Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2012

Ἱερομόναχος Ἠλίας Τσιορούτσα. Μέρος Β'

Στήν φυλακή
Ἁγιασμένες μορφές τῆς Ὀρθοδόξου Ρουμάνικης Ἐκκλησίας

ὑπό πρωτοπρεσβυτέρου π. Κωνσταντίνου Γαλερίου

Στά χρόνια 1962-1964 φυλακίσθηκε στήν Ζιλάβα. Ἰδού μερικές μαρτυρίες του γι᾿αὐτή τήν ἔκτακτη περίοδο, γραμμένες στό βιβλίο του . "Ἀναμνήσεις ἀπό τήν φυλακή".
"Τήν νύκτα τοῦ ἁγίου Πάσχα τοῦ ἔτους 1962 βγῆκα μέ δύο κεριά ἀπό καθαρό κερί ἀναμμένα καί ἐφώναξα μπροστά ἀπό τό Ἅγιο Βῆμα. "Δεῦτε λάβετε φῶς". Ἀλλά στήν ἀκάθεκτη εἰσόρμησι τοῦ λαοῦ, τά κεριά μου ἔσβησαν καί πάλι τά ἄναψα. Αἰσθάνθηκα τότε μία καῦσι στήν καρδιά μου, ἡ ὁποία μέ κυρίευσε ὁλόκληρον.
Ἐπέρασε ἕνας χρόνος μέ κακίες καί πολλές δυσκολίες. Κάποια ἡμέρα, στίς 9 τό πρωΐ μπῆκαν τρία ἄτομα στήν αὐλή ἀπό μιά ὀπή τοῦ φράκτη. Μέ πλησίασαν κι ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς, μαῦρος τσιγγᾶνος μ᾿ ἔπιασε ἀπό τό ἀριστερό χέρι καί μέ τράβηξε ἔξω. Μέ πῆγαν στήν Ἀσφάλεια.
Κατάλαβα καλά τί συνέβαινε γι᾿ αὐτό καί δέν ἄλλαξα τό φρόνημά μου, οὔτε ξαφνιάσθηκα καθόλου. Μοῦ ἔκαναν μερικές ἐρωτήσεις καί μέ ὡδήγησαν στήν μαύρη κλοῦβα, πού ἦτο στήν πόρτα. Ἀπ᾿ ἐκεῖ στό Βουκουρέστι. Ἐδῶ μέ εἶχαν ὑπό κράτησι γιά ἀνακρίσεις ὅλο τό καλοκαίρι καί ὅλο τόν χειμῶνα μέχρι τά Χριστούγεννα.
Εἴμασταν τέσσερα ἄτομα στό μπουντροῦμι, μερικοί λυπημένοι, μαυρισμένοι στό πρόσωπο, χαμένοι. Ἐγώ, τίποτε ἀπ᾿αὐτά δέν εἶχα. Ἤμουν σάν νά ἤμουν στό σπίτι μου. Μ᾿ ἐρώτησαν γιά ὅλες τίς σκέψεις μου, γιά τά κηρύγματά μου, τά πολιτικά, ὅλα. Μ᾿ ἔβαλαν καί στάθηκα μπροστά σέ κείμενά μου καί ἀναμνηστικά προσωπικά μου κείμενα, τά ὁποῖα εἶχα κατά καιρούς γράψει. Γιά λίγο ἔφριξα. Δέν μέ ἐβασάνισαν, ὅμως καθόλου.
Ἔγραψα δήλωσι καί ἐπέρασα στό ἄλλο κελλί. Μετά ἀπό μερικές ἡμέρες μ᾿ ἐκάλεσαν καί μοῦ ὡμίλησαν μέ πραότητα. "Σέ ἀναζητήσαμε σ᾿ ὅλη τήν χώρα καί διαπιστώσαμε ὅτι δέν ἦσουν λεγεωνάριος, οὔτε ἄλλη κακή πρᾶξι δέν ἔκανες. Ὁ λαός λέγει καλά λόγια γιά σένα κι ἐμεῖς ἠμποροῦμε νά σοῦ δώσουμε δρόμο, μέ τήν προϋπόθεσι νά μή μιλήσης πάλι τίποτε γιά τόν Θεό, οὔτε νά λειτουργήσης". Γιά μιά στιγμή ἐσιώπησα, κατόπιν ὁ ἀνακριτής μοῦ εἶπε εἰρωνικά. "Θέλεις νά πεθάνης μάρτυρας;"
Λοιπόν, ἐπειδή μ᾿ ἔσπρωχνε ἡ καρδιά μου νά μπῶ στήν φυλακή, ἔφθασα μπροστά στήν δικαστική Ἀρχή. Ἔμεινα ἐκεῖνο τόν χειμῶνα μέσα σέ τέσσερεις τοίχους, ἐνῶ ἔξω εἶχε χιόνια καί δυνατό ψῦχος. Στήν πόρτα τῆς φυλακῆς μέ ἀπειλοῦσε ἕνας τσιγγᾶνος νά εἰπῶ τήν ἀλήθεια καί ἐάν δέν...(μοῦ ἔδειχνε τήν γροθιά του καί τό στιλέτο του). Ἡ ἀνάκρισις ἔγινε γρήγορα. Ἐνοχή. Ἡ ραδιουργία. Μοῦ ἔδωσαν ἄδεια νά μιλήσω στήν ὑπεράσπισί μου.
Ἄρχισα σιγά, ταπεινά, ἀλλά αὐτοί μέ σταμάτησαν. Ὡμίλησε ὁ δικηγόρος μου, βαλμένος ἀπό μένα καί μέ ὑπεράσπισε. Ἦσαν ἕτοιμοι νά μέ ἀπαλλάξουν, ἀλλά ἀπό τήν συμπεριφορά μου κατάλαβαν ὅλοι ὅτι ἐγώ ἔχω πόθο μέχρι μανίας νά μπῶ στήν φυλακή, ἔτσι ὥστε, ὁ δικηγόρος μου, ἄνθρωπος πολιτισμένος καί ἡλικιωμένος, δέν ἠμποροῦσε νά σιωπήση καί τούς εἶπε. "Δέν εἶδα μέχρι τώρα ἄνθρωπο, σάν αὐτόν τόν ἱερέα, πού θέλει νά μπῆ στήν φυλακή".
Καί ἔτσι ἦτο. Μ᾿ ἔφεραν σέ ἕνα κελλί καί μετά ἀπό δύο ἡμέρες ἦλθαν καί μοῦ ἐδιάβασαν τήν ἀπόφασί τους. Δύο χρόνια φυλάκισι. Ἐκεῖνος ὁ χειμῶνας ἦτο πολύ σκληρός. Ἔμεινα ἕνα μῆνα καί κατόπιν μ᾿ ἔβγαλαν καί μ᾿ ἔστειλαν στίς φυλακές τῆς πόλεως Τζιλάβα.
Γιά μένα, πού τό ἐπιθυμοῦσα αὐτό, δέν μέ ἐντυπωσίαζε καί δέν μέ ἐλύπησε καθόλου. Ἐπέρασα σάν νά ἤμουν σέ ξενῶνα γιά τσιγγγάνους ἤ σ᾿ ἕνα μαγαζί τοῦ ὑποκόσμου. Τό βράδυ μοῦ ἔφεραν φαγητό καί τούς εὐχαρίστησα πολύ. Δέν μ᾿ ἐκράτησαν πολλές ἡμέρες ἐδῶ καί μ᾿ ἔβαλαν σ᾿ ἕνα κελλί πιό φωτεινό.
Ἔτσι ἔβλεπα λίγο πρός τά ἔξω. Ἤμουν μέσα μέ 5 ἄλλους κρατουμένους. Γνωρίσθηκα μέ τόν καθένα ἀπ᾿ αὐτούς. Ἐδῶ εἴχαμε καί βιβλία γιά νά διαβάζουμε. Μιλούσαμε μεταξύ μας γιά τήν ζωή, γιά τό καθεστώς τῶν φυλακῶν, τά ἔργα, τίς θλίψεις...Τήν νύκτα ἐκοιμώμουν, ἀλλά τήν ἡμέρα δέν ἦτο δυνατόν νά πάω λίγο πιό ἔξω.
Καί εἴμασταν συνεχῶς πάνω στά κρεββάτια μας. Μία ὥρα τήν ἡμέρα μᾶς ἔβγαζαν ἔξω στόν ἀέρα καί περπατούσαμε στήν αὐλή βλέποντας ὁ ἕνας τόν ἄλλον, χωρίς ὅμως νά συζητοῦμε μεταξύ μας. Γιά μένα ἦτο μία ὡραία εὐκαιρία νά προσεύχωμαι μυστικά. Ὁ στρατιώτης πού μᾶς ἐφύλαγε, μ᾿ ἐρώτησε σιγανά. Τί εἶσαι ἐσύ;" Τοῦ ἀπήντησα ἱερεύς", τότε εἶδα ὅτι ἀμέσως στό προσωπό του ζωγραφίσθηκε μία συμπάθεια ἀπέναντί μου.
Τήν ἄνοιξι μᾶς ἐκάλεσαν στήν δουλειά καί μᾶς ἔβγαλαν στούς κήπους νά καλλιεργοῦμε τά λαχανικά. Ἐδῶ ἔμαθε ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλον ποιός εἶναι καί γιατί φυλακίσθηκε. Μιά κοινή παρατήρησι ἦτο ὅτι εἴμασταν κίτρινοι, καχεκτικοί καί σιγά-σιγά μᾶς ἄλλαζε τό χρῶμα τοῦ προσώπου μας ὁ ἥλιος καί ἀποκτούσαμε τά κανονικά χαρακτηριστικά στά πρόσωπά μας καί εἴχαμε καί φαγητό κἄπως καλλίτερο. Ἡ ἔξοδος πρός τό φῶς τοῦ ἡλίου ἐσήμαινε γιά ἐμᾶς μία ἐκ νεκρῶν ἀνάστασι, ὅπως τά δένδρα ἀναβλαστάνουν τήν ἄνοιξι.
Ἰδιαίτερο γεγονός γιά μένα ἦτο ἡ καλωσύνη καί ἡ συμπάθεια τῶν στρατιωτῶν, οἱ ὁποῖοι μᾶς ἐφύλαγαν. Μέ προστάτευαν τόσο, ὅσον ἦτο δυνατόν στόν τόπο αὐτόν τῶν βασάνων καί τιμωριῶν. Μ᾿ ἐπλησίαζαν, ὅπως τό πουλί στό κατώφλι καί μοῦ ἐψιθύριζαν. "Κάνε ὅ,τι ἠμπορεῖς, διότι ἐγώ δέν ἠμπορῶ νά σοῦ κάνω τίποτε". Ἀπό ποῦ ἠμποροῦσε νά ἔλθη αὐτή ἡ συμπάθεια, παρά μόνο ἀπό τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ;
Ἡ καλωσύνη τῶν στρατιωτῶν ἀπέναντί μου εἶχε φθάσει παντοῦ. Ὁ στρατιώτης, πού στεκόταν ψηλά στό φυλάκιό του ἀπό ὅπου ἠμποροῦσε νά μᾶς βλέπη ὅλους, εἶπε στόν στρατιώτη, ὁ ὁποῖος ἐρχόταν συχνά κοντά μου.."Μή φυλάγης ἐσύ αὐτόν τό γέρο (μέ ὠνόμασε γέρο), διότι, ἐσύ ἔχεις ἐλπίδες νά μετατεθῆς κἄπου ἀλλοῦ, ἐνῶ αὐτός δέν φεύγει ἀπ᾿ ἐδῶ".
Τήν ἡμέρα καί τήν ὥρα πού συμπληρώθηακν δύο χρόνια, μ᾿ ἐκάλεσαν, μοῦ ἔβγαλαν τά ροῦχα τοῦ κρατουμένου καί μοῦ ἔφεραν τά δικά μου, ὄχι τά ἱερατικά μου (ράσα), ἀλλά τά ἁπλᾶ.
Μέ μετέφεραν μέσα ἀπό τούς θλιβερούς, βρώμικους καί ἐρειπωμένους τόπους τῶν φυλακῶν. Κατόπιν μοῦ ἔδειξαν διάφορα μεγέθη ἁλυσίδων, δηλ. ψιλές χονδρές, ἐλαφρές, πιό βαρειές. Αὐτό τό ἔκαναν γιά νά δώσουν στόν ἄνθρωπο, τώρα σέ μένα, ἕνα μάθημα ἀπειλητικό γιά νά μή φθάσω σ᾿αὐτή τήν κατάστασι, πρᾶγμα τό ὁποῖον δέν εἶναι αὐτό ἀκριβῶς τό κακό.
Ἐγώ ὅμως ἐκύτταζα αὐτά, ὅπως τά λαίμαργα σκυλιά τοῦ σπιτιοῦ κυττάζουν τό φαγητό τους πού ἔρχεται. Πόσο θά ἤθελα νά ἀξιωθῶ γιά τόν Χριστό νά ἁλυσοδεθῶ! Ὅμως εἶναι ἀλήθεια ὅτι δέν μ᾿ ἔδεσαν, οὔτε καί εἶδα ἄνθρωπο ἁλυσοδεμένο στίς φυλακές.
Ὅταν ἐξῆλθα ἀπό τήν πόρτα τῶν φυλακῶν καί εἶδα τόν κόσμο μέ τίς δουλειές τους, τά καλά τους ροῦχα, μέ εὐθυμία στά πρόσωπά τους, ἐγώ ἤμουν σάν ἕνας ἄνθρωπος ξένος καί ἄγριος, ντροπιασμένος καί ἄτιμος στά μάτια τῶν γύρω μου. Ἔτσι ὅμως ἤμουν σάν ἀγρίμι, βρῆκα μπροστά μου μιά ἐκκλησία καί μπῆκα μέσα κι ἐκεῖ τί εἶδα.
Ἕνας νεκρός, ἕνας ἀδελφός ἱερεύς μέσα στό φέρετρο. Προσκύνησα καί αἰσθάνθηκα σάν νά ἤμουν στό σπίτι μου. Ἤμουν πεινασμένος καί ἐζήτησα ἀπό τόν νεωκόρο λίγο ψωμί, ἀλλ᾿ αὐτός μ᾿ ἔσπρωξε, μέ κύτταξε ἄγρια καί δέν μοῦ ἔδωσε καθόλου.
Ἔφυγα μέ τό τράμ γιά νά πάω στό σπίτι μου, ἀλλά δέν εἶχα οὔτε ἕνα λεπτό γιά εἰσιτήριο. Περίμενα στήν στάσι, μέχρι πού εἶδα κάποιον γνωστόν μου καί τοῦ ἐζήτησα χρήματα. Ἔφθασα στό σπίτι σάν ἕνα ξένος καί μισητός ἀπό ὅλους. Ὅλος ὁ κόσμος, συγγενεῖς, φίλοι, ἱερεῖς, γείτονες ἀπό παντοῦ ἐφυλάγοντο ἀπό μένα σάν νά ἤμουν λεπρός, σάν νά ἤμουν ἄνθρωπος ἐπικίνδυνος, ὁ ὁποῖος θά ἠμποροῦσε νά σπείρη σ᾿ ὅλους αὐτούς τήν δυστυχία. Ἀντιθέτως ἦσαν καί ἄλλοι πού τιμωρήθηκαν μόνο καί μόνο ἐπειδή ὡμίλησαν ἤ ἐβοήθησαν ἕνα πρώην κρατούμενο, ὁ ὁποῖος ἐθεωρεῖτο τώρα ἐχθρός τοῦ λαοῦ.
Ἐπῆγα στήν Μητρόπολι γιά νά ζητήσω ἄδεια νά λειτουργήσω καί αὐτοί μ᾿ ἔστειλαν σέ ἄλλη ἐκκλησία, σέ ἄλλο χωριό, ὅπου ὁ κόσμος μέ ὑποδέχθηκε μέ στοργή καί σεβασμό. Αὐτό τό ὁποῖο μέ λυποῦσε βαθειά καί μοῦ ἔθλιβε τήν ψυχή, ἦτο ἡ διαφορετική συμπεριφορά τους, ἡ περιφρόνησις ἐκείνων οἱ ὁποῖοι, πρός μεγαλύτερη ψυχική μου ὀδύνη, κατάλαβα ὅτι μοῦ ἐπρότειναν φιλοδώρημα-δωροδοκία γιά νά μοῦ δώσουν πάλι τό ἀξίωμά μου.
Καλό λόγο καί λίγη καλωσύνη δέν βρῆκα ἀπό κανένα, παρά ἀπό ἕνα ἐπίσημο ἄνθρωπο τῆς Ἀσφάλειας, ὁ ὁποῖος μέ συνάντησε τυχαῖα στόν δρόμο, μέ σταμάτησε καί μοῦ εἶπε μέ πραότητα. "Πάτερ, πήγαινε στήν Μητρόπολι νά σοῦ δώσουν ἐκκλησία, στό χωριό Στεφανέστι, διότι ἐγώ ὡμίλησα ἐκεῖ μέ ὅλους καί σέ περιμένουν".
Ἔτσι, λοιπόν, καλά...ἀλλά οἱ ἱερεῖς τῆς διοικήσεως τῆς Μητροπόλεως δέν ἤθελαν. Δέν εἶχα τί νά φάω, δέν εἶχα ροῦχα νά φορέσω, δέν εἶχα χρήματα καί μοῦ ἔδωσαν κάτι οἱ συγγενεῖς γιά νά ζήσω.
Ἀφοῦ ἐξῆλθα ἀπό τήν φυλακή τό 1964 μία γυναῖκα, ἡ Ἐλβίρα ἀπό τό Βουκουρέστι, ἡ ὁποία ἐγνώριζε νά ράβη ἱερατικά ροῦχα, ἔραψε καί γιά κάποιον ἄλλον ἱερέα, ἀλλά δέν ἤθελε νά δεχθῆ χρήματα ἀπ᾿ αὐτόν.
Ὁ πατήρ ἐπήγαινε κάθε ἡμέρα στήν πόρτα αὐτῆς τῆς γυναίκας καί τήν παρακαλοῦσε νά δεχθῆ τά χρήματα γιά τά ἄμφια πού ἔραψε, ἀλλά ἡ Ἐλβίρα δέν ἤθελε. Τελικά, ἀπεφάσισε νά καλέση τόν ἱερέα νά τῆς κάνη Ἁγιασμό.
Αὐτός ἦλθε καί ἔκανε τήν Ἀκολουθία στό σπίτι της, τρεῖς φορές (Δευτέρα, Τετάρτη καί Παρασκευή). Ἦτο πολύ χαρούμενος διότι μέ τόν τρόπο αὐτό ἠμπόρεσε νά ξεπληρώση κἄπως τόν κόπο της. Ἡ Ἐλβίρα ἔλεγε κατόπιν ὅτι πολύ τήν ἐβοήθησε αὐτή ἡ ἀκολουθία τοῦ Ἁγιασμοῦ στό σπίτι της.
Μετά τήν ἀποφυλάκισί του λειτούργησε γιά λίγο καιρό στήν ἐνορία τοῦ ἁγίου Γεωργίου τοῦ Παλαιοῦ στό Βουκουρέστι. Τό 1965 βρέθηκε στήν ἐνορία Λεχλίου τοῦ νομοῦ Ἰαλομίτσα καί στά χρόνια 1966-1971 στήν κοινότητα Τσιοκανέστι τοῦ νομοῦ Ἰλβόφ.

Μετάφρασις – Ἐπιμέλεια
Ὑπό Ἀδελφῶν Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου
Ἁγίου Ὅρους Ἄθω
2002
Τό κείμενο προέρχεται ἀπό τά ἀρχεῖα τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου, τόν ὁποῖον καί εὐχαριστοῦμε θερμά γιά τήν παραχώρηση τῶν ἀρχείων, ὅπως ἐπίσης εὐχαριστοῦμε καί τόν γέροντα τῆς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου πατέρα Γεώργιο Καψάνη γιά τήν εὐλογία καί τήν ἄδεια δημοσίευσης.

Ἐπιμέλεια κειμένου και πηγή στο Διαδίκτυο Ἀναβάσεις

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου