Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2013

Στή φουρτούνα τῆς Μεσογείου. (Μέρος Α')

Στή φουρτούνα τῆς Μεσογείου. (Μέρος Α')
 Ὁ πληγωμένος Ἀετός. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος

Τελειώνοντας ὁ Ὀκτώβρης τοῦ 350 ὁ Γρηγόριος ἦταν πολύ ἀνύσυχος. Μέσα του φτερούγιζε ἡ Ἀθήνα.  Μόνο αὐτή σκεπτόταν. Ἔβγαινε στήν παραλία, στό λιμάνι τῆς Ἀλεξάνδρειας, καί νοερά ἔφτανε στήν ἀγαπημένη του Ἀθήνα.
Ἡ ἐποχή ἐκείνη, τέλος Ὀκτώβρη ἀρχές Νοέμβρη, δέν ἦταν γιά ταξίδι στή θάλασσα. Οἱ καπετάνιοι τ’ ἀποφεύγουν, μά ὁ Γρηγόριος περίμενε τόν τολμηρό.
Μιά μέρα, εἶχε μπεῖ ὁ Νοέμβρης, εἶδε στό λιμάνι κάποιους γνωστούς.  Βιάζονταν κι αὐτοί νά ταξιδέψουν γιά τήν Ἑλλάδα, τήν Ἀχαΐα, ὅπως τότε ὀνομαζαν τή νότια Ἑλλάδα. Ἔπιασε κουβέντα μαζί τους καί τοῦ’ παν ὅτι φεύγουν.
Ἕνα αἰγινήτικο καράβι θά σήκωνε ἄγκυρα τίς μέρες τοῦτες.  Δέ χρειάστηκε πολύ νά τό ἀποφασίσει.  Τήν ἄλλη μέρα  ἦταν κι ὅλας ἕτοιμος. Ἀποχαιρέτησε τόν ἀδελφό του Καισάριο, λίγους φίλους καί τήν παράλλη, πρωί-πρωί, μπῆκε στό καράβι.  Φαινότανε καλό σκαρί. 
Καπετάνιος καί ναῦτες ψημένοι στή δουλειά καί προπαντός τολμηροί.  Μαζευτήκανε καί οἱ ἄλλοι ἐπιβάτες.  Αὐτοί πού ἀψηφοῦσαν κάπως τόν κίνδυνο καί πιέζονταν ἀπό τίς δουλειές τους.  Οἱ κωπηλάτες κάθονταν μπροστά στά κουπιά. Οἱ ναῦτες εἴχανε τό νοῦ τους στά πανιά

Ὁ καπετάνιος βρόντηξε τό σύνθημα καί τό σκαρί ἔτριξε.  Σέ λίγο βρέθηκαν στό πέλαγος. Ὅλα πήγαιναν καλά καί οἱ ἐπιβάτες ξένοιαστοι.  Τό καράβι ἀνοίχτηκε στό παρθένο πέλαγος.  Θά πέρναγε ἀνοικτά ἀπό τίς ἀκτές τῆς Παλαιστίνης καί τῆς Φοινίκης (Λιβάνου).
Οἱ ἔμποροι ταξιδιῶτες ὀνειρεύονταν καί σκέπτονταν τά κέρδη πού θά τούς ἔφερνε τό ταξίδι. Ὁ Γρηγόριος ὀνειρευότανε τίς βιβλιοθῆκες καί τούς σοφούς τῆς Ἀθήνας.
Κανείς τους ὅμως δέν ὀνειρεύτηκε γιά πολύ. Ὁ χειμώνας ἔτρεξε ὅσο πιό γρήγορα μποροῦσε καί τούς πρόλαβε. Ἔπλεαν ἀπέναντι ἀπό τήν Κύπρο καί ξαφνικά ὁ φωτεινός οὐρανός τῆς Μεσογείου ἄρχισε νά σκοτεινιάζει.  Μέχρι πού ἔγινε μολύβι, σκοτάδι μέρα μεσημέρι.
Ὥσπου νά συνέλθουν ναῦτες κι ἐπιβᾶτες, ἡ θάλασσα ἔδειχνε νά βράζει. Ὁ ἀέρας δυνάμωνε καί τό καράβι ἀγκομαχοῦσε. Ὁ καπετάνιος δίνει ψύχραιμα διαταγές καί οἱ ναῦτες ἀστραπή μαζεύουνε πανιά, τά σιγουρεύουν μέ σκοινιά κι ἁλωνίζουν τό κατάστρωμα, κάνοντας τ’ ἀναγκαῖα. Οἱ ἐπιβάτες ὅλοι ζάρωσαν καί ὁ καθένας γατζώθηκε ἀπό κάπου.
Ἐλπίσανε ὅτι θά περάσει γρήγορα τό κακό. Ἀλλοίμονο.
 Ἀντί νά περάσει δυνάμωνε.  Φουρτουνιασμένο τό πέλαγος κλώτσαγε τό καράβι πέρα δῶθε, πίσω, μπρός καί πάσχιζε νά τό διαλύσει. Ὁ ἀέρας λύγιζε τό κατάρτι, πού νόμιζες ὅτι σκύβει μέσα στά κύματα καί τά προσκυνάει.  Τά στιβαρά χέρια δέν μποροῦσαν νά κρατήσουν τό δοιάκι καί τό καράβι χαροπάλευε ἀκυβέρνητο.  Καπετάνιος ἔγινε ὁ μανιακός ἄνεμος καί ναῦτες τά πελώρια κύματα.  Τό νερό ὁρμοῦσε στό κατάστρωμα καί σάρωνε ὅ,τι ἔβρισκε.  Βουή καί ρόγχος κυριαρχοῦσαν.

   Ὁ πληγωμένος Ἀετός (Γρηγόριος ὁ Θεολόγος)
(ἀφηγηματικὴ Βιογραφία)
 σελ.29-52
Στυλιανοῦ Γ. Παπαδοπούλου Καθηγητή Πανεπιστημίου
Ἔκδοση Δ΄
Ἀποστολική διακονία
17  Σεπτεμβρίου 2013
Διαβάστε τά ὑπόλοιπα πατώντας  Ὁ πληγωμένος Ἀετός - Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος


http://anavaseis.blogspot.gr/2013/09/blog-post_8280.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου