ὁ ὁποῖος ὑπηρέτησε καί ὡς ῾Ηγούμενος τῆς Μονῆς μόνο γιά ἕνα χρόνο. Γεννήθηκε στό χωριό Παραλογκούς τῆς Γορτυνίας τό 1881. Τό 1903 ἦλθε ἀπό τήν Ἀμερική, ὅπου εἶχε μεταβεῖ γιά ἀνεύρεσι καλλιτέρας τύχης, στό ῞Αγιο ῎Ορος. Κοινοβίασε στήν Μονή μας. Μαζί του ἔφερε καί ὅλες τίς οἰκονομίες του πού εἶχε συγκεντρώσει καί τίς κατέθεσε στό ταμεῖο τῆς Μονῆς. Διακρινόταν διά τήν ἀσκητικότητά του καί προπαντός γιά τίς συχνές ἀγρυπνίες του. Σχεδόν κάθε ἡμέρα λειτουργοῦσε, ἀλλά καί τούς ἄλλους ῾Ιερεῖς ἐξυπηρετοῦσε, ἐάν αὐτοί ἐξ αἰτίας κάποιας δυσκολίας τους, δέν μποροῦσαν νά τελέσουν τά ἐφημεριακά τους καθήκοντα.
῞Οσον ἀφορᾶ τά διακονήματα γιά πολλά χρόνια ὑπηρέτησε ὡς βηματάρης. Ἀλησμόνητη θά μοῦ μείνῃ ἡ προθυμία του νά μεταλαμβάνῃ τούς ἀσθενεῖς ἤ γέροντες Πατέρες τῆς Μονῆς, πού εὑρίσκοντο κατάκλιτοι στά δωμάτιά τους ἤ στό γηροκομεῖο. Ἀπό τήν
ὑπερκόπωσι, ἔπαθε ὀγκώδη κήλη, ἡ  ὁποία θά  ἐζύγιζε τέσσαρα κιλά. Ποτέ δέν δέχτηκε νά βγῇ ἔξω γιά νά χειρουργηθῇ. Θεωροῦσε τήν ἀσθένειά του θεία ἐπίσκεψι καί τήν ὑπέμεινε ἀγογγύστως. Μάλιστα ἐπειδή δυσκολευόταν νά περπατήσῃ, τήν εἶχε κρεμάσει μέ ἕνα ζωνάρι ἀπό τήν μέση του. Μέσα σ᾿ αὐτό τό ἑκούσιο μαρτύριο τελειώθηκε, ἀφοῦ προηγουμένως προεγνώρισε τόν θάνατόν του, πού συνέβη τό 1952. Στίς τελευταῖες στιγμές του ἔβλεπε σέ ὀπτασία τήν τέλεσιν τῆς Θείας Λειτουργίας ἀπό Ἀγγέλους-ἱερεῖς καί μαζί τους ἔψαλλε. ῞Οταν ἔφθασε ἡ Λειτουργία στό «Πρόσχωμεν, τά ῞Αγια τοῖς ῾Αγίοις», παρέδωσε τήν ψυχή του στούς Ἀγγέλους πού δοξολογικά καί λειτουργικά τήν συνώδευσαν μέχρι τοῦ θρόνου τοῦ Παντοκράτορος Θεοῦ. Νἄχουμε ὅλοι μας τήν εὐχή του.
῞Ενας ἄλλος μακαρίτης ἀδελφός μας, ἦταν ὁ Γέρο Γεδεών. ῏Ηλθε στό Μοναστήρι σέ ἡλικία 60 ἐτῶν, τρεῖς μῆνες πρίν ἀπό μένα. ῏Ηλθε μέ τήν καρδιά συντετριμμένη γιά νά ἐξιλεώσῃ τόν Κύριο γιά τίς ἁμαρτίες του, καί μέ τόν ἀσυγκράτητο πόθο νά ἐργασθῆ, ὅσα χρόνια τοῦ ἀπέμειναν ἀκόμη. ῾Υπηρέτησε ἐπί 20 χρόνια ὡς κοναξῆς τοῦ ἀντιπροσωπείου μας στίς Καρυές. Κατόπιν ἦλθε στήν Μονή καί ἦταν ὁ πορτάρης της.
 ῏Ηταν φιλακόλουθος μέχρι τίς τελευταῖες ἡμέρες τῆς ζωῆς του. Στίς ἀγρυπνίες καί ἀκολουθίες οὐδέποτε ἄφηνε τήν εὐχή μέ τό κομποσχοίνι. Στό νοσοκομεῖο ὅπου νοσηλεύθηκε λίγα χρόνια, ἐπειδή ἦταν καί τυφλός, οὐδέποτε ἔκλεινε τό στόμα μέ τό ὁποῖον ἔλεγε τήν εὐχή. Τελειώθηκε μέ ὁσιακό τέλος τό 1954 σέ ἡλικία 90 ἐτῶν.
῾Ο Γέρο Γεδεών εἶναι ἀπό ἐκείνους τούς Μοναχούς πού κλήθηκε τήν 11η ὥρα καί ἔλαβε τόν ἴδιο μισθό μέ τούς ἐργασθέντας ἀπό τήν πρώτη ὥρα. Αἰωνία ἡ μνήμη του.
῞Οταν ἐργαζόμουν στούς κήπους τῆς Μονῆς, εἶχα ὡς βοηθόν μου ἕνα νεώτερο ἀδελφό, τόν μοναχό Παῦλο. Θ᾿ ἀναφέρω ἕνα περιστατικό πού ἔχει σχέσι μέ αὐτόν τόν ἀδελφό, γιά νά φανῇ πόση σημασία ἔχει στήν ζωή μας ἡ ἑνότης μέ τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί ἡ Κοινωνία μαζί του.
Τήν κάθε καλοκαιρινή περίοδο, διανυκτερεύαμε στό σπίτι τοῦ κήπου. Μιά Κυριακή πρωῒ, ἐκάλεσα τόν ἀδελφό Παῦλο νά μεταβοῦμε στήν Μονή γιά τήν ἀκολουθία τῆς Κυριακῆς, ἀλλά ἐκεῖνος ἀρνήθηκε. ῎Εμεινε ἀλειτούργητος. Τήν δεύτερη Κυριακή πάλι τόν ἐκάλεσα. Ἀρνήθηκε. Τό ἴδιο ἔκανε καί τίς ἄλλες Κυριακές. Μιά νύκτα ἄκουσε ὁ μοναχός Παῦλος φωνές πάνω ἀπό τήν στέγη τοῦ σπιτιοῦ μας  τοῦ κήπου. ῎Ελεγαν:
-Παῦλο, Παῦλοοο, ποιός εἶναι ὁ Παῦλος;
-Ἐγώ εἶμαι ἀπαντοῦσε ὁ Παῦλος.
-῎Α ἐδῶ εἶσαι; Δικός μας εἶσαι καί σύ. Δικός μας εἶσαι.
Τό ἀποτέλεσμα εἶναι αὐτονόητον. ῎Εγινε ὁ ἀδελφός ζηλωτής. Χωρίστηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί τελειώθηκε χωρίς ὑπακοή στήν ῾Αγία ῎Αννα. ῾Ο Θεός νά τόν συγχωρέσῃ.
-Τί θυμᾶσαι γιά τόν Γέρο Αὐξέντιο, πάτερ ῾Ησύχιε;
῾Ο Γέρο Αὐξέντιος γεννήθηκε στήν Μάνδρα Ἀττικῆς Ἐλευσῖνος τό 1892. ῏Ηταν ἅγιος ἐκ γενετῆς. Κανείς ἀπό ἐμᾶς δέν τόν ἔφθασε στήν ἀρετή. Τό καλοκαίρι δούλευε ξυπόλυτος γιά νά μή φθείρῃ τά παπούτσια του πού τοῦ εἶχε δώσει ἡ Μονή.  Γι᾿ αὐτό σ' ὁλόκληρη τήν ζωή του, μόνο τρία ζεύγη παπούτσια ἐχάλασε. Συνεχῶς τά ἐμπάλωνε, τά ἐπιδιώρθωνε μέχρις ὅτου αὐτά διαλύθηκαν τελείως. Τά ράσα πού φοροῦσε, δέν ἦταν ράσα, ἀλλά μπαλωμένα κουρέλια, τά ὁποῖα οὔτε ὡς σκιάχτρα γιά τά πουλιά δέν ἔκαναν.
Κάποτε, ὁ Γέρο-Ἀνδρέας, θέλοντας ἀπό συμπάθεια νά τοῦ πετάξη τά κουρέλια αὐτά, τί νά κάνῃ; Ἐπῆρε τό βρεγμένο παντελόνι του πού εἶχε κρεμάσει ὁ Αὐξέντιος ἔξω ἀπό τό  κελλί του καί στήν θέσι του ἔβαλε ἕνα ἄλλο δικό του καινούργιο. Σκέφθηκε ὅτι ἦταν ἀδύνατον νά τό ἀντιληφθῇ, ἐφ' ὅσον ἦταν γιά πολλά χρόνια τελείως τυφλός.
 ῾Ο Γέρο Αὐξέντιος μέ τήν ἀφή, κατάλαβε τό τέχνασμα, καί δέν πείραξε καθόλου τό καινούργιο παντελόνι. Στάθηκε κρεμασμένο στήν θέσι του ἕξι ἡμέρες.
Δέν εἶπε ἐν τῷ μεταξύ τίποτε σέ κανέναν, οὔτε ὁ ἕνας Μοναχός οὔτε ὁ ἄλλος. Κατόπιν ὁ Γέρο Ἀνδρέας, βλέποντας ὅτι ἀπέτυχε τό τέχνασμά του, ἔκανε τήν πρέπουσα ἀλλαγή. ῎Ετσι ἐπῆρε τὀ δικό του κουρελιασμένο παντελόνι ὁ Γέρο Αὐξέντιος καί συνέχισε ἀθόρυβα καί σιωπηλά τήν ἀσκητική του ζωή μέσα στό κοινόβιο.
Μιά ἄλλη φορά, τήν ὥρα πού πήγαινε στήν Ἐκκλησία, ἔπεσε κάτω στά σκαλιά. Τά αἵματα ἔτρεχαν ἀπό τά μοῦτρα του. Οἱ Πατέρες ἐπῆγαν νά τόν βοηθήσουν, καί ἐκεῖνος δέν ἐστάματησε νά λέγῃ τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ...». Οὔτε ἕνα ὤχ!.. δέν ἠκούσθη ἀπό τό στόμα του. Γιά πολλά χρόνια ὑπηρέτησε ὡς μάγειρος στά μετόχια τῆς Μονῆς. Ἐκεῖ τότε ἐπιτρεπόταν ἡ κατάλυσις κρέατος, ἐκεῖνος ὅμως οὐδέποτε τό γεύθηκε, οὔτε καί τό ζωμό του. Παρ᾿ ὅλα αὐτά μαγείρευε ἄριστα, χωρίς νά δοκιμάζῃ τά καταλύσιμα αὐτά φαγητά.
῞Οταν ἦταν νέος Μοναχός, ἔμαθε ὅτι τήν ἐπαύριον θά ἔλθη νά τόν ἐπισκεφθῇ ὁ κατά σάρκα ἀδελφός του. Ἐκεῖνος ἀπό τό πρωῒ τῆς ἄλλης ἡμέρας εἶχε πάρει τά βουνά, γιά νά κρατήσῃ τήν ἀρετή τῆς ξενητείας, καί νά διαφυλάξη στήν καρδιά του ἀμείωτο τόν πόθο τοῦ Θεοῦ καί τό ἄμισον μῖσος πρός τούς χοϊκούς συγγενεῖς.
Δέν εἶμαι ἄξιος ἐγώ νά μνημονεύω τόν Γέρο Αὐξέντιο. Βλάκας ἔζησα καί βλάκας θά πεθάνω, γιατί δέν ἄγωνίσθηκα σέ κάτι πού ἔκανε αὐτός. Πολλοί Πατέρες ἀγωνίσθηκαν, ἀλλά κανείς δέν κράτησε στό ἔπακρο τό τρίπτυχον τῶν ἑξῆς ἀρετῶν τοῦ Γέρο Αὐξεντίου: Ἐργατικότης, σιωπή, εὐχή.
Κατά τόν Αον Παγκόσμιο Πόλεμο, μαζί ἐπήγαμε αἰχμάλωτοι στήν Ρωσία, ἀλλά σέ διαφορετικό λόχο. Αὐτός πρῶτα ἐμόνασε σέ ἕνα Μοναστήρι τῆς πατρίδος του, καί μετά ἦλθε ἐδῶ ὡς ρασοφόρος Μοναχός.
῞Ολους μᾶς ἐδίδασκε πρῶτα μέ τό παράδειγμά του, καί ἐλάχιστες φορές μέ τό στόμα λέγοντας ρητά ἀπό τήν Φιλοκαλία, τήν ὁποίαν εἶχε διαβάσει ὁλοκληρη 10 φορές. Τελειώθηκε μέ ἅγιο τέλος στό γηροκομεῖο τῆς Μονῆς, τήν ὥρα πού οἱ Πατέρες ἔψαλλαν στήν Ἐκκλησία τό «Φῶς ῾Ιλαρόν...» στήν ἀγρυπνία τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας. ῏Ηταν ἡλικίας 89 ἐτῶν. Μαζί του εὑρίσκοντο δύο νέοι ἀδελφοί τῆς Μονῆς. ῾Ο ἕνας ἀξιώθηκε καί εἶδε νά βγαίνῃ ἡ ψυχή του ἀπό τό σῶμα σάν μία μικρή νύμφη καί νά περνάῃ τό νταβάνι πρός τούς Οὐρανούς. Σέ δέκα ἡμέρες τόν εἶδε πάλι ὁ ἴδιος ἀδελφός στόν ὕπνο του καί τόν ἐρώτησε. «Πάτερ Αὐξέντιε, πῶς περάσατε τά τελώνια;». Δέν εἶχα κανένα πρόβλημα, πάτερ. Μόνο ἕνα μικρό δαιμόνιο τῆς πορνείας τόλμησε νά πλησιάσῃ στά πόδια μου, ἀλλά ὅταν τό κοίταξα ἐξαφανίσθηκε». Εἴθε μέ τίς εὐχές του νά εὕρωμε καί ἐμεῖς λίγες σταγόνες τοῦ Θείου ἐλέους καί ἀξιωθοῦμε τῆς Οὐρανίου βασιλείας.


Ἱερά Μονή Ὁσίου Γρηγορίου  
Ἅγιον Ὅρος Ἄθω  
2005

Ἐπιμέλεια κειμένου   Αναβάσεις
________________________________________________

Τό κείμενο προέρχεται ἀπό τά ἀρχεῖα τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου, τόν ὁποῖον καί εὐχαριστοῦμε θερμά γιά τήν παραχώρηση τῶν ἀρχείων, ὅπως ἐπίσης εὐχαριστοῦμε καί τόν γέροντα τῆς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου πατέρα Γεώργιο Καψάνη γιά τήν εὐλογία καί τήν ἄδεια δημοσίευσης.

 Διαβάστε τά ὑπόλοιπα πατώντας   π.Δαμασκηνός - Γρηγοριάτικο γεροντικό
http://anavaseis.blogspot.gr/2013/03/1896-1999_28.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου